Δεύτερο μέρος της συνέντευξης του συντρόφου Andrew από την Ουκρανία στην ιστοσελίδα Tous Dehors. Για τη μετάφραση χρησιμοποιήθηκε τόσο το γαλλικό πρωτότυπο κείμενο όσο και η αγγλική μετάφραση που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού Endnotes.
Μπορείτε να περιγράψετε εν συντομία πώς έχει εξελιχθεί η κατάσταση μετά τη συνέντευξή μας την περασμένη εβδομάδα; Τι καινούργιο παρατηρήσατε;
Καθώς η ρωσική προέλαση ανακόπηκε σε όλη τη βορειοανατολική Ουκρανία, μερικά πράγματα έγιναν σίγουρα. Η ουκρανική κυβέρνηση θα βασιστεί σε εθελοντές για να βοηθήσει τους πρόσφυγες που βρίσκονται ακόμη στο εσωτερικό της χώρας και η έλλειψη καταλυμάτων δεν οφείλεται μόνο στον αιφνιδιασμό της εισβολής. Με τον Ζελένσκι να δηλώνει ότι ένα δημοψήφισμα σε ολόκληρη τη χώρα θα αποφανθεί για την τύχη της Κριμαίας και του Ντονμπάς και με την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την οικοδόμηση μιας εικόνας επιτυχημένου πολέμου, οι πιθανότητες ειρηνευτικής συμφωνίας φαίνονται ακόμη πιο δυσμενείς. Οι ρωσικές δυνάμεις σταμάτησαν την προσπάθεια τους να καταλάβουν τις ουκρανικές πόλεις, επιλέγοντας αντ’ αυτού την αποκοπή των επικοινωνιών και την περικύκλωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν οι μάχες από οικοδομικό τετράγωνο σε οικοδομικό τετράγωνο στη Μαριούπολη, όπου οι τρομακτικές καταστροφές και οι αναρίθμητοι θάνατοι αμάχων, παράλληλα με τους ασταμάτητους βομβαρδισμούς στις περιοχές του Χάρκοβο και του Κιέβου, δείχνουν το τίμημα ενός πολέμου φθοράς.
Η κυβέρνηση του Πούτιν φαίνεται να θέλει να αποκαταστήσει ένα αυτοκρατορικό όραμα για τον ρόλο της Ρωσίας και προσπαθεί εδώ και μια δεκαετία να καθιερωθεί ως περιφερειακός χωροφύλακας. Κατά τη γνώμη σας, σε ποιο βαθμό τα πρόσφατα γεγονότα αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης ρωσικής πολιτικής έναντι των χωρών της πρώην σοβιετικής ζώνης επιρροής;
Δεν νομίζω ότι υπήρξε κάποια “παλινόρθωση” του ρωσικού ιμπεριαλισμού: αυτός συνεχίστηκε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στην ίδια κατεύθυνση, αν και, φυσικά, με τη Ρωσία να έχει χάσει τη θέση του κύριου εχθρού της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο. Αντί να δούμε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ως μια ριζική οικονομική και πολιτική ρήξη, νομίζω ότι πρέπει να αντιληφθούμε ότι υπήρξε μια αναπάντεχη συνέχεια. Οι σοβιετικές δημοκρατίες δεν αποσχίστηκαν μόνο βάσει των συνόρων που είχαν οριστεί από την ΕΣΣΔ, αλλά διατήρησαν τη δομή τους, μαζί με τις σοβιετικές πολιτικές για τις μειονότητες. Έτσι, οι συγκρούσεις που σχετίζονται με τις μειονοτικές γλώσσες και, ευρύτερα, με την περιφερειακή αυτονομία ή ανεξαρτησία, οι οποίες κάποτε διοχετεύονταν μέσω του πολιτικού μηχανισμού ενός υπερ-συγκεντρωτικού κόμματος, έχουν κατά κάποιο τρόπο χάσει τον διαιτητή τους. Ενώ επί ΕΣΣΔ τα προβλήματα λύνονταν με αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις, καταπίεση των πολιτιστικών ή γλωσσικών δικαιωμάτων και βίαιη εσωτερική καταστολή, οι σύγχρονοι κατακερματισμοί οδηγούν τώρα σε ανοιχτούς πολέμους μεταξύ ανεξάρτητων κρατών.
Αν δούμε τη διάλυση της ΕΣΣΔ ως αποτέλεσμα της αργής ανάπτυξης εσωτερικών διαχωριστικών γραμμών μέσα στη δομή της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης, τότε η έλλειψη “επαναστατικής” αλλαγής και τα εθνικιστικά ξεσπάσματα στα μετασοβιετικά κράτη δεν θα προκαλούν έκπληξη. Μετά από μια διαδικασία που εντάθηκε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, και με το 1998 να σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής με την οικονομική κρίση στη Ρωσία που οδήγησε σε πτώχευση πολλές επιχειρήσεις και επέτρεψε τη μεγαλύτερη διείσδυση του διεθνούς κεφαλαίου, η προηγούμενη αυτονομία σε επίπεδο κρατικών και κομματικών δομών εκφράστηκε με μορφές αυξανόμενης ανεξαρτησίας σε επίπεδο επιχείρησης, καθώς η αγορά αναπτύχθηκε αντιστοίχως. Η οργάνωση των επιχειρήσεων και οι μορφές εκμετάλλευσης προσαρμόστηκαν σιγά-σιγά στις ταχέως μεταβαλλόμενες παγκόσμιες δομές, με τη δυσφορία να περνάει πρώτα μέσα από τα καθιερωμένα σοβιετικά γραφειοκρατικά κανάλια, πριν καταλήξει να εκφραστεί στον δρόμο με την αύξηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, καθώς οι επιχειρήσεις έδιωχναν τις εργατικές τους εφεδρείες για να μειώσουν το κόστος παραγωγής.
Βλέπουμε δύο μορφές ρωσικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Στη Λευκορωσία και το Καζακστάν, για παράδειγμα, η Ρωσία διατηρεί φιλικές σχέσεις με την άρχουσα τάξη. Όπως και με την εξέγερση στο Καζακστάν τον Ιανουάριο του 2022, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις μπορούν να επιχειρήσουν άμεσα εκεί για να διεξάγουν κατασταλτικές εκστρατείες. Αντίθετα, η Ρωσία τηρεί διαφορετική στάση στην Ουκρανία και τη Γεωργία, με την αδυναμία της πρώτης να βρει μια ειρηνική διευθέτηση με τη Ρωσία να σηματοδοτεί το οριστικό τέλος του ενωτικού σχεδίου και αμφότερες να απομακρύνονται έκτοτε από τη ζώνη της ρωσικής επιρροής. Μη θέλοντας να χάσει τα κράτη που κάποτε ήταν εντελώς ενσωματωμένα σε αυτή, η ίδια η ενότητα και η σύνδεση της Ρωσίας με αυτά έχει γίνει βασικό ζήτημα στη χάραξη της εξωτερικής της πολιτικής. Ως εκ τούτου, η Ρωσία επιδόθηκε σε ανοιχτό πόλεμο εναντίον αυτών των δύο χωρών που διεκδικούσαν πλήρη ανεξαρτησία. Επιπλέον, ο φόβος ότι οι ουκρανικές εξεγέρσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναταραχή στη Ρωσία επιδείνωσε το πρόβλημα και λειτούργησε ως δικαιολογία για την εισβολή στην Ουκρανία. Η ρωσική ολιγαρχία, η οποία βασίζεται στο κράτος για να επωφεληθεί από τα μονοπώλιά της στην εξόρυξη πρώτων υλών και στους τομείς της ενέργειας, έχει φυσικά στραμμένο το βλέμμα της στην πιθανή εκμετάλλευση ολόκληρης της περιοχής. Η πρόκληση για τη ρωσική άρχουσα τάξη είναι να διατηρήσει την πολιτικο-στρατιωτική κυριαρχία της στην περιοχή με κάθε κόστος, προκειμένου να δημιουργήσει μια οικονομική και πολιτική αυτοκρατορία που παράγει ενοίκια και κέρδη για τις πάμπλουτες ελίτ της.
Δυστυχώς, ορισμένες αντι-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις σταματούν εδώ, με τη Ρωσία να θεωρείται απειλή για την ελευθερία της Δύσης. Αλλά δεν θα πρέπει να αφήσουμε ούτε τις ΗΠΑ να μείνουν στο απυρόβλητο. Οι πολιτικές ανοίγματος της αγοράς και φιλελεύθερης προσαρμογής της δεκαετίας του 1990 συνέβαλαν στην κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου στα μετασοβιετικά κράτη. Οι πολιτικές αυτές αύξησαν επίσης τη δυσαρέσκεια του πληθυσμού και ενίσχυσαν τις πιο αντιδραστικές τάσεις στην περιοχή. Αν οι ΗΠΑ συνέβαλαν επίσης στην αύξηση της έντασης πριν από την τρέχουσα εισβολή, αυτό συνέβη επειδή ήταν επίσης ευτυχείς που είχαν μια νέα δικαιολογία για να αυξήσουν τον στρατιωτικό τους προϋπολογισμό. Η ιστορία δείχνει ότι η αναζήτηση του κέρδους συχνά αψήφησε τις αφηγήσεις για την “οριενταλιστική” και εγγενώς αντιδυτική Ρωσία. Αρκεί να θυμηθούμε τη Γαλλία και τη Βρετανία να πολεμούν ευχαρίστως στο πλευρό μιας αυταρχικής Ρωσίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στέλνοντας τα ρωσικά εκστρατευτικά σώματα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μόλις άρχισαν να σχηματίζουν επιτροπές στρατιωτών όταν άκουσαν για την Επανάσταση, με τη Γαλλία να απογοητεύεται που δεν υπήρχε μια ισχυρή Ρωσία στη συνέχεια για να υποστηρίξει τη διαίρεση της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ δεν ακολούθησαν την πολιτική της εθνικής αυτοδιάθεσης όταν επρόκειτο για τη Ρωσική Αυτοκρατορία, ελπίζοντας να συνεργαστούν με τους Μπολσεβίκους, και στην πιο πρόσφατη ιστορία, υποστήριξαν τον Γκορμπατσόφ μέχρι που η κατάρρευση της ΕΣΣΔ έγινε βέβαιη.
Μετά από σχεδόν ένα μήνα πολέμου, ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην ουκρανική κυβέρνηση και τις εθνικιστικές παρατάξεις;
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση του Ζελένσκι, παρά τις συζητήσεις περί “φιλορωσικών” τάσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας του, προσπαθεί να κινηθεί προσεκτικά στα επικίνδυνα νερά των ειρηνευτικών συνομιλιών. Παρόλο που οι εθνικιστές και οι ναζιστές δεν είναι επικεφαλής του ουκρανικού κράτους και δεν είχαν ποτέ σημαντική πολιτική δύναμη, έχουν εδραιωθεί σταθερά στον τακτικό στρατό και στις διάφορες πολιτοφυλακές. Με τη ρωσική εισβολή να αποτελεί επί του παρόντος το μεγαλύτερο όχημα για την προώθηση του ουκρανικού εθνικισμού και τα φορτία όπλων να εισρέουν από όλο τον κόσμο, στο μέλλον οι ηγέτες των πολιτοφυλακών μπορεί να είναι έτοιμοι να δοκιμάσουν την ισχύ τους αν ο Ζελένσκι αποτύχει.
Ωστόσο, η σχέση μεταξύ εθνικισμού και ουκρανικού κράτους είναι πιο σύνθετη. Όπως κάθε έθνος-κράτος, προσπαθεί να συμφιλιώσει αντιφατικές ιστορικές αφηγήσεις και θέλει να διοχετεύσει κάθε αντίθεση στο πεδίο της δημοκρατίας, αποπολιτικοποιώντας την. Αυτό καταλήγει στην αναγωγή κάθε ιστορικής ιδιαιτερότητας στη μεγάλη αφήγηση ενός ενωμένου έθνους, που απελευθερώνεται τελικά από την αιώνια Ρωσική Αυτοκρατορία, χωρίς να αμφισβητείται ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της εν λόγω “απελευθέρωσης”. Έτσι, ο Bohdan Khmelnytsky, ο Simon Petliura και ο Stepan Bandera [1] συνυπάρχουν με την εικόνα των Ουκρανών που απελευθερώνουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η υπεράσπιση μόνο της φιλελεύθερης πλευράς αυτού του κράτους είναι αδύνατη, διότι η διατήρησή του θα απαιτήσει φασιστική βία μόλις απειληθεί πραγματικά η τάξη. Τις τελευταίες ημέρες βλέπουμε ακόμη και πώς μπορεί να ανασταλεί γρήγορα η δημοκρατία και να απαγορευτούν τα κόμματα προκειμένου να ενισχυθεί η εθνική ενότητα στις προσπάθειες στρατιωτικής κινητοποίησης.
Επιπλέον, η οικονομική στασιμότητα έχει ως αποτέλεσμα την ένταση της βίας, η οποία μπορεί να αναμειχθεί με έναν ορισμένο κοινωνικό σαδισμό: όσοι κάνουν λεηλασίες ξεβρακώνονται και δένονται με ταινία σε τηλεφωνικούς στύλους. Η κυβέρνηση, θέλοντας να διασφαλίσει την οικονομική υγεία του έθνους, δεν δίστασε να αναστείλει “προσωρινά” τα εργασιακά δικαιώματα. Αλλά ακόμη περισσότερο, η χρήση μη ουκρανικής γλώσσας είναι σήμερα αρκετή για να σε καταστήσει ύποπτο στα μάτια των “υπερασπιστών” του εθνικού κορμού. Απέναντι στην εθνικιστική ιστορία, η αντίληψή μου δεν είναι αυτή της συμπάθειας για τη μουσειοποίηση των αγώνων του παρελθόντος. Ούτε έχει ως κίνητρο την περιέργεια ή την αναζήτηση παραλληλισμών με κάθε κόστος. Ο μόνος παραλληλισμός ανάμεσα σε εμάς και τους ανθρώπους που το κράτος έχει θάψει στην ιστορική λήθη ειναι ότι εξακολουθούμε να αγωνιζόμαστε για έναν κόσμο που θα έρθει, και κυρίως ενάντια στον κόσμο όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα. Κάθε κοινωνικό κίνημα που αμφισβητεί αυτόν τον κόσμο θα πρέπει να ανατινάξει τις αντιφάσεις που κινούν την ουκρανική κοινωνία των πολιτών.
Ποια θα μπορούσαν να είναι τα μέσα μιας πολιτικής που αρνείται τόσο τον ρωσικό αυταρχισμό όσο και τη δικτατορία της οικονομίας που προέρχεται από τη Δύση; Τα επόμενα χρόνια, θα μπορούσε αυτή η θέση να εισακουστεί στην Ουκρανία και να υιοθετηθεί μαζικά;
Χωρίς να εγκαταλείψουμε τη θέση “κανένας πόλεμος εκτός από τον ταξικό πόλεμο”, ίσως είναι ακόμα δύσκολο να οραματιστούμε μια ευρύτερη στρατηγική πέρα από τις άμεσες δράσεις παροχής βοήθειας στον πληθυσμό. Η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά περίπλοκη και η σχεδόν πλήρης απουσία δικτύων επαναστατικής αλληλεγγύης στην Ουκρανία μειώνει σημαντικά τον αριθμό των επιλογών στο πεδίο: μερικές φορές η εθελοντική συμμετοχή στον πόλεμο μπορεί να είναι πιο ασφαλής επιλογή από το να συνεχίσουμε να κρυβόμαστε. Γι’ αυτό εκτιμώ τους συντρόφους που μοιράζονται τις σκέψεις τους πάνω σε αυτό το ζήτημα και τις συλλογικότητες που κατανοούν τη σημασία των πραγματικών δράσεων αλληλεγγύης σε διεθνές επίπεδο.
Προσπαθώντας να αναπτύξει κανείς μια συνεκτική στρατηγική, μπορεί να μπει στον πειρασμό να αναβάλει τον κοινωνικό αγώνα για πιο ειρηνικούς καιρούς. Πολλά εξαρτώνται από την έκβαση της σύγκρουσης και είναι ακόμη δύσκολο να προβλεφθεί αν η Ουκρανία έχει τη δυνατότητα να γίνει “ουδέτερο” κράτος ή αν βρισκόμαστε μόνο στην αρχή ενός μακρού πολέμου φθοράς. Ωστόσο, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι οι συνέπειες του πολέμου θα είναι διεθνείς. Δύο μόλις χρόνια μετά την έναρξη της επιδημίας Covid-19, οι χώρες του Νότου πρόκειται να υποστούν ένα ακόμη πλήγμα στην επισιτιστική τους ασφάλεια. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποκύψουμε σε ένα δυαδικό σύστημα ειρήνης-πολέμου που τελικά χρησιμεύει μόνο για την υπεράσπιση των κυβερνήσεων και τη διαδοχή των κηρύξεων κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Πριν από τη ρωσική εισβολή, ο παρατεταμένος πόλεμος στο Ντονμπάς χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την έλλειψη δράσης κατά της ανόδου των αντιδραστικών δυνάμεων στη χώρα. Η σημερινή επιθυμία του ουκρανικού κράτους να καταστείλει την εσωτερική πολιτική διαφωνία, κηρύσσοντας κάθε μορφή αμφισβήτησης του status quo ως “φιλορωσική”, δείχνει ότι τα πράγματα κινούνται ακόμη προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε έναν σταθερό δημοκρατικό καπιταλισμό. Πρέπει να προσαρμοστούμε στην καταστροφή και να αναζητήσουμε τρόπους να αναχαιτίσουμε την εξάπλωσή της εδώ και τώρα.
Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να αναλύουμε την κατάσταση κοιτάζοντας μόνο τα σύμβολα και τα συνθήματα, βλέποντας τον φασισμό μόνο όταν έχει σβάστικα ή επαινώντας ορισμένες ταξιαρχίες επειδή έχουν μαύρες σημαίες. Στην πρώτη περίπτωση, κάποιοι μπορεί να υποκινούνται από την αδυναμία να δουν το φασισμό ως απαραίτητο συστατικό των φιλελεύθερων τεχνικών διακυβέρνησης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση από την επιθυμία για ένα σταθερό και καθαρό επαναστατικό υποκείμενο. Ένα ήδη συνειδητοποιημένο υποκείμενο δεν μπορεί να διαμορφωθεί, ακόμη και αν κάποιοι προσπαθούν να παρακάμψουν το πρόβλημα της [ταξικής] σύνθεσης διακηρύσσοντας την έλευση του Μεσσία στους αγώνες χωρίς αιτήματα που θα ξεσπάσουν, ενώ άλλοι εξακολουθούν να ελπίζουν στην ανάδυση μιας επαναστατικής δημοκρατικής ηγεμονίας πάνω στα πολιτικά θεμέλια του 20ού αιώνα. Οι επαναστάτες εξακολουθούν να είναι μόνο μια σταγόνα στον ωκεανό κάθε εξέγερσης. Το σημερινό μας καθήκον είναι επίσης να διασφαλίσουμε ότι οι αδυναμίες μας θα γίνουν πλεονεκτήματα στις επόμενες εξεγέρσεις που θα προκύψουν.
Πέρα από την απλή αποδοχή και εγκατάσταση όλων των προσφύγων, πρέπει να οικοδομήσουμε μακροπρόθεσμες δομές αλληλεγγύης. Μόνο αυτά θα μας επιτρέψουν να προετοιμαστούμε για τις επόμενες διατροφικές και κλιματικές κρίσεις. Πρέπει να αρνηθούμε πεισματικά τη στρατιωτικοποίηση των χωρών του Βορρά. Οι αντιδράσεις του πολιτικού κατεστημένου δεν θα είναι οι ίδιες όταν τα όπλα τους πέσουν σε πρόσφυγες που δεν έχουν τα αγαπημένα μας ουκρανικά ξανθά κεφάλια. Ωστόσο, το σαμποτάζ των αυστηρά φυλασσόμενων αποστολών όπλων προς την Ουκρανία μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος για να υπονομευθεί η ουκρανική άμυνα και η απήχηση του στρατού στον κόσμο. Θα πρέπει να υποστηρίξουμε τις μαζικές λιποταξίες και την ανταρσία και στις δύο πλευρές ως τον μόνο ρεαλιστικό τρόπο για να σταματήσει η επιστράτευση και να διαρρηχθεί ο ατομικός χαρακτήρας της αποφυγής της στράτευσης. Θα πρέπει επίσης να αντικρούσουμε την εικόνα της επιτυχημένης εκστρατείας που καλλιεργεί η ουκρανική κυβέρνηση: αυτός ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και κάθε λεπτό άρνησης αυτού του γεγονότος σκοτώνει όλο και περισσότερους ανθρώπους. Οι πατριωτικές διακηρύξεις δεν βοηθούν τους νεοσύλλεκτους στρατιώτες, ούτε τους ανθρώπους που δεν μπορούν να εκκενώσουν τις περικυκλωμένες και βομβαρδισμένες πόλεις, παρόλο που οι αρχές τους διαβεβαιώνουν ότι “δεν θα πέσουν ποτέ”. Το ιστορικό παράδειγμα της Deutsche Vaterlandspartei αρκεί για να αποδείξει ότι, όσο υπάρχει πιθανότητα νίκης στον πόλεμο, οι αντιδραστικές δυνάμεις θα κινητοποιούνται για τη συνέχισή του.[2]
Αντί να γιορτάζουμε το σχηματισμό μιας “επαναστατικής” αυτοάμυνας (sotnia [ταξιαρχία]) ως μια σύγχρονη ανανέωση του μύθου του Sich Zaporogue του 18ου αιώνα [3], θα έπρεπε να αμφισβητούμε το φετιχισμό της βίας μεταξύ των συντρόφων μας. Ο σχηματισμός μιας ανδρικής συμμορίας του δρόμου με επίκεντρο το μύθο της βίας δεν είναι ο μόνος τρόπος για να πολεμήσεις το φασισμό, και η μάχη στον τακτικό στρατό δεν είναι σίγουρα ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να καταστρέψεις το κράτος. Όταν ξεσπά μια εξέγερση, πρέπει να αντιταχθούμε σε εκείνους που προσπαθούν να την μετατρέψουν σε “σοβαρή” υπόθεση και ακόμη περισσότερο σε εκείνους που θα διαιωνίσουν το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας και του έμφυλου διαχωρισμού. Από την άλλη πλευρά, για να μην υποστηρίξουμε τυφλά κινήματα που παρουσιάζονται ως “αντι-πολιτικά”, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των διαφορετικών χρήσεων που μπορεί να έχουν οι ίδιες τακτικές, διότι τα οδοφράγματα, οι βόμβες μολότοφ και οι καταλήψεις δεν είναι από μόνες τους επαναστατικές. Η προσπάθεια “μεταστροφής” των αντιδραστικών κινημάτων και η οικειοποίηση εθνικιστικών αφηγήσεων δεν βοηθάει την υπόθεση. Ιστορικά, για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους από την ξένη εισβολή, οι Κοζάκοι του Zaporogue του 17ου αιώνα, κεντρικό στοιχείο της ουκρανικής εθνικής αφήγησης, δημιούργησαν μια κοινότητα αποκλειστικά ανδρών πολεμιστών. Αν προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε τις επαναστατικές μας οργανώσεις με βάση αυτή την ιστορία, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να επιδεινώσουμε το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Έτσι, προφανώς μας ενδιαφέρει περισσότερο η οικοδόμηση ανοικτών κοινοτήτων που καταπολεμούν τις διαιρέσεις του παρόντος. Η επιτυχία ενός αντιπολεμικού κινήματος στην Ουκρανία εξαρτάται από την ικανότητά μας να ξεφύγουμε από τις εθνικιστικές παγίδες της οργάνωσης και να αντισταθούμε σε κάθε μορφή καταστολής.
Σημειώσεις
[1] Και οι τρεις αποτελούν κεντρικές φυσιογνωμίες του ουκρανικού εθνικισμού. Όλοι τους διέπραξαν αντιεβραϊκά πογκρόμ.
[2] Το Deutsche Vaterlandspartei [Γερμανικό Κόμμα της Πατρίδας] ήταν ένα πρωτο-ναζιστικό δεξιό πολιτικό κόμμα που προσπάθησε να κινητοποιήσει τη Γερμανία για να καταβάλλει τη μέγιστη δυνατή πολεμική προσπάθεια το 1917.
[3] Η Sotnia (κυριολεκτικά “εκατoντάδα”) είναι μια στρατιωτική μονάδα 100-150 ατόμων, γνωστή για την εθνικιστική της σημασία, καθώς οι μονάδες αυτές σχηματίστηκαν από τους κοζάκους του 16ου-18ου αιώνα, την Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία, τον Ουκρανικό Εθνικό Στρατό και κατά τη διάρκεια του Euromaidan. Sich Zaporogue ονομάζεται το μιλιταριστικό κράτος που σχημάτισαν οι Κοζάκοι από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα.