Προλετάριοι όλου του κόσμου, φαγωθείτε μεταξύ σας!
Σημειώσεις πάνω στην προσφυγική κρίση
Φίλες και φίλοι της αταξικής κοινωνίας
1.
Την προηγούμενη άνοιξη δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πολιτικό σημείο καμπής. Η μαζική κίνηση των μεταναστών αποκάλυψε τα όρια της Ευρώπης Φρούριο. Επρόκειτο, όμως, μόνο για μια κίνηση και όχι για το κίνημα ενός «πλήθους» που συνταράσσει τα θεμέλια της κυρίαρχης τάξης. Οι μετανάστες αρχικά δεν είχαν άλλα αιτήματα πέρα από το δικαίωμα παραμονής τους στην Ευρώπη, ένα δικαίωμα που το είχαν ήδη επιβάλλει προσωρινά˙ καταλαμβάνοντας τον χώρο δημιούργησαν ένα προσωρινό δεδικασμένο. Στη Γερμανία, η «κουλτούρα της φιλοξενίας» που διακήρυττε η κυβέρνηση ήταν αυτό που κυρίως μετρίασε την αποτυχία του κράτους να παρέχει πρακτική βοήθεια στους μετανάστες. Την ίδια στιγμή, η κατάρρευση του καθεστώτος των συνόρων χαιρετίστηκε από τη ριζοσπαστική αριστερά ως μια μορφή «χειραφέτησης» (self-empowerment) και «αυτονομίας της μετανάστευσης».
Άλλοι διέβλεπαν πίσω από την προσωρινή πολιτική των ανοιχτών συνόρων της Άνγκελα Μέρκελ ένα μεγαλειώδες σχέδιο του κεφαλαίου για την ανανέωση της αγοράς εργασίας με φτηνούς και πειθήνιους νεοεισερχόμενους. Κάποιοι άλλοι αριστεροί είδαν αυτή την πολιτική ως απειλή και, ειδικά μετά τις σεξιστικές επιθέσεις το βράδυ της περσινής πρωτοχρονιάς στην Κολονία, άρχισαν να υπερασπίζονται το κλείσιμο των συνόρων. Δεδομένης της συμφωνίας με την Τουρκία και των στρατοπέδων κράτησης που προγραμματίζεται να δημιουργηθούν στη Λιβύη, και οι δύο ερμηνείες φαίνονται αμφίβολες. Μετά την πρώτη έκπληξη, οι κυβερνώντες ανάκτησαν ξανά τον έλεγχο της κατάστασης και το ενδιαφέρον τους για φτηνή εργασιακή δύναμη φαίνεται περιορισμένο. Αντίθετα, τα γεγονότα τόσο στις χώρες προέλευσης όσο και στην Ευρώπη υποδεικνύουν ένα συντριπτικό παγκόσμιο πλεόνασμα εργασιακής δύναμης, το οποίο αποκαλούμε πλεονάζον προλεταριάτο. Μέσω αυτού εντείνεται όλο και περισσότερο ο ανταγωνισμός στους κόλπους των μισθωτών εργατών, τρέφοντας τον εθνικισμό, τους διαχωρισμούς και τον φόβο για την επαπειλούμενη φτώχεια. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση θα πρέπει να πάμε πέρα από την εύκολη απάντηση του ρατσισμού.
2.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ρωγμές στο σύστημα συνόρων της Ευρώπης δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν χωρίς την αστάθεια που προέκυψε από την επονομαζόμενη Αραβική Άνοιξη. Ο Helmut Dieterich, για παράδειγμα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επακόλουθη μαζική μετανάστευση αποτελεί κομμάτι αυτής της εξέγερσης: «Η κίνηση των προσφύγων και των μεταναστών άνοιξε νέες προοπτικές που κανείς δεν είχε τολμήσει να φανταστεί στην Ευρώπη».[1]
Πράγματι, η ανατροπή των τυράννων το 2011 ανέτρεψε και την ανίερη συμμαχία τους με την Frontex, την ευρωπαϊκή αρχή φύλαξης των συνόρων, για το ερμητικό κλείσιμο των μεταναστευτικών οδών –χρησιμοποιώντας βασανιστήρια, την πραγματική υποδούλωση των «ξεβρασμένων» στις ακτές μεταναστών και τον τακτικό βομβαρδισμό των πλοιαρίων με τα οποία προσπαθούσαν να φύγουν οι μετανάστες– δημιουργώντας έτσι ένα κενό που επέτρεψε στους διακινητές να οργανώσουν το πέρασμα δεκάδων χιλιάδων μεταναστών με ελάχιστη παρενόχληση από τις αρχές. Παρέχει όμως αυτό «νέες προοπτικές»;
Δεν είναι μόνο ο Helmut Dieterich που υποστηρίζει αυτή την άποψη. Εδώ και μερικά χρόνια, γίνεται πολύς λόγος μεταξύ αριστερών και ριζοσπαστών ακαδημαϊκών για την «Αυτονομία της Μετανάστευσης». Κατ’ αρχάς, αυτή η έννοια αναφέρεται στο γεγονός ότι οι μετανάστες καταφέρνουν κάποιες φορές να υπερβούν τους περιορισμούς που θέτουν τα κράτη στην κίνησή τους, κάτι που προφανώς ισχύει. Η μαζική παράνομη διέλευση των συνόρων θέτει υπό αμφισβήτηση το status quo, το οποίο διατηρείται και μέσω του υφιστάμενου καθεστώτος των συνόρων. Ακολουθώντας την οπτική των εργατιστών, που αναδεικνύουν την ταξική πάλη ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, οι υποστηρικτές αυτής της θέσης εστιάζουν στους μετανάστες ως αυτόνομα δρώντα πρόσωπα που διαμορφώνουν μια συλλογικότητα καθώς κινούνται προς μια άλλη χώρα και παλεύουν για μια καλύτερη ζωή.
Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση, αυτή η ερμηνεία φαίνεται κάπως κυνική, ειδικά για τους μετανάστες που διαφεύγουν από τη δυστυχία του πολέμου στη Συρία και το Ιράκ. Η «Αραβική Άνοιξη» δεν άνοιξε για αυτούς «νέες προοπτικές». Οι άνθρωποι που εκτοπίζονται λόγω του πολέμου δεν γίνονται ανατρεπτικά δρώντα πρόσωπα όταν επιβιβάζονται σε μια πλαστική βάρκα στα τουρκικά παράλια, και η αναμφίβολα αξιοσημείωτη πορεία τους κατά τη διέλευση των συνόρων της βαλκανικής οδού δεν είναι κάποια αυτόνομη έφοδος στην Ευρώπη Φρούριο αλλά έκφραση καθαρής απελπισίας. Όταν δεν είναι ο τρόμος και ο εμφύλιος πόλεμος οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη χώρα τους, η απόφαση για να μεταναστεύσει κάποιος βασίζεται στην ανάγκη του να βρει μια αγορά για την εργασιακή του δύναμη. Η μαζική έξοδος δεν είναι αποτέλεσμα της νίκης της «Αραβικής Άνοιξης» αλλά της ήττας της.
Παρά τις διαφορές μεταξύ των επιμέρους χωρών, μπορούμε να πούμε ότι ένας αυξανόμενος υπερπληθυσμός που αγωνιζόταν για «ψωμί και ελευθερία» αποτέλεσε το υπόβαθρο των ταραχών που ξεκίνησαν το 2011 στην Τυνησία και εξαπλώθηκαν σαν φωτιά σε ολόκληρη την περιοχή. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις που ανατράπηκαν αντικαταστάθηκαν γρήγορα από άλλες εξίσου βάναυσες, όπως συνέβη στην Αίγυπτο, και οι εξεγέρσεις μετατράπηκαν σε εμφυλίους πολέμους ή σε πολέμους μεταξύ συμμοριών, όπως στη Συρία και τη Λιβύη. Προς το παρόν, το αποτέλεσμα της «Αραβικής Άνοιξης» είναι μια βαρβαρότητα με τη μορφή του πολέμου, των μαζικών συλλήψεων των αντιφρονούντων, των βασανιστηρίων και των ισλαμιστικών τρομοκρατικών καθεστώτων – ενώ η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης, στην οποία είχε εναποθέσει τις ελπίδες του το κίνημα, δεν υπάρχει πουθενά στον ορίζοντα.
Ακόμα κι αν οι περισσότεροι προσπαθούν να διαφύγουν από τον πόλεμο στη Συρία και το Ιράκ, και όχι από την ανεργία, αυτός ο πόλεμος συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την προαναφερόμενη πλεονάζουσα εργασιακή δύναμη: Όπου η επιβίωση βασίζεται στη μισθωτή εργασία χωρίς όμως αυτή να είναι επαρκώς διαθέσιμη, τότε δημιουργούνται προβλήματα για τους κυρίαρχους και δυνατότητες για τους τζιχαντιστές.[2] Το να ρομαντικοποιείται η απόδραση από την κόλαση ως «αυτονομία» δεν έχει να προσφέρει πολλά σε ό,τι αφορά την ανάλυση της πραγματικότητας.[3]
Στο άλλο άκρο βρίσκεται ένας υπεραπλουστευμένος οικονομισμός εμπλουτισμένος με θεωρίες συνομωσίας, ο οποίος ερμηνεύει την τρέχουσα κίνηση των μεταναστών ως επίθεση στον «αντι-ιμπεριαλιστικό άξονα» και στους γερμανούς εργάτες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Arnold Schölzer, αρχισυντάκτη του Junge Welt, από τις απαρχές του ο ιμπεριαλισμός προκαλεί κύματα μετανάστευσης, παγκοσμιοποιώντας τον πόλεμο και την κρίση. Αυτή η «υπερβολική μετανάστευση» αποφέρει «υπερβολικό κέρδος», υποστηρίζει ο Schölzer, διότι οι μετανάστες είναι δυνητικά απεργοσπάστες. Ως εκ τούτου, «η εισαγωγή και εξαγωγή τους (…) πρέπει να εμποδιστεί», λέει αναφερόμενος επιδοκιμαστικά στο Συνέδριο της Β’ Διεθνούς του 1907.[4] Τέτοιου τύπου εθνικομπολσεβίκοι δεν αποτελούν εξαίρεση μεταξύ των γερμανών αριστερών εθνικιστών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες μόνο ως πιόνια του κεφαλαίου ενάντια στο ντόπιο προλεταριάτο. Στην ίδια εφημερίδα αναπαρήγαγε και ο Werner Rügemer παρόμοιες θεωρίες συνομωσίας υποστηρίζοντας ότι η πορεία των μεταναστών από τη Συρία αποτελεί μέρος μιας «νατοϊκής πολιτικής για την αγορά εργασίας», η οποία θα αποδυναμώσει τον Άσαντ και θα δυσχεράνει τις εδώ εργασιακές συνθήκες.[5]
Παρόλο που γενικά αληθεύει ότι τα σύνορα προκαλούν μεγαλύτερο φόβο στους μισθωτούς εργάτες παρά στο κεφάλαιο, στη συγκεκριμένη περίπτωση τίποτα δεν συνηγορεί στο ότι το κίνητρο πίσω από τα ανοιχτά σύνορα της Μέρκελ ήταν κάποιο ενδιαφέρον για νέα φτηνή εργασιακή δύναμη. Μόλις πριν μερικά χρόνια, η γερμανική κυβέρνηση άσκησε ένα στιβαρό βέτο όταν η Ιταλία που μαστίζεται από μαζική ανεργία πρότεινε την κατανομή των νεοφερμένων μεταναστών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και το μέλλον όσων έφτασαν στη Γερμανία το 2015 φαίνεται ότι για αρκετά χρόνια θα βασίζεται κατά κύριο λόγο στις κοινωνικές υπηρεσίες.
Δεδομένου ότι έχουν περάσει οι εποχές που οι άνεργοι απλώς εξαφανίζονταν στο περιθώριο της κοινωνίας, οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου πρέπει να κρατήσουν μια δύσκολη ισορροπία: η πλήρης απασχόληση μπορεί να φέρει επικίνδυνες σκέψεις στους εργάτες, αλλά ούτε και το να ταΐζουν τις μάζες των ανέργων με ένα κομμάτι της υπεραξίας είναι ελκυστική ιδέα. Παρά τον λόγο που γίνεται περί έλλειψης εργασιακής δύναμης στη Γερμανία, μέχρι τώρα μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι των νεοφερμένων μεταναστών έχει καταφέρει να βρει δουλειά.[6] Αν λάβουμε υπόψη ότι τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων εκπροσώπων της γερμανικής επιχειρηματικής ελίτ δεν βλέπουν να υπάρχουν πιθανότητες για να αλλάξει αυτή η κατάσταση, και όχι μόνο δεν θλίβονται αλλά, αντίθετα, δείχνουν ανακουφισμένοι που έχουν μειωθεί οι νεοφερμένοι μετανάστες, τότε οι ισχυρισμοί περί «νατοϊκής πολιτικής για την αγορά εργασίας» φαίνονται αρκετά γελοίοι.[7] Σήμερα η εικόνα είναι τελείως διαφορετική σε σχέση με τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης απορρόφησαν εκατομμύρια εργασιακές δυνάμεις από τις πρώην αποικίες και αναζητούσαν εναγωνίως γκασταρμπάιτερ.
3.
Εάν οι μετανάστες είναι φορείς μιας εργασιακής δύναμης που δεν τη χρειάζονται οι διαχειριστές της γερμανικής οικονομίας, τότε πρέπει να απαντηθεί το εξής ερώτημα: τι ήταν αυτό που οδήγησε τη γερμανική κυβέρνηση στο να αναστείλει τον κανονισμό του Δουβλίνο ΙΙ –σύμφωνα με τον οποίο, η χώρα μέσω της οποίας οι αιτούντες άσυλο εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνη για τη μοίρα αυτών των ανθρώπων– και να ανοίξει τα σύνορα το καλοκαίρι του 2015; Προφανώς ήταν μια απόπειρα να σταθεροποιηθεί η ολοένα και πιο χαοτική κατάσταση: καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός μεταναστών κατέφθανε κατά μήκος των εσωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων, κυρίως στα ανατολικά, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης απειλούσαν ανοιχτά ότι θα έρθουν σε ρήξη με τη γερμανική πολιτική, ενώ η Ελλάδα ούτε ήθελε ούτε ήταν σε θέση να επιβάλλει το ευρωπαϊκό καθεστώς συνόρων.
Η κύρια αιτία για αυτό το χάος είναι ότι οι κυρίαρχες τάξεις υπερεκτίμησαν τις ικανότητές τους στο να ελέγξουν την κίνηση των νεοφερμένων μεταναστών ή, διαφορετικά, υποτίμησαν την αποφασιστικότητα των μεταναστών – ως εδώ είναι σωστή η θέση περί «αυτονομίας της μετανάστευσης». Όπως είχε κάνει πριν και η κυβέρνηση της Ιταλίας, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα σταμάτησε το καλοκαίρι του 2015 τη συστηματική καταγραφή των μεταναστών αφήνοντάς τους να κινηθούν προς τη Μακεδονία. Υπάρχει μια κάποια ειρωνεία στο γεγονός ότι ήταν ακριβώς η Ελλάδα που, μετά τα σκληρά προγράμματα λιτότητας που της επέβαλλε η Γερμανία, διεκδίκησε με αυτό τον τρόπο ξανά την εθνική της κυριαρχία.[8]
Στη Γερμανία, η Μέρκελ προσπάθησε να νομιμοποιήσει την πολιτική της καλύπτοντας το μέγεθος της απώλειας του ελέγχου από την πλευρά της κυβέρνησής της και αναδεικνύοντας τις θετικές πλευρές της επικείμενης ενσωμάτωσης ενός αναπάντεχα μεγάλου αριθμού μεταναστών. Ενώ όμως σε ολόκληρο τον κόσμο επαινούσαν τη Γερμανία για την υποδειγματική της «κουλτούρα φιλοξενίας», οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης είχαν ήδη ξεκινήσει να εργάζονται προς την κατεύθυνση του κλεισίματος των ευρωπαϊκών συνόρων. Αυτό κορυφώθηκε με τη συμφωνία με την Τουρκία, η οποία στην πραγματικότητα καταργεί στην Ευρώπη το ατομικό δικαίωμα ασύλου και ορίζει πως όταν κάποιοι μετανάστες διακινδυνεύουν τη ζωή τους τότε κάποιοι άλλοι γίνονται αποδεκτοί στην Ευρώπη.[9] Αυτή η διφορούμενη πολιτική, ένας συνδυασμός ωφελιμισμού, λεκτικού ανθρωπισμού και πραγματικής σκληρότητας κατάφερε να μειώσει επιτυχώς τον αριθμό των εισερχόμενων μεταναστών στη Γερμανία.
Μετά τη συμφωνία με την Τουρκία, η Μέρκελ αναδείχθηκε αδιαμφισβήτητα σε νικήτρια σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της κανονικής λειτουργίας του κεφαλαίου, διασφαλίζοντας προς το παρόν τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη και επιβραδύνοντας την αναβίωση των εθνικισμών στην Ευρώπη, η οποία δεν είναι προς όφελος του κεφαλαίου. Ειδικά για την εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας ήταν και είναι κεντρικής σημασίας η διατήρηση της Συνθήκης Σένγκεν που διασφαλίζει τα ανοιχτά σύνορα εντός της Ευρώπης.
Επιδοκιμάζοντας αυτόν τον πραγματισμό, ο καθηγητής Herfried Münkler τον συνόψισε ως εξής: «Δίκαιη κατανομή στην Ευρώπη, καλύτερη ασφάλιση των ευρωπαϊκών εξωτερικών συνόρων, σταθεροποίηση της περιφέρειας. Όλα αυτά είχαν ελάχιστη σχέση με κάποιο ρομαντισμό ή συναισθηματισμό».[10] Ωστόσο, το αδύνατο σημείο αυτής της πολιτικής ήταν η ανικανότητά της να ικανοποιήσει το εθνικιστικό συναίσθημα και την ανάγκη για εθνική ταυτότητα εντός του συντηρητικού στρατοπέδου, το οποίο αρνείται να αναγνωρίσει την εκλεπτυσμένη σκληρότητα της Μέρκελ και διακηρύττει με κάθε μέσο την αποτυχία της επιτυχημένης κυβερνητικής της πολιτικής.
4.
Στις αρχές του 2012 ξέσπασε στη Γερμανία ένα νέο κύμα διαμαρτυριών των μεταναστών ενάντια στους περιορισμούς στη διαμονή, στην κράτηση στα στρατόπεδα, στις συνθήκες ζωής εντός των στρατοπέδων, στις παροχές σε είδος αντί για παροχές σε χρήμα και, γενικά, ενάντια στο καθεστώς των συνόρων. Επηρεασμένοι από το κίνημα occupy, αυτοοργανωμένοι μετανάστες μαζί με αλληλέγγυους από τον ριζοσπαστικό χώρο έκαναν καταλήψεις σε πλατείες και έστησαν μικρούς καταυλισμούς σε αρκετές πόλεις της Γερμανίας. Το φθινόπωρο του 2012, μετανάστες από το Würzburg ξεκίνησαν μια πορεία προς το Βερολίνο η οποία κορυφώθηκε με την κατάληψη της πλατείας Oranienplatz στο Kreuzberg. Εκεί δημιουργήθηκε ένας καταυλισμός διαμαρτυρίας που αποτέλεσε για 18 μήνες το σημείο αφετηρίας για διάφορες δράσεις. Αργότερα, με την κατάληψη του εγκαταλελειμμένου σχολείου Gerhart-Hauptmann στο Βερολίνο και τις εκτενείς δράσεις διαμαρτυρίας στο Αμβούργο, όπου μια σπάνια συμμαχία μεταξύ ποδοσφαιρικών ομάδων, εκκλησιών, αριστερών κομμάτων και Autonomen κατέβασε στους δρόμους 15.000 ανθρώπους, δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι ξεκίνησε ένας νέος κύκλος αγώνων μέσα από τη δυναμική των μεταναστών.
Αυτές οι ελπίδες όμως δεν επαληθεύθηκαν. Χωρίς πρόσβαση στην αγορά εργασίας και χωρίς συνεχή αλληλεγγύη από τον κόσμο, οι αγωνιζόμενοι μετανάστες δεν κατάφεραν τελικά να αποκτήσουν ένα μέσο πίεσης για να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους – μια συνθήκη που χαρακτηρίζει το πλεονάζον προλεταριάτο.
Αυτό έσπρωξε τους μετανάστες σε πιο ακραία μέσα όπως η απεργία πείνας, γεγονός που μαρτυρά αδυναμία. Μοναδικός αποδέκτης των αιτημάτων παρέμεινε το κράτος, το οποίο κατάφερε να διασπάσει και να κατευνάσει τις διαμαρτυρίες. Συμβολικό γεγονός αυτής της εξέλιξης ήταν η κατεδάφιση του καταυλισμού στην Oranienplatz τον Απρίλη του 2014, στην οποία συμμετείχαν ενεργά κάποιοι από τους πρώην καταληψίες, διότι η τοπική κυβέρνηση τους έδωσε κάποιες αόριστες υποσχέσεις.
Με τη μαζική είσοδο μεταναστών το 2015, οι συνθήκες για την οργάνωση των αγώνων δεν βελτιώθηκαν, αντίθετα χειροτέρευσαν. Η διαμονή σε στρατόπεδα, οι παροχές σε είδος και όχι σε χρήμα και η εκ νέου εφαρμογή της υποχρεωτικής διαμονής σε συγκεκριμένες περιοχές [σ.τ.μ. από τις οποίες οι μετανάστες δεν έχουν το δικαίωμα να φύγουν και να εγκατασταθούν κάπου αλλού εντός της Γερμανίας], η οποία είχε στην πράξη καταργηθεί σε πολλά γερμανικά κρατίδια τα προηγούμενα χρόνια λόγω των αγώνων, αποτελούν πλέον καθημερινότητα για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ενάντια σε όλα αυτά ξεσπούν κάποιοι αποσπασματικοί αγώνες αλλά μέχρι τώρα κανένα μεγάλο κίνημα.
Η βοήθεια που προσέφερε στους μετανάστες ένα κομμάτι του πληθυσμού της Γερμανίας τον προηγούμενο χρόνο προκάλεσε έκπληξη σε όσους είχαν ζήσει τη φρίκη της δεκαετίας του ’90, όπου ένα κύμα ρατσιστικών επιθέσεων, ταραχών και πογκρόμ σάρωσε τη Γερμανία, κάποιες φορές αφήνοντας πίσω του νεκρούς. Τα κίνητρα για αυτή τη βοήθεια κυμαίνονται από τη χριστιανική αγάπη για το πλησίον μέχρι την εχθρότητα απέναντι στο κράτος. Καταδικασμένοι να εκτελούν τις πιο ηλίθιες εργασίες για έναν μισθό, πολλοί απλώς απόλαυσαν το να κάνουν για αλλαγή κάτι χρήσιμο – και ίσως εδώ υπάρχει η αμυδρή προσδοκία για κάτι καλύτερο. Χιλιάδες εθελοντές συγκέντρωσαν χρήματα, μοίρασαν φαγητό, οργάνωσαν δράσεις στα στρατόπεδα, βοήθησαν μετανάστες να διασχίσουν τα σύνορα ή να αντιμετωπίσουν τη γραφειοκρατία των κρατικών υπηρεσιών και φιλοξένησαν μετανάστες στα σπίτια τους. Δημιούργησαν έτσι ένα αντίπαλο δέος στην υποδαύλιση του ρατσισμού, στις επιθέσεις και τις κινητοποιήσεις ενάντια στην παραμονή των μεταναστών. Αυτή η «κουλτούρα φιλοξενίας» ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπιστική, παρόλο που, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, έγιναν –και σε μεμονωμένες περιπτώσεις συνεχίζουν να γίνονται– προσπάθειες αυτόνομης οργάνωσης και ανοιχτής αντιπαράθεσης με το κράτος.
Αν μιλήσει κανείς με τους εθελοντές που συμμετέχουν στις πρωτοβουλίες υποστήριξης των μεταναστών θα διαπιστώσει ότι η οργή απέναντι στις ενέργειες του κράτους είναι πρόδηλη. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το κράτος δεν ενδιαφέρεται για τη δυσχερή κατάσταση των μεταναστών και αρνείται να παρέχει ακόμα και την πιο στοιχειώδη υποδομή. Η «κουλτούρα της φιλοξενίας» έρχεται να αντικαταστήσει το κράτος όταν αυτό αρνείται να παρέχει βοήθεια, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί αυτή η κουλτούρα σε ένα είδος εξατομικευμένης κοινωνικής εργασίας. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο πρόβλημα για το οποίο δεν μπορεί κανείς να ρίξει εύκολα την ευθύνη στους ίδιους τους συμμετέχοντες. Ωστόσο, πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο υπό τέτοιες συνθήκες είναι πραγματικά εφικτό να κινηθούμε προς τη συλλογική χειραφέτηση (self-empowerment).
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι για εμάς σαφές το πώς θα μπορούσε να δοθεί νέα ώθηση στο κίνημα, πόσο μάλλον που δικαιολογημένα το ενδιαφέρον των μεταναστών για σύγκρουση με το κράτος φαίνεται ότι έρχεται μάλλον σε δεύτερη μοίρα. Πολλοί είναι χαρούμενοι που κατάφεραν να φτάσουν εγκαίρως στη Γερμανία πριν κλείσουν ξανά τα σύνορα. Το ότι οι περιθωριοποιημένοι που ζουν στη μέγιστη εξαθλίωση είναι αυτοί που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να εξεγερθούν είναι απλώς ένας μύθος της Νέας Αριστεράς. Οι μετανάστες δεν έχουν κάποιο έμφυτο ενδιαφέρον για την εξέγερση˙ για τους περισσότερους από αυτούς η διέλευση των συνόρων ήταν η πρώτη και η τελευταία ανατρεπτική ενέργεια. Αυτό είναι κατανοητό, διότι όποιος επιθυμεί την πρόσβαση στο σύστημα, προφανώς προσανατολίζεται περισσότερο προς την προσαρμογή. Το επιθετικό στοιχείο της πορείας προς τη χώρα προορισμού, με την υπέρβαση των συνόρων και των ένοπλων φρουρών τους, τις περισσότερες φορές αντικαθίσταται μετά την επιτυχή άφιξη σε έναν πιο ήσυχο και ατομικιστικό τρόπο ζωής. Όταν φτάνει στο τέλος της η πορεία των μεταναστών διαλύεται και η συλλογικοποίηση. Στόχος πλέον δεν είναι η συλλογική άσκηση πίεσης ενάντια στο καθεστώς των συνόρων αλλά η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή, η νομιμότητα, η εργασία και η καλή διαμονή. Οι ελπίδες πολλών αριστερών ότι οι αγώνες κατά μήκος των διαδρομών προς την Ευρώπη θα συνεχίζονταν στη Γερμανία δεν έχουν εκπληρωθεί.
5.
Η πολιτική ομάδα Wildcat επισημαίνει ορθώς ότι, παρά την ανάγκη συγκρότησης ενός «αντιφασιστικού άκρου», δεν αρκεί ένας «πολιτισμικός αγώνας»: είναι αναγκαίο «μέσα από τον κοινωνικό ανταγωνισμό να αναπτύξουμε περαιτέρω προοπτικές δράσης». Ωστόσο, για εμάς δεν είναι σαφές το πώς η πρόσφατη μαζική μετανάστευση έχει βελτιώσει τις συνθήκες για αυτό. Δεν βλέπουμε πώς οι μετανάστες «έβαλαν ξανά στη δημόσια συζήτηση τα θέματα του μισθού, των συνθηκών εργασίας, της στέγασης κ.λπ.» – μόνο ίσως στον βαθμό που προκάλεσαν κάποια αναστάτωση στους ντόπιους μισθωτούς εργάτες σε σχέση με τα συγκεκριμένα θέματα.[11] Το γεγονός ότι οι τελευταίοι βλέπουν τους νέους τους γείτονες ως ανεπιθύμητους ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας και κατοικίας φαίνεται σχεδόν λογικό υπό τις δεδομένες συνθήκες. Το ταξικό ζήτημα που παρακάμφθηκε από το διαδεδομένο σύνθημα «μετανάστες καλωσήρθατε» επέστρεψε με τη διαστρεβλωμένη εθνικιστική του μορφή μέσω των δημαγωγών του Pegida και του AfD (Alternativ für Deutschland), που με τις σοβινιστικές τους ιαχές εμφανίζονται ως συνήγοροι των απλών ανθρώπων.
Σε αυτό είναι ειδικοί αυτοί οι μικροαστοί λαμπαδηφόροι της κοινής λογικής: «Κομπάζοντας … εξαπολύοντας επίθεση με εξεζητημένη τραχύτητα, υστερικά ευαίσθητοι απέναντι στην τραχύτητα των άλλων … συνεχώς κηρύσσοντας την ηθική και συνεχώς παραβιάζοντάς την˙ συναίσθημα και αχρειότητα στο πιο αλλόκοτο σύμπλεγμα»[12] – όσο αηδιαστικά και πέρα από κάθε κριτική κι αν είναι όλα αυτά, οι λαϊκιστές της δεξιάς κατάφεραν να καναλιζάρουν τη δυσαρέσκεια και τους φόβους των κατώτερων τάξεων, ακόμα κι αν το στενά νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα του AfD δεν πρόκειται να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των προλετάριων ψηφοφόρων του.
Χωρίς καμία αυτοπεποίθηση, φοβούμενοι ότι υπάρχει παντού μια συνωμοσία, πάντα αδικημένοι: οι υποτελείς βλέπουν στον ξένο, που η μυστηριώδης πορεία της ιστορίας ξέβρασε στην ακτή τους, μια θολή αντανάκλαση της δικής τους αποτυχίας να ενσωματωθούν στην κοινωνία. Αυτό κάνει ακόμα πιο σημαντική τη χάραξη των συνόρων, προκειμένου να αμυνθούν ενάντια και στην παραμικρή πιθανότητα ταύτισης με τον ξένο. Ενώ οι κομφορμιστικές μάζες μπορεί να συμφωνούν επιφανειακά με τα συνθήματα περί έθνους και λαού, στο εσωτερικό της αυτή η μάζα αποσυντίθεται σε χιλιάδες εγωπαθείς μίζερους, ανίκανους να χειριστούν την πολυπλοκότητα του κόσμου που μεθούν με την «αυθεντία της υποκειμενικής [τους] αποκάλυψης».[13] Κάνουν κηρύγματα μέσα στα διαδικτυακά φόρουμ, γεμάτα ασυνάρτητες και ακατάληπτες προτάσεις, αντιστεκόμενοι σε κάθε είδους επικοινωνία. Σε αυτή την παράξενη παρωδία αλλάζουν συνεχώς ρόλους, από τη «μοναχική φωνή εν τη ερήμω» έως τον «στρατιώτη των απελευθερωμένων λαϊκών μαζών» με τις θεωρίες συνομωσίας να οργιάζουν. Εάν σε εποχές επαναστατικής έκρηξης η θρησκεία ήταν το όπιο του λαού, σε εποχές απελπισίας οι θεωρίες συνομωσίας είναι το κρακ του.
Όταν κάποιοι αριστεροί καλούν τους εθισμένους να αποτοξινωθούν και να ενώσουν τις δυνάμεις τους στον αντιφασιστικό αγώνα ενάντια στο AfD και τους υπόλοιπους, μετατρέπονται, ηθελημένα ή μη, σε ένοπλη πτέρυγα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την Αγωγή του Πολίτη (Bundeszentrale für politische Bildung). Ένα κομμάτι του κατεστημένου της δημόσιας σφαίρας παρατάσσεται ενάντια στη Νέα Δεξιά, γεγονός που ενισχύει την ψευδοεπαναστατική εικόνα της. Οι κοινωνικοί επαναστάτες δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από μια τέτοια συμμαχία που περιλαμβάνει από φυλλάδες όπως η Bild μέχρι φιλάνθρωπους προτεστάντες όπως η Margot Käßmann. Τα αντιφασιστικά καλέσματα να σταματήσουμε τον «συρφετό» –όπως είχε αποκαλέσει ο αντικαγκελάριος Sigmar Gabriel τους ρατσιστές που διαμαρτύρονταν εναντίον του– μπορεί να φαίνονται σκληρά, αλλά δεν δίνουν καμιά απάντηση στο αποφασιστικό ερώτημα του πώς μπορούμε να υπερβούμε τους εθνικιστικούς διαχωρισμούς εντός του προλεταριάτου, διαχωρισμοί που, παρεμπιπτόντως, μπορεί να λειτουργούν και χωρίς το στοιχείο του ρατσισμού όπως δείχνει η διαδεδομένη εχθρότητα πολλών παλιών μεταναστών εργατών ενάντια στους νεοεισερχόμενους μετανάστες.
Ο συστηματικός ανταγωνισμός μεταξύ του πλεονάζοντος και του δυνητικά πλεονάζοντος προλεταριάτου καθορίζει το γενικό πολιτικό κλίμα σε ολόκληρο τον κόσμο: στις ΗΠΑ η λευκή περιθωριοποιημένη εργατική τάξη και οι εργοστασιακοί εργάτες στο πλευρό του Ντόναλντ Τραμπ ενάντια στους Μεξικάνους, οι εργάτες της βόρειας Γαλλίας με τη Μαρίν Λεπέν ενάντια στους προλετάριους των μπανλιέ, οι μετασοβιετικοί ανθρακωρύχοι από τη Σιβηρία ενάντια στους καυκάσιους μετανάστες στη Ρωσία, η αυστριακή εργατική τάξη υπέρμαχη του λαϊκοδεξιού κόμματος FPÖ – παντού αυτοί που έχουν ακόμα μια δουλειά φοβούνται ότι θα τους την κλέψουν εκείνοι που δεν έχουν τίποτα πέρα από τη γυμνή τους ζωή. Όπου η ξέφρενη πρόοδος της παραγωγικότητας παράγει συνεχώς πλεονάζον προλεταριάτο, όπου οι εργάτες αναπτύσσουν τον ανταγωνισμό εντός της τάξης τους αντί για να βάλουν ως στόχο τον κοινό εχθρό και, κυρίως, ελπίζουν να βρίσκουν συνεχώς έναν αγοραστή για την εργασιακή τους δύναμη, οι κοινωνικοί επαναστάτες θα παραμένουν σε αμηχανία.
Υπό το φως αυτών των διαχωρισμών, τι θα μπορούσε να σημαίνει το να «τονίζει και να προβάλλει [κανείς] τα συμφέροντα που είναι κοινά σε ολόκληρο το προλεταριάτο και ανεξάρτητα από την εθνικότητα»; Η κομμουνιστική κριτική ποτέ δεν εξαντλούνταν απλώς σε διακηρύξεις περί του τι πρέπει να γίνει. Αντίθετα, προσπαθεί προσφεύγοντας στους «άμεσους σκοπούς και συμφέροντα της εργατικής τάξης» να προσεγγίσει «τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του» και τις ήδη υπάρχουσες δυνατότητες για μια απελευθερωμένη κοινωνία.[14]
Οι ελπίδες ότι οι μετανάστες θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος στους μελλοντικούς ταξικούς αγώνες είναι, ωστόσο, τόσο αβάσιμες όσο μάταιη είναι και η αναζήτηση για κάποιο αδιαμεσολάβητο κοινό ταξικό συμφέρον. Εκείνοι που προσκολλώνται στο γερμανικό τους διαβατήριο και κάνουν δύσκολη τη ζωή των άλλων δεν θα πειστούν με τα λόγια να ταυτιστούν με τα ταξικά τους συμφέροντα. Μπορούμε απλώς να τους ενημερώσουμε ότι η επιθυμία τους για φύλαξη των συνόρων –ακόμα και με τη χρήση πυροβόλων όπλων– ώστε να κρατιέται μακριά τους η δυστυχία ενός κόσμου που καταρρέει, δεν πρόκειται να εκπληρώνεται για πολύ ακόμα. Αφηρημένη παραμένει επίσης προς το παρόν η υλιστική ιδέα ότι ο φόβος για το ενδεχόμενο να γίνουμε πλεονάζοντες είναι απλώς η άλλη πλευρά της υπόσχεσης ενός κόσμου χωρίς μόχθο, ότι η έλλειψη θέσεων εργασίας υποδεικνύει δυνατότητες που κάποτε ήταν ουτοπικές. Δεν αποκλείουμε, ωστόσο, ότι η συνεχής εισροή μεταναστών από τις κατεστραμμένες ζώνες της παγκόσμιας αγοράς θα συμβάλλει στο να ξυπνήσει στη γενική συνείδηση η αναγκαιότητα μιας πρακτικής ανατροπής, εκπληρώνοντας έτσι την παραπάνω υπόσχεση.
Σεπτέμβριος 2016
[1] Helmut Dieterich, Analyse & Kritik, 12/15.
[2] Όπως γράφαμε το 2012: «Στη Συρία υποβόσκει η ίδια κοινωνική κρίση όπως και στη Βόρεια Αφρική. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός είναι κάτω των 15 ετών˙ κάθε χρόνο υπάρχουν 250.000 έως 300.000 νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, στον παραδοσιακά σημαντικό δημόσιο τομέα επικρατεί εδώ και κάποια χρόνια πάγωμα των προσλήψεων. Ήδη πριν μερικά χρόνια, ένα γερμανικό think-tank αναγνώριζε ότι ‘δυνητικά το πιο επικίνδυνο πολιτικό’ πρόβλημα της χώρας ήταν η ‘αύξηση των φτωχών ζωνών γύρω από τις μεγάλες πόλεις της Συρίας (…). Εκεί καταφθάνουν καθημερινά συριακές οικογένειες που δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν στην ύπαιθρο’» (German Trade and Invest). Βλέπε Freundinnen und Freunde der klassenlosen Gesellschaft, Υστερόγραφο στο κείμενο «Arabischer Frühling im Herbst des Kapitals» (στην ηλεκτρονική διεύθυνση kosmoprolet. org).
[3] Μια παρόμοια ρομαντικοποίηση της μετανάστευσης κυριάρχησε στις αντιδράσεις των αριστερών σε σχέση με τις επιθέσεις που έγιναν την παραμονή της περσινής πρωτοχρονιάς στην Κολονία. Από δικαιολογημένο φόβο απέναντι στην επαπειλούμενη ρατσιστική καταδίκη όλων των μεταναστών, επαναλάμβαναν την ελάχιστα χρήσιμη κοινοτοπία ότι και οι Γερμανοί είναι σεξιστές και ότι όλοι οι σεξιστές, ανεξαρτήτου εθνικότητας, είναι μαλάκες. Με αυτό τον τρόπο αποφύγανε να θίξουν τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των έμφυλων σχέσεων στη δυτική Ευρώπη και των έμφυλων σχέσεων στις βορειοαφρικανικές-αραβικές κοινωνίες καθώς και το γεγονός ότι οι επιθέσεις στην Κολονία ήταν στην πραγματικότητα κάτι το ασυνήθιστο – παρά τις συνεχείς αναφορές σε επιθέσεις που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του Oktoberfest στο Μόναχο.
[4] Junge Welt, 6/4/16.
[5] Junge Welt, 22/9/15.
[6] Τα νέα στατιστικά στοιχεία το δείχνουν αυτό ξεκάθαρα. Από τον Απρίλιο του 2015, 30.000 αιτούντες άσυλο έχουν βρει δουλειά στη Γερμανία, κυρίως χαμηλόμισθες δουλειές και μερικής απασχόλησης. Αντίθετα, 130.000 λαμβάνουν επιδόματα, που αντιστοιχούν περίπου στο Hartz IV. Αν προσθέσουμε και το περίπου μισό εκατομμύριο ανθρώπους που τα αιτήματά τους για άσυλο βρίσκονται σε επεξεργασία και οι οποίοι επίσης βασίζονται σε κρατικά επιδόματα, τότε είναι ελάχιστο το ποσοστό που έχει βρει κάποια δουλειά. Βλέπε «Zehntausende finden Arbeit in Deutschland» στο spiegel.de.
[7] Η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung συνοψίζει τα αποτελέσματα μιας έρευνας που συμμετείχαν πάνω από 500 «υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων» της γερμανικής οικονομίας και πολιτικής ως εξής: «Πάνω από τα δύο τρίτα των ανώτερων στελεχών από τον τομέα της οικονομίας βλέπουν ελάχιστες ή και καθόλου πιθανότητες να απορροφηθούν οι μετανάστες στη γερμανική κοινωνία, ενώ τα τρία τέταρτα δεν πιστεύουν ότι θα ενσωματωθούν στη γερμανική αγορά εργασίας. Από την άλλη, η πλειοψηφία (56 τοις εκατό) των κορυφαίων στελεχών από τον τομέα της πολιτικής πιστεύουν ότι υπάρχουν καλές ή και πολύ καλές πιθανότητες για κοινωνική ενσωμάτωση αλλά αμφιβάλουν κι αυτοί για τις δυνατότητες σε σχέση με την αγορά εργασίας». Βλέπε «Eliten befürchten neue Flüchtlingswelle», Frankfurter Allgemeine Zeitung, 19/7/2016.
[8] Πριν το μεγάλο καλοκαίρι της μετανάστευσης, από το 2006 έως το 2015, περισσότεροι από 1,8 εκατομμύρια μετανάστες διέσχισαν τα σύνορα της Ελλάδας, με τους περισσότερους να παραμένουν εκεί. Μόνο μετά την όξυνση της οικονομικής κρίσης μετατράπηκε η Ελλάδα από χώρα προορισμού σε χώρα διέλευσης μεταναστών. Βλέπε Vogelfrei. Τρία κείμενα για τη μετανάστευση, τις απελάσεις, το κεφάλαιο και το κράτος του, του πολιτικού εγχειρήματος Αντίθεση (το βιβλίο είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση www.antithesi.gr).
[9] (σ.τ.μ.) Η συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι μετανάστες που περνάνε παράνομα από την Τουρκία στην Ευρώπη θα επιστρέφονται στην Τουρκία. Με τη σειρά της η ΕΕ θα πρέπει να δέχεται έναν ισοδύναμο αριθμό μεταναστών από την Τουρκία. Σκοπός αυτού του μέτρου είναι να αποθαρρυνθούν οι άνθρωποι και να μη εισέλθουν στην Ελλάδα.
[10] Herfried Münkler, «Wie ahnungslos kluge Leute doch sein können», Die Zeit, 20 Φεβρουαρίου 2016.
[11] Η ελληνική μετάφραση του κειμένου των Wildcat «Μετανάστευση, πρόσφυγες και εργασία» υπάρχει στο βιβλίο Vogelfrei. Τρία κείμενα για τη μετανάστευση, τις απελάσεις, το κεφάλαιο και το κράτους του, του πολιτικού εγχειρήματος Αντίθεση.
[12] Karl Marx, Die moralisierende Kritik und die kritisierende Moral, Deutsche-Brüsseler Zeitung, 87, 31 Οκτωβρίου 1847.
[13] Γκέοργκ Χέγκελ, Η επιστήμη της λογικής από την εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, εκδόσεις Δωδώνη, 1991, § 64.
[14] Όλα τα αποσπάσματα αυτής της παραγράφου προέρχονται από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς.
Μερικά σχόλια για το κείμενο των Φίλων της αταξικής κοινωνίας
Μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε το κείμενο των συντρόφων και των συντροφισσών από τη βερολινέζικη πολιτική ομάδα Φίλες και φίλοι της αταξικής κοινωνίας ως μια αξιόλογη συμβολή στη συζήτηση γύρω από το ζήτημα της λεγόμενης προσφυγικής κρίσης από μια κομμουνιστική σκοπιά. Κεντρική θέση του κειμένου των Φίλων είναι ότι τόσο στις χώρες της Ευρώπης όσο και στις χώρες προέλευσης των μεταναστών υπάρχει ένα «συντριπτικό πλεόνασμα εργασιακής δύναμης» στο οποίο οφείλεται τόσο η μαζική μεταναστευτική κίνηση όσο και η πολιτική περιορισμού της μετανάστευσης από την πλευρά των ευρωπαϊκών κρατών, αφού «το ενδιαφέρον τους για φτηνή εργασιακή δύναμη φαίνεται περιορισμένο». Στην ίδια αιτία αποδίδεται, επίσης, και η εχθρική στάση των γερμανών μισθωτών εργατών απέναντι στους μετανάστες, τους οποίους βλέπουν ως «ανεπιθύμητους ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας και κατοικίας». Με άλλα λόγια, η άνοδος του εθνικισμού και της ξενοφοβίας αποδίδεται στον «συστηματικό ανταγωνισμό ανάμεσα στο πλεονάζον και το δυνητικά πλεονάζον προλεταριάτο».
Το εν λόγω ερμηνευτικό σχήμα μπορεί μεν να προσδίδει συνοχή στην επιχειρηματολογία των συντρόφων είναι δε, κατά τη γνώμη μας, μονόπλευρο και αφηρημένο. Πρώτα-πρώτα, η ύπαρξη πλεονάζοντος πληθυσμού είναι απαραίτητος όρος για την αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Ο σχετικός υπερπληθυσμός κάθε άλλο παρά άχρηστος είναι για τους καπιταλιστές αφού συμβάλλει τόσο στον περιορισμό των μισθών όσο και στην πειθάρχηση όσων εργάζονται. Όπως ο γράφει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου: «στις περιόδους της στασιμότητας και της μέσης ευημερίας ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός πιέζει τον εν ενεργεία εργατικό στρατό, ενώ στην περίοδο της υπερπαραγωγής και του παροξυσμού βάζει χαλινάρι στις διεκδικήσεις του. Επομένως, ο σχετικός υπερπληθυσμός είναι το πλαίσιο που πάνω του κινείται ο νόμος ζήτησης και προσφοράς της εργασίας. Στριμώχνει το πεδίο δράσης αυτού του νόμου μέσα στα όρια που ανταποκρίνονται απόλυτα στην εκμεταλλευτική απληστία και αρχομανία του κεφαλαίου» (σ. 662, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Οι μετανάστες προλετάριοι θα ήταν περιττοί για το κεφάλαιο μόνο αν επικρατούσαν σε όλη τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη συνθήκες όπως αυτές της Ελλάδας όπου η ανεργία αγγίζει το 25%. Αντιθέτως, στη Γερμανία το ποσοστό ανεργίας αυτή την περίοδο είναι μόλις 4.2%, το χαμηλότερο ποσοστό από το 1981. Από αυτή την άποψη, εξηγείται γιατί όχι μόνο η Μέρκελ αλλά και μια σειρά από καπιταλιστές είχαν αρχικά εκφραστεί υπέρ του ερχομού των μεταναστών από τη Συρία στη Γερμανία.
Φυσικά, επειδή βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα και όχι στον 19ο αιώνα όταν έγραφε ο Μαρξ, το κεφάλαιο δεν μπορεί να φορτώσει πλήρως τα έξοδα συντήρησης των εξαθλιωμένων πλεονάζοντων προλετάριων στις πλάτες της εργατικής και της μικρής μεσαίας τάξης (σ. 667). Επομένως, όταν αφενός ο αριθμός των εισερχόμενων μεταναστών άρχισε να μεγαλώνει υπερβολικά και να δημιουργεί σημαντικό κόστος όσον αφορά τις δαπάνες στέγασης, σίτισης κ.λπ. αλλά και λόγω της πιθανής αναταραχής από τις δεξιές αντιμεταναστευτικές πολιτικές δυνάμεις, και όταν, αφετέρου τέθηκε υπό αμφισβήτηση η Συνθήκη Σένγκεν –λόγω των διαφορετικών πολιτικών ελέγχου της μετανάστευσης και των συνόρων που αντιστοιχούν στις διαφορετικές οικονομικές και πολιτικές συνθήκες από ευρωπαϊκή χώρα σε ευρωπαϊκή χώρα– πράγμα που θα είχε εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για το γερμανικό κεφάλαιο, όπως σωστά σημειώνουν οι Φίλοι, το γερμανικό κράτος άλλαξε τροπάρι.
Όσον αφορά την εχθρική στάση μερίδας της γερμανικής εργατικής τάξης απέναντι στους μετανάστες, υπάρχουν κατά τη γνώμη μας δύο ζητήματα ερμηνείας. Πρώτον, το εν λόγω σχήμα περί «συστηματικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο πλεονάζον και το δυνητικά πλεονάζον προλεταριάτο» δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί υπάρχει επίσης ένα σημαντικό κομμάτι του γερμανικού, και ευρύτερα του ευρωπαϊκού, προλεταριάτου, το οποίο προσέφερε βοήθεια στους μετανάστες έστω και με ανθρωπιστικούς όρους. Αυτό κατά τη γνώμη μας θέτει επί τάπητος το ζήτημα της ιδεολογίας, της πολιτικής και, γενικότερα, της δημόσιας σφαίρας ως απαραίτητων μορφών μεσολάβησης ανάμεσα στην αντικειμενική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τη συγκρότηση της προλεταριακής υποκειμενικότητας, το οποίο δεν θίγεται από το αντικειμενικό, σε γενικές γραμμές, ερμηνευτικό σχήμα των Φίλων. Δεύτερον, θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να διερευνηθεί περισσότερο το πώς σχετίζεται η περιστολή των παροχών του κοινωνικού καπιταλιστικού κράτους στους προλετάριους που έχουν την ιδιότητα του πολίτη με την εχθρότητα απέναντι στους μετανάστες χωρίς χαρτιά ή ακόμα και τους μετανάστες από φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, οι οποίοι παρουσιάζονται ότι παρασιτούν πάνω στα επιδόματα και τις παροχές του κοινωνικού κράτους. Στην Ελλάδα η ξενοφοβία έχει ενισχυθεί και λόγω των μνησίκακων αισθημάτων των πιο πατημένων εργατών («ποιος βοήθησε εμένα, για να τους βοηθήσω;»). Άλλωστε, το ίδιο ιδεολογικό οπλοστάσιο είχε χρησιμοποιηθεί ενάντια στους φτωχότερους αποδέκτες των επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης προκειμένου να νομιμοποιηθεί η αναδιάρθρωση και η περιστολή των λεγόμενων κοινωνικών δαπανών του κράτους.
Ένα ακόμη ζήτημα που οφείλουμε να θίξουμε είναι η κριτική των Φίλων στην θέση περί της αυτονομίας της κίνησης των μεταναστών, μια θέση που κι εμείς συμμεριζόμαστε. Οπωσδήποτε, συμφωνούμε με τους συντρόφους στη διαπίστωση ότι ένα μεγάλο κομμάτι των μεταναστών και των μεταναστριών ήρθε στην Ευρώπη για να διαφύγει από τον πόλεμο στη Συρία και το Ιράκ. Ωστόσο, το κομμάτι αυτό δεν έμεινε ήσυχο στα στρατόπεδα προσφύγων που έχουν δημιουργηθεί στην Τουρκία. Οι άνθρωποι αυτοί πήραν την απόφαση να θέσουν και πάλι σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή και να συγκρουστούν με τις αστυνομικές και τις συνοριακές δυνάμεις των ευρωπαϊκών κρατών για να αναζητήσουν κάτι καλύτερο από την άθλια επιβίωση στα στρατόπεδα της Τουρκίας. Επιπλέον, αν το εξετάσουμε από μια πιο θεωρητική σκοπιά, το ίδιο το καθεστώς των συνόρων αποτελεί ακριβώς το εμπόδιο που τίθεται στην ανεξέλεγκτη κίνηση των προλετάριων, τη μέθοδο για τον εγκλωβισμό τους μέσα σε ένα γεωγραφικά προσδιορισμένο καθεστώς υποταγής τους στο κεφάλαιο. Η παγκόσμια κινητικότητα του κεφαλαίου απαιτεί τη ρύθμιση και τον περιορισμό της ελευθερίας κίνησης των προλετάριων. Στόχος είναι να επιτρέπεται μόνο η πειθαρχημένη κινητικότητα του εμπορεύματος εργατική δύναμη ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτή η καθυπόταξη της ελευθερίας κίνησης των προλετάριων δεν είναι κάτι που μπορεί να εξασφαλιστεί απλώς από τον «βωβό εξαναγκασμό των οικονομικών σχέσεων». Παραμένει αναγκαία η άμεση χρήση βίας. Και η βία καταστέλλει την κίνηση των προλετάριων που αυτονομείται.
Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα της ανάπτυξης των αγώνων γύρω από τα κοινά ταξικά συμφέροντα ντόπιων και μεταναστών συμφωνούμε με τις Φίλες της αταξικής κοινωνίας ότι δεν μπορούμε να αναζητούμε κάποιο αδιαμεσολάβητο ταξικό συμφέρον. Για αυτόν όμως ακριβώς τον λόγο δεν μπορούμε να περιμένουμε να «ξυπνήσει στη γενική συνείδηση η αναγκαιότητα μιας πρακτικής ανατροπής» λόγω της «συνεχούς εισροής μεταναστών από τις κατεστραμμένες ζώνες της παγκόσμιας αγοράς» που θα προκύψει αντικειμενικά. Αντίθετα, όπως έγραφε ο Μαρξ, πρέπει «οι εργάτες να ανακαλύψουν το μυστικό του πώς συμβαίνει ώστε, όσο περισσότερο εργάζονται, όσο περισσότερο ξένο πλούτο παράγουν, και όσο περισσότερο αυξάνει η παραγωγική δύναμη της εργασίας τους, τόσο πιο επισφαλής να γίνεται γι’ αυτούς ακόμα και η λειτουργία τους σαν μέσο αξιοποίησης του κεφαλαίου», πρέπει να «ανακαλύψουν πώς ο βαθμός εντατικότητας του ανταγωνισμού μεταξύ τους εξαρτιέται ολότελα από την πίεση του σχετικού υπερπληθυσμού». Συνακόλουθα, πρέπει να επιχειρήσουν μέσα από την οργάνωσή τους «μια σχεδιασμένη συνεργασία εργαζόμενων και ανέργων για να σπάσουν ή να εξασθενίσουν τις καταστρεπτικές για την τάξη τους συνέπειες αυτού του φυσικού νόμου της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής» (σ. 663, δική μας η έμφαση). Από αυτή τη σκοπιά, η ανάπτυξη της κοινής οργάνωσης των αγώνων για την ικανοποίηση των αναγκών, δηλαδή της μορφής μεσολάβησης και επικοινωνίας ανάμεσα στα διαχωρισμένα κομμάτια της τάξης, είναι ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας, ακόμα και εάν οι συνθήκες για αυτό είναι αντίξοες.
Αντίθεση, 30/12/2016