για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του χρήματος και του κράτους ─ για τον κομμουνισμό

Φίλες και φίλοι της αταξικής κοινωνίας – Για την αντιπαράθεση γύρω από την παγκόσμια κομμούνα

Share with:


Φίλες και Φίλοι της Αταξικής Κοινωνίας

Για την αντιπαράθεση γύρω από την παγκόσμια κομμούνα

Μια απάντηση στις κριτικές που μας έχουν γίνει

1.

Τα τελευταία χρόνια, ποικίλα ρεύματα της εναπομένουσας αριστεράς αποπειρώνται να συλλάβουν εκ νέου και πέρα από κλισέ ή κοινοτοπίες το νόημα που έχει η υπέρβαση της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων. Ύστερα από αμέτρητες εξεγέρσεις ανά την υφήλιο, οι οποίες όμως σβήνουν καταρρέοντας με την ίδια ταχύτητα που ξεσπούν, δίχως να καταφέρνουν να δείξουν μια κατεύθυνση εξόδου από τη σημερινή αθλιότητα, η επίκληση σε μια επερχόμενη εξέγερση, η οποία συνοδεύεται από εκκωφαντική σιωπή γύρω από το τι μέλλει γενέσθαι μετά την εξέγερση, φαίνεται να έχει χάσει τη μαγεία της. Ο φραγμός, που μέχρι τώρα καμία εξέγερση δεν φαίνεται να έχει καταφέρει να διαρρήξει, συνίσταται στην πραγματικότητα της παγκόσμιας παραγωγής, η οποία αναπτύσσεται αυτοφυώς και διακλαδώνεται με τον πιο ακραίο τρόπο· κάθε απόπειρα απελευθέρωσης που μένει περιορισμένη σε τοπική κλίμακα προσκρούει πάνω σε αυτή την πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα αποτελεί, είτε αυτό διατυπώνεται ρητώς είτε όχι, την κοινή αφετηρία για τις απόπειρες που προαναφέραμε, οι οποίες, συνεπώς, περιστρέφονται γύρω από αυτό που οι υπέρμαχοι της επερχόμενης εξέγερσης και οι σύγχρονοι θεωρητικοί των ταραχών απορρίπτουν ως ξεπερασμένη παραδοσιοκρατία: την οικειοποίηση της κοινωνικής παραγωγής.

Καθώς βρίσκουμε τις απόπειρες αυτές για τον έναν ή τον άλλο λόγο μη ικανοποιητικές —από τον κεντρικό σχεδιασμό νέας κοπής με την υποστήριξη των ψηφιακών τεχνολογιών μέχρι τη μικρής κλίμακας οικειοποίηση συγκεκριμένων, εποπτεύσιμων δομών όπως διακηρύσσουν οι υπέρμαχοι των «κοινών», και από τις ψευδείς υποσχέσεις ενός «πλήρως αυτοματοποιημένου πολυτελούς κομμουνισμού» μέχρι τα προσχέδια ενός σοσιαλισμού της αγοράς— προχωρήσαμε στη δημοσίευση ενός δικού μας σκαριφήματος με τίτλο Περιγράμματα της Παγκόσμιας Κομμούνας (Kosmoprolet #5)[1]. Η απόπειρά μας εμφορείται από την πεποίθηση ότι η ριζοσπαστική κριτική δεν πρέπει να περιορίζεται στην περιγραφή της υφιστάμενης αθλιότητας, τη σύλληψη των αγώνων εναντίον της και τη θεωρητική τους υποδαύλιση, αλλά πρέπει επίσης να θέτει ως στόχο την ανάπτυξη μιας έστω αδρής αντίληψης του τι σημαίνει να αφήσουμε πίσω μας όλη αυτή την αθλιότητα, του τι σημαίνει ένας κόσμος που είναι καλύτερα οργανωμένος. Τα Περιγράμματα δεν υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια και ζωή χαρισάμενη σε έναν κόσμο όπου η εργασία θα «καταργηθεί» διαμιάς. Απεναντίας, προτάσσουν μια παγκόσμια κοινωνία που συγκροτείται ως συμβουλιακή δημοκρατία, στην οποία οι δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για τον συλλογικό βίο θα έχουν απωλέσει τον μονομερή και καταπιεστικό χαρακτήρα τους και θα λειτουργούν με όρους εθελοντικής συμμετοχής του κάθε ατόμου. Στη σημερινή παράλογη κατάσταση πραγμάτων όπου φυσικοί πόροι και εργασιακή δύναμη κατασπαταλούνται για σκοπούς που δεν θα είχαν καμία θέση σε έναν κόσμο έστω υποτυπωδώς έλλογα οργανωμένο, στα σημερινά επίπεδα της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθώς και στον εφεδρικό στρατό από δισεκατομμύρια ανθρώπους που ως πλεονάζον προλεταριάτο διάγουν έναν εξόχως επισφαλή βίο, διαβλέπουμε τη δυνατότητα για μια ικανοποίηση των αναγκών με κοινωνικούς όρους, μια ικανοποίηση που, επιτέλους, δεν θα έχει ως προϋπόθεση τον ατελεύτητο μόχθο· στα νέα μέσα επικοινωνίας που έχουν διεισδύσει μέχρι τα βάθη των παραγκουπόλεων διαβλέπουμε μια επαρκή και ιστορικά πρωτόγνωρη βάση για δημοκρατικό σχεδιασμό που θα βασίζεται σε ένα δίκτυο συμβουλίων.

Παράλληλα με τα επιδοκιμαστικά σχόλια, τα Περιγράμματα δέχτηκαν από διάφορες μεριές οξεία κριτική. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα της αριστεράς: «Αυτό που αναγιγνώσκουμε στις “Φίλες και Φίλους” είναι η λαχτάρα για τη διάλυση όλων των αντιφάσεων, η επιθυμία, με μια πολιτική πράξη όπως η επανάσταση να δοθεί στην κοινωνία μια οικονομική βάση που θα είναι λιγότερο παράλογη από τον καπιταλισμό, ξεπερνώντας έτσι, μαζί με την εκμετάλλευση, κάθε μορφή κυριαρχίας, κάθε ισχύ, κάθε μορφή εξουσίας. Έχουμε να κάνουμε με ένα παραφόρτωμα της έννοιας της επανάστασης και με έναν ευσεβή πόθο». Αφήνουμε κατά μέρος ότι η επανάσταση για την οποία μιλούμε δεν είναι απλώς «μια πολιτική πράξη»· αφήνουμε κατά μέρος, επιπλέον, ότι στα Περιγράμματα τασσόμαστε ακριβώς ενάντια στην ιδέα ότι η κομμούνα αποτελεί «το τέλος όλων των προβλημάτων της ανθρωπότητας». Προφανώς, ήταν λάθος μας να πιστεύουμε πως για τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες ο στόχος της υπέρβασης κάθε μορφής κυριαρχίας αποτελεί κάτι το αυτονόητο. Πιο μεστές περιεχομένου σε σχέση με την παραπάνω ασυναρτησία μάς φάνηκαν κριτικές που προέκυψαν από άλλες μεριές. Αφορούν πρωτίστως το γεγονός ότι δεν συμφωνούμε με την ιδέα πως μετά την επανάσταση θα προκύψει αναγκαστικά μια μεταβατική κοινωνία, η οποία θα συνεχίζει να βασίζεται στις αρχές του παλιού κόσμου και, καθώς αναπτύσσεται, θα δίνει σταδιακά τη θέση της στον κομμουνισμό· ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την κριτική παίζει το ερώτημα που αφορά τον ρόλο που θα είχε σε μια τέτοια μεταβατική κοινωνία ο υπολογισμός του χρόνου εργασίας. Επειδή τα Περιγράμματα απορρίπτουν τις κληροδοτημένες αντιλήψεις περί αυτού, εκλαμβάνονται, σύμφωνα με την κριτική αυτή, ως ένα χαοτικό σχεδίασμα που απορρίπτει την «ορθολογικότητα της οικονομίας», μετατρέπει την ελεύθερη κοινωνία σε μια «μη υπολογίσιμη περιπέτεια» και καταλήγει σε «αλλοπρόσαλλα κατασκευάσματα»· τα Περιγράμματα, συνεχίζει η κριτική,  επικαλούνται την «αμεσότητα» και άρα είναι «αντινεωτερικής κοπής», καθώς ως σύλληψη δεν ανταποκρίνονται «στις απαιτήσεις της νεωτερικής, εξόχως περίπλοκης κοινωνικής παραγωγής». Όλες οι αντιρρήσεις που παραθέτουμε εδώ διατυπώθηκαν από αντιεξουσιαστές συντρόφους που δεν έχουν καμία σχέση με τον κρατικό σοσιαλισμό. Συνεπώς, θεωρούμε ότι αξίζει να τις υποβάλουμε στη βάσανο της εξέτασης.

2.

Ο Ρόμπερτ Σλόσερ [Robert Schlosser] δεν αναγνωρίζει στα Περιγράμματα κάτι άλλο από έναν υπερβολικό ευσεβή πόθο που υποτιμά απελπιστικά τον μόχθο και τη διάρκεια της μετάβασης σε μια ελεύθερη κοινωνία. Δεν αμφισβητεί την αναφορά που κάνουμε, μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από το 1875 μέχρι τις μέρες μας, θεωρεί όμως, και σε συμφωνία με τον Μαρξ, πως συνεχίζει να υπάρχει η ανάγκη για ένα πρώτο, χαμηλότερο στάδιο του κομμουνισμού, το οποίο θα είναι «από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, γεμάτο από τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, από τους κόλπους της οποίας βγήκε» (Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, σ. 21. Έμφαση του Σλόσερ). Αυτά τα σημάδια, κατά τον Σλόσερ, «με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας όχι μόνο δεν ελαττώνονται αλλά αυξάνονται»· συνεπώς, «υπάρχουν στο σήμερα ακόμα περισσότεροι λόγοι για την ύπαρξη μιας μεταβατικής κοινωνίας σε σχέση με το 1875!».

Σε αυτή την οπτική δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι κοινωνικές συνθήκες που εξαλείφθηκαν από την ανάπτυξη του καπιταλισμού ήταν ακόμα λιγότερο κατάλληλες για να αποτελέσουν το σημείο αφετηρίας για μια ελεύθερη κοινωνία, οι δε επαναστάτες και επαναστάτριες του 19ου αιώνα, στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη, είχαν να πολεμήσουν ενάντια τόσο στην αστική τάξη όσο και στις διάφορες μορφές του Παλαιού Καθεστώτος (Ancien Régime). Με άλλα λόγια, είχαν μπροστά τους τη μετάβαση προς τον νεωτερικό αστικό τρόπο παραγωγής. Όταν σήμερα διάφοροι μεταμαρξιστές, μεταμοντέρνοι και μετααποικιακοί θεωρητικοί επιτίθενται στον Μαρξ χαρακτηρίζοντάς τον υπέρμαχο του ιστορικού ντετερμινισμού, αφελή οπτιμιστή που πιστεύει στην πρόοδο ή ακόμα και οπαδό της αποικιοκρατίας, αυτό συμβαίνει γιατί ο Μαρξ διέβλεπε πως στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, σε σύγκριση με προγενέστερους τρόπους παραγωγής, ενυπάρχει ένα εντελώς διαφορετικό δυναμικό όσον αφορά το ξεπέρασμά του. Όποιος θεωρεί πως «υπάρχουν στο σήμερα ακόμα περισσότεροι λόγοι για την ύπαρξη μιας μεταβατικής κοινωνίας σε σχέση με το 1875», υποθέτει πως ένας εν πολλοίς αγροτικός κόσμος που εξουσιάζεται από πρίγκηπες και παπάδες και χαρακτηριζόταν από υλική και πνευματική ένδεια αποτελεί ευνοϊκότερη συνθήκη για την άμεση μετάβαση στον κομμουνισμό. Δύσκολο να φανταστούμε πως κριτικοί όπως ο Σλόσερ, οι οποίοι έχουν εντρυφήσει στον Μαρξ, θα μπορούσαν να πιστεύουν στα σοβαρά κάτι τέτοιο.

Για να φωτίσει το υποτιθέμενο ζήτημα και να αναδείξει ότι μια ανατροπή στο σήμερα θα είχε να αντιπαλέψει με περισσότερα και σημαντικότερα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, ο Σλόσερ φέρνει στη συζήτηση, ανάμεσα σε άλλα, την ηθική κατάπτωση της εργατικής τάξης: «Με την ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας δεν αναπτύσσονται μόνο οι παραγωγικές δυνάμεις, άλλα ταυτόχρονα και μια σωρεία κακών, όπως, για παράδειγμα, η εγκληματικότητα εν γένει, η βίαιη παραβατικότητα, οι συμμορίες, η πορνεία κ.ο.κ. Οι φυλακές είναι γεμάτες, οι εξαρτημένοι από ουσίες αυξάνονται και πληθύνονται… Η πιο αναπτυγμένη χώρα του καπιταλισμού, οι ΗΠΑ, αποτελεί τρανταχτό τεκμήριο για τις παραπάνω εξελίξεις». Μας παραξενεύει έντονα το γεγονός ότι μια τέτοια άποψη, σύμφωνα με την οποία οι γεμάτες φυλακές αποτελούν ένδειξη της ηθικής κατάπτωσης των κατώτερων τάξεων και όχι εκδήλωση ενός αμείλιχτου και ρατσιστικού ποινικού συστήματος που έχει στόχο να κρατά υπό έλεγχο προπάντων αυτούς που πλέον είναι περιττοί για το κεφάλαιο, ακούγεται από το στόμα ενός αντιεξουσιαστή κομμουνιστή. Επιπλέον, δεν θα ήταν η νομιμοποίηση των ουσιών ένα καλό παράδειγμα ενός άμεσου επαναστατικού μέτρου με τεράστια επίδραση, που θα έθετε τέλος στη διάλυση ολόκληρων κοινωνιών από τα καρτέλ των ναρκωτικών, καθώς θα αφαιρούσε από αυτά τη συνθήκη υπό την οποία κάνουν δουλειές; Η πορνεία από την άλλη έχει ως αιτία τον καταναγκασμό εξεύρεσης χρημάτων για τα προς το ζην και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση έκφραση αντικοινωνικής συμπεριφοράς εκ μέρους των σεξεργατριών. Το γεγονός ότι ο Σλόσερ συμπεραίνει πως τέτοια φαινόμενα «είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν χωρίς καταστολή» μας προκαλεί προβληματισμό. Ακόμα κι αν στέκει ο φόβος πως ένα επαναστατικό κίνημα δεν θα έχει να αντιμετωπίσει μόνο τον μηχανισμό άσκησης βίας της αστικής τάξης αλλά και τις ένοπλες συμμορίες, οι οποίες θα ήταν αδύνατο να εξουδετερωθούν αποκλειστικά με ειρηνικά μέσα, αποφασιστικής σημασίας στην έκβαση του αγώνα θα ήταν η άρση των συνθηκών ύπαρξης αυτών των «κακών», μέσα από μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας.

Παρόλο που για να αναδείξει το επιχείρημά του ο Σλόσερ κάνει χρήση των πιο αλλόκοτων παραδειγμάτων, έχει σίγουρα δίκιο όταν λέει πως ο κομμουνισμός συνεπάγεται την ύπαρξη νέων μορφών συναναστροφής ανάμεσα στα άτομα και τη συγκρότηση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στα άτομα και την κοινωνία· επιπλέον, έχει δίκιο όταν λέει ότι η γενίκευση αυτών των νέων σχέσεων είναι αδύνατο να συντελεστεί εν μία νυκτί. Θεωρούμε παρά ταύτα χρήσιμη την εννοιολογική διάκριση ανάμεσα σε μια μεταβατική κοινωνία και τις δυσκολίες που αφορούν τη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Δεν λέμε ότι αυτές οι δυσκολίες δεν θα ανακύψουν· απεναντίας, το τονίζουμε ρητώς. Αυτές οι δυσκολίες θα πρέπει να ξεπεραστούν σταδιακά καθώς εισάγονται οι κομμουνιστικές μορφές συναναστροφής. Συνεπώς, θα υπάρχει ένας χωρόχρονος, στον οποίο αυτές οι νέες μορφές συναναστροφής θα επικρατούν μόνο εν μέρει —εν μέρει τόσο με τη χωρική έννοια όσο και ως προς τα κοινωνικά πεδία στα οποία θα διεισδύουν. Η έννοια της μεταβατικής κοινωνίας παραπέμπει όμως σε κάτι περισσότερο: Όταν θέτει κανείς ως στόχο τη μεταβατική κοινωνία, συνεπάγεται πως θέτει ως στόχο τη συγκρότηση μιας σταθεροποιημένης κοινωνικής μορφής που διαθέτει τις δικές της αρχές και μορφές διαμεσολάβησης, που όμως δεν είναι κομμουνιστικού χαρακτήρα. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος της παγίωσης και ανεξαρτητοποίησης αυτής της κοινωνικής μορφής. Και ακριβώς αναφορικά με την αλλαγή των καθημερινών μορφών συμπεριφοράς και της σχέσης των ατόμων αναμεταξύ τους, θα ήταν εύλογο να τεθεί το ερώτημα πώς μια μεταβατική κοινωνία θα μπορούσε ποτέ να οδηγήσει στον κομμουνισμό, αν ήδη δεν υλοποιεί τις θεμελιώδεις του αρχές ή τουλάχιστον αν δεν κινείται προς την υλοποίησή τους. Είναι γνωστό σε κάθε υλιστή πως η κομμουνιστική «ηθική» δεν προκύπτει από μόνη της, αλλά εξαρτάται για την ανάπτυξή της από την αλλαγή των συνθηκών.

Ό,τι αφορά οικονομικά ζητήματα με τη στενή έννοια, ο Σλόσερ μας προτρέπει να δείχνουμε υπομονή και να σκεφτόμαστε με μέτρο —λες και είχαμε κάπου θέσει ως στόχο τη συγκρότηση μια αψεγάδιαστης παγκόσμιας κομμούνας εντός εικοσιτετραώρου. Πουθενά δεν είπαμε ότι η ανάπλαση των πόλεων, ο μετασχηματισμός της αγροτικής παραγωγής, της κυκλοφορίας και της παροχής ενέργειας, καθώς επίσης και το ξεπέρασμα του δοσμένου υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας δεν χρειάζονται χρόνο για να συντελεστούν· απεναντίας, υπογραμμίσαμε ρητώς το ακριβώς αντίθετο. Αν θα χρειαστούν «μερικές γενιές», όπως υποστηρίζει ο Σλόσερ χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση, μένει να φανεί· οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί του αντιθέτου θα ήταν μια εξίσου μάταιη εικοτολογία. Το ζήτημα δεν αφορά τον χωρόχρονο της μετάβασης, αλλά τις κοινωνικές μορφές της. Αναφορικά με τον καταμερισμό εργασίας, ο Σλόσερ εγείρει την αντίρρηση πως «δεν ισχύει, όπως γράφετε, ότι το εκάστοτε εργατικό δυναμικό γνωρίζει τις συγκεκριμένες διαδικασίες παραγωγής της επιχείρησης που εργάζεται […] Για τον μεμονωμένο μισθωτό το όλον δεν είναι επουδενί διαφανές. Κατά κανόνα δεν γνωρίζουν οι εργαζόμενοι τι λαμβάνει χώρα στα άλλα τμήματα, τι απαιτήσεις υπάρχουν εκεί στην εργασιακή διαδικασία κ.λπ.». Όμως, ανταπαντούμε, η επανάσταση είναι ακριβώς η ρήξη με αυτό που συμβαίνει «κατά κανόνα». Γιατί να συγκροτηθούν συμβούλια, αν όχι και ούτως ώστε, μέσω ενός διαλόγου ανάμεσα σε ίσους, να καταστεί εφικτή μια τέτοια γνώση; Γιατί να αναπαράγουμε την τωρινή κατάσταση, δηλαδή τον κατακερματισμό του «συνολικού εργάτη» (Μαρξ), ο οποίος δεν είναι απλώς τεχνικά δεδομένος αλλά εμπρόθετο πολιτικό αποτέλεσμα, και να τον διαιωνίζουμε στο επίπεδο της σκέψης μεταφέροντάς τον σε μια κατάσταση όπου η συνειδητή πράξη οφείλει να επιφέρει την άρση ακριβώς αυτής της αλλοτρίωσης; Από τις αμέτρητες απεργίες και ταραχές που συμβαίνουν σε κλίμακες πολύ κατώτερες από το κατώφλι μιας επανάστασης, έχουμε την εμπειρία, άνθρωποι που είναι ολωσδιόλου ξένοι αναμεταξύ τους να ανοίγουν διάλογο στον δρόμο, να διαρρηγνύουν τους παραδεδομένους ρόλους και να εγκαταλείπουν τις παλιές τους συνήθειες, σαν ένα κέλυφος που σάπισε. Ακόμα και σε κατειλημμένες επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λειτουργούν υπό τον καταναγκασμό της αγοράς, οι εργάτες και οι εργάτριες αναφέρουν πόσο απελευθερωτική είναι η κατάργηση των ιεραρχιών και η δυνατότητα να βλέπουν ιδίοις όμμασι τα μυστικά της επιχείρησης. Ο Σλόσερ από τη μεριά του αναρωτιέται: «Θα θέλει ο μηχανικός ή ο εξειδικευμένος εργάτης να εκτελεί τις αναγκαίες απλές εργασίες;» — για να φτάσει στο συμπέρασμα πως «στη μεταβατική κοινωνία» θα είναι «ανέφικτο» να παίρνουν «όλοι ίσο μισθό». Επιπλέον, θα πρέπει οι αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις να ανταγωνίζονται αναμεταξύ τους στην αγορά. Αν έτσι μοιάζει ο μαρξιστικός ρεαλισμός, πολύ ευχαρίστως να έχουμε τη ρετσινιά του ουτοπιστή.

Ο Σλόσερ, όπως κι εμείς, εναντιώνεται τόσο στον κρατικό σοσιαλισμό όσο και στον σοσιαλισμό της αγοράς· όπως κι εμείς, θέτει κι εκείνος ως μακροπρόθεσμο στόχο μια ελεύθερη ένωση πέραν της μισθωτής εργασίας, του κράτους και της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής. Όταν τονίζει κατ’ επανάληψη ότι το νέο μόνο σταδιακά μπορεί να σχηματιστεί από τις υφιστάμενες συνθήκες, το κάνει από τη σκοπιά της απόρριψης κάθε είδους μπολσεβίκικου–μαοϊκού βολονταρισμού, ο οποίος διατείνεται ότι μπορεί να φέρει στο φως τη νέα κοινωνία με το ζόρι· ο «πολεμικός κομμουνισμός» της Ρωσίας και το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός» της Κίνας αποτελούν παραδείγματα που δείχνουν με τρανταχτό τρόπο τα καταστροφικά αποτελέσματα τέτοιων εγχειρημάτων. Εξού και χρησιμοποιεί ο Σλόσερ συχνά την έννοια της κοινωνικής χειραφέτησης, η οποία, σε αντίθεση με την έννοια της επανάστασης, αφενός καθιστά εξαρχής φανερό το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με διαδικασία, αφετέρου δείχνει πως πρόκειται για μια διαδικασία που θα γίνει πράξη από τους ίδιους τους ανθρώπους και δεν θα επιτελεστεί δι’ αντιπροσώπευσης από κάποια επαναστατική πρωτοπορία που θα διευθύνει τα πράγματα. Όλα αυτά είναι αυτονόητα και ορθά, οδηγούν όμως τον Σλόσερ να διολισθήσει σε σενάρια προοδευτικής αλλαγής, στα οποία —προφανώς για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού η διαδικασία της χειραφέτησης απαιτεί χρόνο— η ανταλλαγή στην αγορά και η μισθωτή εργασία συνεχίζουν να υπάρχουν, χωρίς να είναι εμφανής όμως ο λόγος που πρέπει να συμβαίνει αυτό. Όταν οι παραγωγοί με μια πράξη αυτενέργειας αναλάβουν τις επιχειρήσεις τους, γιατί να πρέπει να διατηρηθεί ο διαχωρισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις, ο οποίος καθιστά αναγκαία την αγορά ως διαμεσολάβηση,  γιατί θα πρέπει να συνεχίσουν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους οι επιχειρήσεις; Τι λογής ανώτερη ιστορική αναγκαιότητα μας αποτρέπει από το να αφήσουμε στην άκρη ένα τέτοιο ενδιάμεσο στάδιο αγοραίου σοσιαλισμού και να διευθύνουμε ως όλον τις μονάδες παραγωγής, οι οποίες σε τεχνικό και υλικό επίπεδο συνδέονται ήδη με σχέσεις αλληλεξάρτησης; Δεν αποτελεί μονόδρομο, ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας την αναμενόμενη αναταραχή που θα προκύψει κατά τη ριζική αλλαγή, να κρατήσουμε τους βασικούς τομείς της παραγωγής σε λειτουργία χωρίς τη διαμεσολάβηση της αγοράς και να διανέμουμε τα αγαθά που παράγονται σύμφωνα με τις ανάγκες;

3.

Μερικοί κριτικοί των Περιγραμμάτων βασίζονται κατά τρόπο ορθόδοξο στο μοντέλο των δυο φάσεων του κομμουνισμού που αναπτύσσει ο Μαρξ στο έργο του Κριτική του Προγράμματος της Γκότα (1875). Σύμφωνα με εκείνο το μοντέλο, ένα βασικό στοιχείο της πρώτης φάσης μετά την επανάσταση είναι η διεξαγωγή της διανομής μέσω κουπονιών εργασίας: κάθε παραγωγός λαμβάνει μια βεβαίωση όπου αναγράφεται ότι έχει εργαστεί έναν συγκεκριμένο αριθμό ωρών κοινωνικής εργασίας και έτσι, μετά από την αφαίρεση ενός τμήματος (που αντιστοιχεί στην επέκταση της παραγωγής, τη φροντίδα των γηραιότερων και όσων είναι ανίκανοι να εργαστούν), έχει το δικαίωμα να καταναλώσει αγαθά και υπηρεσίες που αντιστοιχούν σε ισάριθμες ώρες εργασίας. Η ελεύθερη διανομή ανάλογα με τις ανάγκες επιφυλάσσεται για τη δεύτερη φάση του κομμουνισμού, όπου τα «σημάδια της παλιάς κοινωνίας» σβήνουν και οι πηγές της παραγωγής του πλούτου έχουν μεγεθυνθεί απίστευτα.

Μια λεπτομερής επεξεργασία του παραπάνω σχεδίου δημοσιεύτηκε πενήντα χρόνια αργότερα από κάποιους συμβουλιακούς κομμουνιστές στην Ολλανδία. Στο έργο Βασικές Αρχές της Κομμουνιστικής Παραγωγής και Διανομής (1935), η Ομάδα Διεθνών Κομμουνιστών (GIK) κάνει ιδιαίτερη μνεία στον τρόμο του ρωσικού κρατικού σοσιαλισμού ως επιχείρημα υπέρ του μοντέλου της. Τόσο η σύντομη φάση του πολεμικού κομμουνισμού, στον οποίο μέσω διαταγμάτων από τα πάνω λειτούργησε μια φυσική οικονομία [Naturwirtschaft], όσο και η κατοπινή πρακτική του συγκεντρωτιστικού προσδιορισμού των τιμών βασίζονταν στην κρατική αυθαιρεσία, η οποία αφαιρούσε από τους άμεσους παραγωγούς το δικαίωμα του αποφασίζειν και τους υπέβαλλε σε μια νέα μορφή εκμετάλλευσης από τη γραφειοκρατία. Όμως, σύμφωνα με την GIK, τόσο η αναρχική λογική της «οικειοποίησης για την ικανοποίηση των αναγκών» όσο και η φυσικοοικονομική σύλληψη του Ότο Νόιρατ (Otto Neurath), του υπεύθυνου για την κοινωνικοποίηση στη βραχύβια Συμβουλιακή Δημοκρατία της Βαυαρίας, πάσχουν από την απουσία μιας ορθολογικής και κατανοητής οικονομικής αρχής. Αυτή δε η αρχή δεν μπορούσε παρά να είναι ο χρόνος εργασίας. Σύμφωνα με την GIK, οι επιχειρήσεις που διευθύνονται από τα συμβούλια κρατούν λογιστικά βιβλία για τον χρόνο εργασίας, και έτσι γίνεται εμφανές στον καθένα πόσες ώρες και πόσα λεπτά αντιστοιχούν, για παράδειγμα, σε ένα ζευγάρι παπούτσια. Από την άλλη, έτσι θα προέκυπτε και το δικαίωμα του εκάστοτε ατόμου στα αγαθά προσωπικής κατανάλωσης, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Μαρξ. Για να προσδιοριστεί αυτό, θα ήταν απλώς απαραίτητο να καθοριστεί με έναν γενικά έγκυρο τρόπο πόσο θα πρέπει να αφαιρείται από κάθε ώρα εργασίας για τη φροντίδα των ηλικιωμένων και των ανίκανων για εργασία, για νέα μέσα παραγωγής, καθώς και για τις επιχειρήσεις «Γενικής Κοινωνικής Εργασίας», οι οποίες, σύμφωνα με την GIK, θα λειτουργούν ήδη σε πλήρως κομμουνιστικές βάσεις παρέχοντας στην κοινωνία αγαθά όπως σχολεία, νοσοκομεία και μεταφορές. Στη σύλληψη της GIK, αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούν τρόπον τινά το προγεφύρωμα προς τη δεύτερη, υψηλότερη βαθμίδα του κομμουνισμού εντός της πρώτης, και με το πέρασμα του χρόνου θα επεκτείνεται η επικράτειά τους. Σύμφωνα με την GIK, με αυτή τη μέθοδο προκύπτει μια «ακριβής σχέση ανάμεσα σε παραγωγό και προϊόν» και καθίσταται αδύνατη η εκμετάλλευση από τον θεμελιώδη οικονομικό μηχανισμό του υπολογισμού με βάση τον χρόνο εργασίας.

Στα Περιγράμματα απορρίπτουμε το παραπάνω μοντέλο. Το ερώτημα αν ήταν το κατάλληλο επαναστατικό πρόγραμμα για την εποχή που έγραφε ο Μαρξ ή η ομάδα GIK δεν είναι της ώρας. Η κοινωνία, όπως ήταν τότε, είχε σε κάθε περίπτωση μεγάλες διαφορές από την κοινωνία που έχουμε μπροστά μας σήμερα. Οι παραγωγικές δυνάμεις και τα μέσα επικοινωνίας δεν μοιάζουν σε τίποτα με ό,τι ήταν διαθέσιμο τότε. Ο πελώριος πληθυσμός της αγροτιάς έχει σε σημαντικό βαθμό μεταβληθεί σε πλεονάζον προλεταριάτο, το οποίο τα βγάζει πέρα στον άτυπο τομέα της οικονομίας. Η κατασπατάληση κοινωνικών πόρων για τη διαιώνιση της τωρινής τάξης πραγμάτων συμβαίνει σε τεράστια κλίμακα. Με φόντο τα παραπάνω, ο συμβουλιακός κομμουνιστής και επί χρόνια υποστηρικτής του μοντέλου της GIK Πάουλ Μάτικ (Paul Mattick), ήδη πριν πενήντα χρόνια αποστασιοποιείται από τη λογική της χρήσης του χρόνου εργασίας ως βάσης για τη διανομή, παρότι, προφανώς, συνεχίζει να θεωρεί πως ο σχεδιασμός της παραγωγής θα πρέπει να υπόκειται σε υπολογισμούς. Κατά βάση αυτή είναι και η θέση που υποστηρίζουμε στα Περιγράμματα. Οι Χέρμαν Λούερ [Herman Lueer] και Γιάκομπ Κούκεπαν [Jacob Koekepann] μας ασκούν δριμεία κριτική, η οποία βασίζεται εν μέρει σε πραγματικές διαφορές και εν μέρει σε παρανοήσεις.

Στα Περιγράμματα ισχυριζόμαστε πως μια οικονομία που βασίζεται στα κουπόνια χρόνου εργασίας βρίσκεται σε αντίφαση με θεμελιώδη χαρακτηριστικά που αφορούν την κομμουνιστική κοινωνία, κάτι που παραδέχεται και ο Μαρξ, παρόλο που θεωρεί μια τέτοια οικονομία αναπόφευκτη ως μεταβατική φάση. Ο Λούερ, από την άλλη, προασπίζεται αυτή τη σύλληψη, χωρίς όμως να τάσσεται πραγματικά υπέρ της. Αν τα προϊόντα είναι απλώς «διαθέσιμα εντός της κοινότητας των παραγωγών» ή αν ο υπολογισμός του εργάσιμου χρόνου αποσκοπεί απλώς στην «πληροφόρηση περί των χρόνων εργασίας», τότε έχουμε να κάνουμε με κάτι άλλο από αυτό που θέτουν ο Μαρξ και η ομάδα GIK. Και όταν ο Λούερ χωρίς περαιτέρω δικαιολόγηση διευκρινίζει πως «η διανομή χωρίς οικονομικό μέτρο… δεν [σημαίνει] “ιδιοποίηση σύμφωνα με τις ανάγκες”, αλλά κατανομή από μια ανώτερη Αρχή», τότε υπαναχωρεί σε θέσεις πιο πίσω και από τον Μαρξ και την GIK, για τους οποίους μια τέτοια διανομή σύμφωνα με τις ανάγκες ήταν χαρακτηριστικό της κατοπινής δεύτερης φάσης του κομμουνισμού, η οποία δεν θα είχε τίποτα κοινό με μια αυταρχική κατανομή.

Όμως ο Λούερ προχωρά ακόμα πιο πέρα και χαρακτηρίζει εσφαλμένη την αποτίμησή μας ότι το μοντέλο των Μαρξ και GIK που βασίζεται στον εργάσιμο χρόνο  δεν είναι παρά μια μορφή ανταλλαγής ισοδυνάμων, διότι, όπως υποστηρίζει, αφού δεν υπάρχει πια ατομική ιδιοκτησία και εμπορευματική μορφή, δεν υπάρχει πλέον η βάση για να μπορεί να λάβει χώρα κάποια ανταλλαγή. Ωστόσο, είναι ο ίδιος ο Μαρξ που ισχυρίζεται τα εξής: «Εδώ ολοφάνερα κυριαρχεί η ίδια αρχή που διέπει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών. Το περιεχόμενο και η μορφή αλλάζουν, γιατί μέσα στις αλλαγμένες συνθήκες κανένας δεν μπορεί να δώσει τίποτε άλλο εκτός από την εργασία του και γιατί, από την άλλη μεριά, τίποτα δεν μπορεί να περάσει στην ιδιοκτησία των μεμονωμένων προσώπων εκτός από ατομικά μέσα κατανάλωσης. Όμως, όσον αφορά τη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους μεμονωμένους παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων, ανταλλάσσεται ίδια ποσότητα εργασίας σε μια μορφή με ίδια ποσότητα εργασίας σε άλλη μορφή. Ώστε κι εδώ το δίκαιο της ισότητας εξακολουθεί να είναι —κατ’ αρχήν— το αστικό δίκαιο, μολονότι δεν βρίσκονται πλέον σε αντιπαράθεση η αρχή και η πράξη, ενώ η ανταλλαγή ισοδύναμων στην ανταλλαγή εμπορευμάτων υπάρχει μόνο σαν μέσος όρος, και όχι για την κάθε ξεχωριστή περίπτωση» (Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, σ. 22, τροποποιημένη μετάφραση). Ο Λούερ κάνει διάκριση μεταξύ της «ανταλλαγής ισοδυνάμων» από τη μια μεριά και της «ανταλλαγής ίσων αξιών» ή της «ανταλλαγής ισοδύναμων αξιών» από την άλλη, όμως μια τέτοια εννοιολογική διάκριση δεν βγάζει και πολύ νόημα. Όπως δείχνει και ο Μαρξ, κατά την κατώτερη φάση του κομμουνισμού, ανάμεσα στους μεμονωμένους παραγωγούς και την κοινωνία συνεχίζει να λειτουργεί μια ανταλλακτική σχέση: Παρέχεται εργασία και λαμβάνεται πίσω σε άλλη μορφή, όμως σε ίσο μέγεθος. Πρόκειται ξεκάθαρα για ισοδυναμία.

Ακόμα και αν η οικονομία με βάση τα κουπόνια χρόνου εργασίας υπόσχεται, σε αντιδιαστολή με το μοντέλο του Σλόσερ, ισότητα από την πρώτη μέρα —μία ώρα σκουπίσματος μετράει όσο μία ώρα προγραμματισμού—, μέσω ακριβώς αυτής της ισοδυναμίας διαιωνίζεται ο καταναγκασμός για εργασία, η οποία επομένως δεν θα επιτελείται εθελοντικά, είτε λόγω κλίσης είτε λόγω αναγνώρισης της αναγκαιότητας. Η απόρριψη αυτού του καταναγκασμού στα Περιγράμματα είναι κεντρικό σημείο επίθεσης στις κριτικές των Κούκεπαν και Λούερ. Παρόλο που είναι κάπως τετριμμένο, ο Λούερ έχει φυσικά δίκιο κάνοντας την παρακάτω παρατήρηση: «Η αντίθεση ανάμεσα σε ανάγκη και αναγκαία εργασία δεν προκύπτει από τα κουπόνια εργασίας, αλλά από την ίδια τη φύση». Μια ανθρωπότητα που δεν εργάζεται, δεν έχει και να φάει, πλην ίσως των πενιχρών ειδών διατροφής που προσφέρει από μόνη της η φύση. Όμως, ακόμα και σε μια κοινωνία που σχεδόν το σύνολο της παραγωγής βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον καταμερισμό της εργασίας, δεν υπάρχει καμία αυτονόητη απάντηση ούτε ως προς το πώς θα πρέπει να καταμεριστούν οι διάφορες εργασίες στα άτομα ούτε ως προς το ποιος επιτρέπεται να καταναλώνει τι και πόσο.

Η σύλληψη που αφορά τα κουπόνια χρόνου εργασίας κατά τον Μαρξ και την ομάδα GIK προβλέπει και επιτάσσει την άρση του δικαιώματος κατανάλωσης ως απειλή, ώστε να διασφαλιστεί πως κάθε άτομο θα είναι πρόθυμο να συμβάλλει [στο συνολικό κοινωνικό προϊόν] με το μερίδιο εργασίας που του αναλογεί. Αυτό όμως έχει νόημα μόνο αν υποθέσουμε ότι τα άτομα, ελλείψει εξωτερικού καταναγκασμού, το μόνο πράγμα που σκέφτονται είναι πώς να καταναλώνουν όσο το δυνατόν περισσότερο και να εργάζονται όσο το δυνατόν λιγότερο. Πώς τέτοιας λογής άτομα θα μπορούσαν καν να φέρουν εις πέρας μια επανάσταση είναι ένα πρώτο ερώτημα· ένα δεύτερο είναι το γιατί αυτή η χαρακτηρολογική προδιάθεση να πρέπει να επιζήσει της επανάστασης. Ήδη οι άνθρωποι που συναντούμε υπό τις παρούσες συνθήκες μόνο εν μέρει επιβεβαιώνουν την παραπάνω στάση. Ακόμα και μετά από οχτώ ώρες εξαντλητικής, αλλοτριωτικής και υποτιμητικής μισθωτής εργασίας, πολλοί και πολλές νιώθουν την ανάγκη να κάνουν με τις ικανότητές του κάτι που να έχει νόημα, να συμπράξουν με άλλους, να δείξουν και να δεχτούν αλληλεγγύη. Αναγκαίος μύθος για τη διατήρηση της υφιστάμενης αστικής τάξης πραγμάτων είναι ακριβώς η ιδέα πως η διάλυση του τωρινού κοινωνικού συστήματος δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα της ανοιχτής βίας, της βαρβαρότητας και του χάους. Σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης παρατηρείται συχνά ακριβώς το αντίθετο —με άλλα λόγια, ακριβώς όταν οι συνθήκες είναι οι πλέον αντίξοες, διαδίδεται η αλληλεγγύη που εκλείπει στην καθημερινότητα. Παραδείγματα υπάρχουν πάμπολλα όταν ενσκήπτουν φυσικές καταστροφές ή πόλεμοι. Φαίνεται πως και στα καπιταλιστικά διαμορφωμένα άτομα ενυπάρχει κρυμμένο ένα απόθεμα αλληλεγγύης, το οποίο απελευθερώνεται σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Έτσι, μας μοιάζει εύλογο, ότι ακριβώς σε μια επανάσταση, κατά την οποία οι άνθρωποι οικειοποιούνται την κοινωνία, η αλληλεγγύη θα μπορεί να υψωθεί σε αρχή ικανή να αποτελέσει τη βάση της κοινωνίας. Η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο καταναγκασμός της εργασίας και η σύζευξη κατανάλωσης και ωρών εργασίας είναι απαραίτητα στοιχεία για την αναπαραγωγή της κοινωνίας, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναπαράγει τον αστικό μύθο.

Θεωρούμε, σε συμφωνία με τον νεαρό Μαρξ, πως η εργασία αποτελεί πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου: «Η πρακτική παραγωγή ενός αντικειμενικού κόσμου, η επεξεργασία της ανόργανης φύσης είναι η επιβεβαίωση του ανθρώπου ως ενός συνειδητού ειδολογικού όντος, δηλαδή ενός όντος το οποίο φέρεται προς το είδος ως την ουσία του ή φέρεται προς εαυτόν ως ειδολογικό όν» (Παρισινά Χειρόγραφα, στο Κείμενα από τη δεκαετία του 1840, ΚΨΜ, σ. 255, τροποποιημένη μετάφραση)[2]. Στον καπιταλισμό, η εργασία υπάρχει πρωτίστως σε αντεστραμμένη και αλλοτριωμένη μορφή ως μισθωτή εργασία, η οποία συμπληρώνεται από την εξατομικευμένη σισύφεια εργασία στο νοικοκυριό, που επιβαρύνει πρωτίστως τις γυναίκες: Δεν είναι «αυτόβουλη αλλά αναγκαστική, καταναγκαστική εργασία. Ως εκ τούτου δεν είναι η ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά είναι απλώς ένα μέσο για να ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτόν. Η ξενότητά της διακρίνεται καθαρά στο ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένας σωματικός ή λοιπός καταναγκασμός, η εργασία αποφεύγεται σαν πανούκλα» (ό.π. σ. 252–253). Υποθέτουμε πως η απελευθέρωση της εργασία από αυτή την αντεστραμμένη μορφή θα έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αποκτήσουν μια άλλη σχέση μαζί της: δεν θα την αποφεύγουν όπως τώρα, απεναντίας, θα πραγματώνονται εντός της. Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε λογής εργασία μπορεί να μεταβληθεί σε αυτοσκοπό. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πως δεν θα συνεχίσουν να υπάρχουν δραστηριότητες που θα εκτελούνται καθαρά από αίσθηση κοινωνικού καθήκοντος. Όμως, ο αυστηρός χωρισμός της ζωής σε ένα βασίλειο της αναγκαιότητας και ένα βασίλειο της ελευθερίας, όπου στο πρώτο παράγονται μόνο τα μέσα που απολαμβάνουν οι άνθρωποι στο δεύτερο, πρέπει να τεθεί εν αμφιβόλω. Ο ίδιος ο Μαρξ ως προς αυτό το ζήτημα δεν ακολουθεί σταθερή γραμμή. Σε αντίθεση με την κριτική από το 1844 που παραθέσαμε πιο πάνω, διακηρύσσει αργότερα στο Κεφάλαιο πως «[τ]ο βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα. Βρίσκεται, επομένως, από αυτή τη φύση του πράγματος πέρα από τη σφαίρα της καθεαυτό υλικής παραγωγής» (Το Κεφάλαιο, Γ΄ Τόμος, Σύγχρονη Εποχή, σ. 1007). Η υλική παραγωγή μπορεί να «ρυθμίζεται ορθολογικά»· «η ανάπτυξη των δυνάμεων του ανθρώπου, σαν αυτός καθεαυτός σκοπός, το πραγματικό βασίλειο της ελευθερίας», ακόμα και στον κομμουνισμό, θα βρίσκεται έξω από αυτήν. Το 1875 από την άλλη, στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, θέτει ως προϋπόθεση για την ανώτερη φάση του κομμουνισμού, στην οποία θα ισχύει η περίφημη αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», ότι «η εργασία θα έχει γίνει […] η πρώτη ανάγκη της ζωής».

Μια αρχή της κομμούνας θα ήταν η προοδευτική χαλάρωση του διαχωρισμού των δύο σφαιρών, όχι με την έννοια ενός αδιαφοροποίητου χυλού «παραγωγικής τεμπελιάς» (Ρόμπερτ Κουρτς [Robert Kurz]) —από την άλλη, ένα βασίλειο της ελευθερίας, στο οποίο όλοι και όλες θα μπορούν να είναι μη παραγωγικοί, είναι εκ των ων ουκ άνευ—, αλλά με την έννοια της μεταμόρφωσης της εργασίας, έτσι ώστε αυτή να αρχίσει να περιέχει στιγμές πλήρωσης. Αυτή σκοπιά μόλις και διακρίνεται στους συμβουλιακούς κομμουνιστές. Απέκτησε δυναμική πρωτίστως μέσα από τους αγώνες των δεκαετιών του 1960 και 1970 ενάντια στη φρικτή καθημερινότητα του εργοστασίου.

Απεναντίας, η λογική που βασίζεται στα κουπόνια εργασίας έχει ως προϋπόθεση την αυστηρή διαίρεση της ζωής σε μια παραγωγική σφαίρα και σε μια σφαίρα ικανοποίησης των αναγκών. Παρόμοια με τον καπιταλισμό, καταλήγουμε σε μια λογική όπου «ο άνθρωπος (ο εργάτης) [θα] αισθάνεται πλέον αυτενεργός μόνο στις ζωικές λειτουργίες του, στο φαγητό, στο ποτό και στη συνουσία, το πολύ-πολύ στην κατοικία, στη διακόσμηση κ.λπ., και […] στις ανθρώπινες λειτουργίες του [θα] αισθάνεται πλέον σαν ζώο. Το ζωώδες γίνεται ανθρώπινο και το ανθρώπινο ζωώδες» (Παρισινά Χειρόγραφα, στο Κείμενα από τη δεκαετία του 1840, ΚΨΜ, σ. 253). Ο Κούκεπαν διατυπώνει υπέρ του αυστηρού διαχωρισμού των σφαιρών μια δικαιολόγηση από φεμινιστική σκοπιά. Σύμφωνα με το επιχείρημά του, η εκστρατεία υπέρ του μισθού για την οικιακή εργασία που διαδόθηκε κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν ένα βήμα προς τη χειραφέτηση, από την άποψη ότι έθετε ως αίτημα την επισημοποίηση της οικιακής εργασίας και την πληρωμή της, καθώς και την αναγνώρισή της ως κομματιού της συνολικής κοινωνικής εργασίας. Σίγουρα, αυτό ισχύει για κάποιες από τις εκπροσώπους του αγώνα υπέρ του μισθού-για-την-οικιακή-εργασία. Όμως, για τις πιο ριζοσπαστικές φωνές, αυτό το αίτημα που αφορούσε τον μισθό για την οικιακή εργασία θεωρείτο απλώς μέσο προπαγάνδισης, το πολύ-πολύ ένα πρώτο βήμα για βαθύτερες αλλαγές, δηλαδή, για την κατάργηση της μισθωτής και της οικιακής εργασίας. Εξέφραζε το πρόταγμα του ξεπεράσματος της διαίρεσης των δραστηριοτήτων σε αυτές που αναγνωρίζονται ως αναγκαία κοινωνική εργασία και σε εκείνες που μένουν κρυμμένες στην ιδιωτική.

4.

Οι κριτικοί των Περιγραμμάτων ισχυρίζονται, και έχουν πέρα ως πέρα δίκιο, ότι και μια μετακαπιταλιστική κοινωνία θα έθετε το δίχως άλλο ως στόχο την ορθολογική ελαχιστοποίηση της εργασίας που δαπανάται στην παραγωγή. Σε πολλές ενθουσιώδεις υπερβολές της ριζοσπαστικής αριστεράς [linksradikalen] αυτή η διάσταση χάνεται. Αυτή η απώλεια είναι πιο εμφανής στη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης και στη διακήρυξή της περί ενός «απόλυτου αντι-σχεδιασμού», στον οποίον έχουμε αναφερθεί εν συντομία σε προηγούμενο κείμενό μας. Αλλά ακόμα και ο νουνεχής Πάουλ Μάτικ γράφει το 1970: «Η “οικονομική αρχή”, δηλαδή η αρχή της οικονομικής ορθολογικότητας, η οποία υποτιθέμενα αποτελεί τη βάση για κάθε μορφή οργάνωσης της κοινωνίας και η οποία συνίσταται στην υλοποίηση των μεγαλύτερων δυνατών οικονομικών στόχων με τα μικρότερα δυνατά κόστη, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα διαφορετικό από τη συνηθισμένη καπιταλιστική αρχή της παραγωγής με σκοπό το κέρδος, η οποία κυνηγά τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης». Εφόσον συνεχίζει να υφίσταται το βασίλειο της αναγκαιότητας στο οποίο παράγονται τα μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών, μια κοινωνία η οποία διαμορφώνει την παραγωγή της σύμφωνα με τις ανάγκες των μελών της, υποθέτουμε πως θα προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει την επικράτεια αυτού του βασιλείου· κι αυτό θα μπορούσε αναμφίβολα να εκληφθεί ως εφαρμογή της «οικονομικής αρχής».

Και όμως, μια ορθολογική κομμουνιστική οικονομική διαχείριση από πολλές απόψεις δεν περιστέλλεται απλώς στην ελαχιστοποίηση της δαπάνης εργασίας κατ’ αντιστοιχία του τρόπου με τον οποίο μια καπιταλιστική οικονομία επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της παραγωγής υπεραξίας. Αν ισχύει ότι η κομμουνιστική παραγωγή θα εξυπηρετεί ανθρώπινους σκοπούς—και μάλιστα, όχι μόνο αναφορικά με τα τελικά προϊόντα αλλά και ως προς την ίδια την παραγωγική διαδικασία—, ισχύει εξίσου ότι αυτοί οι σκοποί θα είναι πολυεπίπεδοι. Εκτός από την εξοικονόμηση δαπάνης εργασίας θα υπάρχει μια πλειάδα στόχων, οι οποίοι θα τίθενται προς επίτευξη εντός του κομμουνιστικού σχεδιασμού της παραγωγής: παραγωγή φιλική προς το περιβάλλον και ουδέτερη ως προς το κλίμα, ελαχιστοποίηση όχι μόνο της εργασίας εν γένει αλλά ειδικά της δυσάρεστης εργασίας, ζητήματα αισθητικής. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι στην ένωση των ελεύθερων παραγωγών θα ανακύψουν πολλές άλλες στοχεύσεις. Συνεπώς, η κομμουνιστική οικονομία δεν θα υπολογίζει τα πράγματα απλώς στη βάση της ποσότητας του δαπανώμενου χρόνου εργασίας· απεναντίας, θα έχει να λάβει υπόψη της μια ολόκληρη σειρά διαφορετικών μεταβλητών και ορισμένες φορές να τις εξισορροπεί μεταξύ τους. Πολλοί στόχοι του σχεδιασμού αυτού δεν μπορούν καν να ποσοτικοποιηθούν —τι λογής μέγεθος να αντιστοιχεί άραγε στη βλάβη που προκαλείται από την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής που διατρέχει μια όμορφη βουνοπλαγιά; Και όμως, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να λαμβάνονται υπόψη.

Εντός της ελευθεριακής κομμουνιστικής παράδοσης έχει προκύψει, με αφετηρία την απόρριψη του κοινοβουλευτισμού, ένας σκεπτικισμός ως προς τις διαδικασίες πολιτικής διαβούλευσης, οι οποίες πρέπει να δώσουν τη θέση τους στην καθαρά τεχνική «διαχείριση των πραγμάτων» (Ένγκελς). Ωστόσο, προϋπόθεση αυτής της διαχείρισης —και, υποθέτουμε, τουλάχιστον ίδιας σημασίας με εκείνη— είναι η κοινωνική συμφωνία περί των στόχων του σχεδιασμού της παραγωγής, περί της σχετικής σπουδαιότητας των διάφορων βελτιστοποιήσεων, περί της επιθυμητής εργασιακής ετοιμότητας και περί των αναγκών. Αυτή η διαδικασία διαβούλευσης παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες σε σχέση με την τεχνική μετάφραση των αποτελεσμάτων της στο επίπεδο της παραγωγής, στην ανάθεση των καθηκόντων, στη χρήση των πόρων κ.λπ.. Μπορεί επίσης να μετατραπεί εύκολα σε υπερβολικό βάρος, εάν κάθε απόφαση περί της παραγωγής εγείρει μια συνολική κοινωνική συζήτηση για τις κοινές προτεραιότητες. Έτσι, ο Άαρον Μπέναναβ [Aaron Benanav] προτείνει ότι ο σχεδιασμός πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με «πρωτόκολλα», ώστε μέσω αυτών να λαμβάνονται οι αποφάσεις για την υιοθέτηση του ενός ή του άλλου σχεδίου παραγωγής. Φυσικά, συγκεκριμένα σχέδια δύνανται να απορριφθούν αποκλειστικά μέσω της χρήσης αλγορίθμων, όταν από την αντιπαραβολή τους με άλλα προκύπτει σαφώς πως είναι λιγότερο κατάλληλα· όμως, ούτε τα ποιοτικά κριτήρια ούτε οι κοινωνικές προτεραιότητες μπορούν να εκφραστούν ικανοποιητικά με έναν αλγοριθμικό υπολογισμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κοινωνικές συμφωνίες σχετικά με τους στόχους και τις προτεραιότητες στον σχεδιασμό της παραγωγής θα ήταν προτιμότερο να συνάπτονται μέσω πρωτοκόλλων, δηλαδή βάσει κανόνων με τους οποίους οι υπεύθυνοι σχεδιασμού θα μπορούν να διαλέξουν τα σχέδια που είναι βέλτιστα από καθαρά ποσοτική άποψη.

Οι Λούερ και Κούκεπαν έχουν επομένως πέρα για πέρα δίκιο όταν λένε πως αναπόσπαστο συστατικό κομμάτι του κομμουνιστικού σχεδιασμού της παραγωγής θα πρέπει να είναι ο όσο γίνεται ακριβέστερος προσδιορισμός της ποσότητας εργασίας που πρέπει να δαπανηθεί για την παραγωγή του εκάστοτε αγαθού. Όμως, ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερες συνιστώσες από την ελαχιστοποίηση αυτής της δαπάνης. Ένας σχεδιασμός της παραγωγής, ο οποίος δεν θα έχει ως στόχο αποκλειστικά την ελαχιστοποίηση ενός δεδομένου μεγέθους, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας πολύ καλά μελετημένης κοινωνικής οργάνωσης.

Στη συζήτηση γύρω από τα Περιγράμματα παρατηρούμε ότι η εθελοντικότητα της εργασίας και ο δωρεάν χαρακτήρας της κατανάλωσης εκλαμβάνονται συχνά ως «αμεσότητα» και «απουσία δέσμευσης». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κούκεπαν φτάνει στο σημείο να υπονοήσει πως τα Περιγράμματα αποτελούν πρόταση «αντινεωτερικής» κοπής. Η κατηγορία συνεπάγεται πως ο καταναγκασμός αποτελεί τη μόνη εφικτή μορφή διαμεσολάβησης και ότι η δέσμευση δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσω αυτού —και εδώ ακούμε επίσης την ηχώ του αστικού μύθου. Μας προκαλεί έκπληξη ότι γίνεται μια ανάγνωση των Περιγραμμάτων λες και αποτελούν ένα πρόταγμα υπέρ της αμεσότητας, ενώ το κείμενο αναπτύσσει και προτάσσει μια συγκεκριμένη μορφή διαμεσολάβησης, δηλαδή, το συμβούλιο. Η παρανόηση ενδέχεται να προέκυψε από απρόσεχτες διατυπώσεις από μεριάς μας.

Ίσως, όμως, η ευαισθησία των επικριτών των Περιγραμμάτων να έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ιδέα μιας κομμουνιστικής σχεδιασμένης οικονομίας —μιας κοινωνίας, δηλαδή, όπου οι παραγωγοί διαβουλεύονται περί των υλικών τους αναγκών, συναποφασίζουν τι πρέπει να παραχθεί ώστε αυτές να ικανοποιηθούν και, τέλος, υλοποιούν τις αποφάσεις τους από κοινού— δέχεται, και μάλιστα εξ αριστερών, επίθεση.

Οι υπέρμαχοι των κοινών είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο Zίμον Zουτερλύτι [Simon Sutterlütti], ένας γερμανικής καταγωγής θιασώτης αυτού του ρεύματος, ασκεί κριτική ως προς το ότι τα Περιγράμματα υποστηρίζουν τον κοινωνικό σχεδιασμό της παραγωγής. Απλώς και μόνο η δομή του συμβουλίου, μέσω της οποίας τα μέλη της κοινωνίας θα μπορούν να συζητούν και να αποφασίζουν περί οικονομικών και πολιτικών ζητημάτων, αποτελεί γι’ αυτόν ήδη το θεμέλιο ενός κράτους. Διερωτάται γιατί τα Περιγράμματα θεωρούν πως σε μια κομμουνιστική κοινωνία θα υπάρχουν ακόμα εκπρόσωποι. Σε μια κοινωνία όπου υπάρχει καταμερισμός εργασίας, είναι αδύνατο το κάθε άτομο να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων για όλα όσα το αφορούν· επομένως, για κάποιες από αυτές τις αποφάσεις θα πρέπει να δίνει την εξουσιοδότησή του ώστε να ληφθούν μέσω εκπροσώπων. Η διαφορά ανάμεσα σε έναν καπιταλιστικό και έναν κομμουνιστικό καταμερισμό εργασίας συνίσταται όμως στο ότι ο κομμουνιστικός καταμερισμός εργασίας είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής εξουσιοδότησης που αφορά συγκεκριμένα κοινωνικά καθήκοντα και περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο εύρος δικαιοδοσίας λήψης αποφάσεων, ενώ στον καπιταλισμό ο καταμερισμός εργασίας έρχεται και επιβάλλεται στα τυφλά μέσω της αγοράς. Τα μέλη της κοινωνίας έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν για την παραγωγή και τα υπόλοιπα κοινωνικά ζητήματα μόνο όταν υπάρχουν όργανα, τα οποία συνέρχονται ακριβώς με αυτόν τον σκοπό. Η θεωρία των κοινών διακατέχεται από μια θεμελιώδη δυσπιστία απέναντι σε τέτοιας λογής θεσμούς, ακόμα και αν παραδέχεται κατά καιρούς την αναγκαιότητά τους. Και εδώ προϋποτίθεται το ασυμβίβαστο ανάμεσα στην εθελοντικότητα και τη δέσμευση και, συνεπώς, η δεύτερη απορρίπτεται ή τουλάχιστον υποβαθμίζεται ως προς τη σημασία της. Για τους υπέρμαχους των κοινών δεν υπάρχει συνολικός κοινωνικός σχεδιασμός της παραγωγής, παρά μόνο μεμονωμένες κολεκτίβες, των οποίων η δραστηριότητα πρέπει να υπόκειται στον ελάχιστο δυνατό συντονισμό. Αυτός ο συντονισμός περιορίζεται μόνο σε υποδείξεις και, οι οποίες κοινοποιούνται στα άτομα ή τις μεμονωμένες κολεκτίβες, και δεν αποτελούν συλλογικές αποφάσεις δεσμευτικού χαρακτήρα. Άρα, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας των κοινών, η αναρχία της αγοράς αντικαθίσταται απλώς από την αναρχία μιας ελάχιστα συντονισμένης εργασίας, και όχι από μια κοινωνία η οποία διευθύνει με συνείδηση τον καταμερισμό της εργασίας. Επιπλέον, στα Περιγράμματα γράφουμε πως «[α]κριβώς όπως σήμερα οι άνθρωποι οργανώνουν “events” ηλεκτρονικά, οι αγροτικές κοινότητες θα μπορούσαν να γνωστοποιήσουν πότε θα ήταν ευπρόσδεκτη η βοήθεια στη συγκομιδή και ο καθένας θα μπορούσε να τσεκάρει αν θα μπορούσε να συνεισφέρει ή όχι». Ως προς αυτό, ο Κούκεπαν υποπίπτει σε παρανοήσεις όταν συνάγει το συμπέρασμα πως το σύνολο της παραγωγής θα μπορούσε ή θα έπρεπε να συντονίζεται με αυτόν τον τρόπο. Μια τέτοια πρόταση δεν ήταν στις προθέσεις μας. Υπάρχουν δραστηριότητες που μπορούν πράγματι να συντονιστούν χωρίς προβλήματα, απλώς μέσω υποδείξεων, όμως ο Κούκεπαν έχει δίκιο όταν σημειώνει πως η οργάνωση της κοινωνικής συνολικής παραγωγής «που αφορά τον σχεδιασμό των υπηρεσιών, τον σχεδιασμό περίπλοκων αλυσίδων εφοδιασμού, τις αποφάσεις περί της χρήσης σπάνιων πόρων κ.λπ.» απαιτεί «ακριβώς μια (δημοκρατικά) σχεδιασμένη και άρα διαμεσολαβημένη κοινωνική παραγωγή και καταμερισμό εργασίας». Όπως έχει δίκιο ότι η  θέση των υπέρμαχων των κοινών ότι μπορούμε να απαλλαγούμε από όλα αυτά είναι ελάχιστα εύλογη.

Άλλωστε, η αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον κοινωνικό έλεγχο επί του συνόλου της παραγωγικής διαδικασίας. Κάθε μεμονωμένη παραγωγική αλυσίδα, αλλά και η ίδια η οικονομία ως το σύνολο τέτοιων αλυσώσεων, συναπαρτίζεται από πολλές επιμέρους διαδικασίες, οι οποίες είναι διαμοιρασμένες σε διαφορετικές επιχειρήσεις και άρα επιτελούνται από εντελώς διαφορετικά άτομα. Αυτές οι επιμέρους διαδικασίες πρέπει να βρίσκονται σε αμοιβαία συνεμπλοκή· αυτό το γεγονός από μόνο του μας δείχνει επαρκώς πως η κομμουνιστική παραγωγή μεγάλης κλίμακας είναι αδύνατο να λειτουργήσει χωρίς ανώτερα όργανα συντονισμού. Ο συντονισμός προϋποθέτει αναγκαστικά όργανα λήψης αποφάσεων —και αυτό θα πει: εκπροσώπηση [Delegation], ακόμα και δεσμευτικού χαρακτήρα. Ελλείψει τέτοιων οργάνων, οι αποφάσεις γίνονται έρμαιο της τύχης ή εγκαταλείπονται σε ό,τι δυνάμεις παραμένουν σε ισχύ από το πρότερο στάτους κβο. Αυτές οι δυνάμεις ενδέχεται να αυτονομηθούν ενάντια στην κοινωνία, η οποία δεν θα έχει συνείδηση της συνολικής οικονομικής διαδικασίας, ούτε θα μπορεί να την διαμορφώνει εμπρόθετα. Οι υπέρμαχοι των κοινών πιστεύουν πως το μοντέλο τους προσφέρει τη δυνατότητα για μια κοινωνία με πιο δημοκρατικό χαρακτήρα· στην πραγματικότητα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

5.

Πώς τέτοια όργανα θα διασυνδέονταν πιο συγκεκριμένα με μονάδες μικρότερου μεγέθους, ποιος, τι και πώς θα αποφάσιζε, ποια μεγέθη σε ποια σημεία θα λαμβάνονταν υπόψη —όλα αυτά αποτελούν ερωτήματα για τα οποία δεν μπορούμε να πούμε κάτι έγκυρο σήμερα. Στον αντίποδα της στάσης της καθαρής άρνησης, η οποία καλλιεργείται ευρέως στον χώρο του σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστισμού, πολλά μοντέλα μιας «δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας» πάσχουν από την υπερβολική αξίωση να θέλουν να έχουν ξεκάθαρη απάντηση για όλα τα παραπάνω από τώρα. Σε αντίθεση με αυτό, συνειδητά αφήσαμε στα Περιγράμματα τέτοια ζητήματα χωρίς να τα διαπραγματευτούμε διεξοδικά. Θεωρούμε πως η συγκεκριμενοποίησή τους αποτελεί υπόθεση που αφορά την πράξη· στο τέλος μπορεί τα πράγματα να εξελιχθούν εντελώς διαφορετικά. Κατά βάση, η ανατρεπτική θεωρία δεν μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα από το να δείχνει τους σκοπέλους που πρέπει να αποφύγουμε και να παρουσιάζει προτάσεις γύρω από το πώς θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να διαλύσουμε την επίφαση φυσικότητας που έχει η σημερινή τάξη πραγμάτων.

Σε κάθε περίπτωση, δεν απουσιάζει από τα Περιγράμματα μια ρήξη με την «ορθολογικότητα της οικονομίας». Αναφερόμαστε στην ορθολογικότητα που υποτίθεται πως ενυπάρχει σε κάθε κοινωνία, του παρελθόντος ή του μέλλοντος, και η οποία προσδιορίστηκε από τον Μαρξ με τη διατύπωση «οικονομία του χρόνου». Στα Περιγράμματα περιορίζεται η αξίωση απόλυτης ισχύος της «ορθολογικότητας της οικονομίας», η οποία γίνεται κατανοητή ως μια στιγμή ανάμεσα σε άλλες, τις οποίες η παγκόσμια κομμούνα θα έχει ως καθήκον να αντιπαραβάλλει και να συσχετίζει συνειδητά. Και θα μπορέσει να το κάνει αυτό για πρώτη φορά διότι θα έχει ανατρέψει την τυφλή δικτατορία της αποδοτικότητας. Από τη μια, παύει να υφίσταται η σύζευξη ατομικής κατανάλωσης και δαπανημένων εργατοωρών. Από την άλλη, η ίδια η εργασία αποκτά χαρακτηριστικά μιας travail attractif [ελκυστικής εργασίας], και άρα χαλαρώνει ο καταναγκασμός να πρέπει να καταμετράται η διάρκεια κάθε δραστηριότητας ή να πρέπει κάθε προϊόν, ό,τι κι αν είναι, να προσδιορίζεται από τον χρόνο εργασίας που χρειάστηκε για να παρασκευαστεί. Εφόσον δεν υποθέτουμε ότι οι ανάγκες των ανθρώπων θα αλλάζουν συθέμελα κάθε τόσο, πολλά πράγματα θα διευθετούνται με το πέρασμα του χρόνου και ο σχεδιασμός θα μπορέσει έτσι να απλοποιηθεί.

Από την μια, δεν ακυρώνουμε πέρα για πέρα τη μέτρηση του χρόνου εργασίας. Από την άλλη, ο σχεδιασμός επουδενί δεν εξαντλείται σε αυτή τη μέτρηση. Πόσο περιορισμένη είναι η «ορθολογικότητα της οικονομίας», την οποία είχε αρνηθεί ο Λούντβιχ φον Μίζες (Ludwig von Mises) κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης γύρω από τον «οικονομικό υπολογισμό στον σοσιαλισμό» που είχε λάβει χώρα τη δεκαετία του 1920 —και την οποία σύμφωνα με την οπτική των επικριτών μας μπορούμε ελαφρά τη καρδία να πετάξουμε στα σκουπίδια, δίνοντας έτσι δίκιο άθελά μας στον ισχυρισμό του φον Μίζες—, είχε καταδειχθεί προπάντων από τον προαναφερθέντα Ότο Νόιρατ. Ο Νόιρατ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρομαντικός ανορθολογιστής, ήταν ενθουσιώδης υπέρμαχος της σύγχρονης στατιστικής, αναγνωρίζοντας όμως σε αυτή μια καθαρά αλγοριθμική μεθοδολογία, η οποία δεν μπορεί να λάβει σωστά υπόψη της τα ποιοτικά στοιχεία. Ενάντια στη λογική ενός μοναδικού μέτρου, που υποτίθεται πως αποτελεί προϋπόθεση για την ορθολογικότητα —για τον Μίζες μέτρο ήταν το χρήμα, για τους σοσιαλιστές αντιπάλους του ο χρόνος εργασίας—, υποστήριζε ότι η συγκρισιμότητα δεν προϋποθέτει την αναγωγή των πάντων σε ένα κοινό μέγεθος. Οι άνθρωποι θα πρέπει να αποφασίζουν μεταξύ διαφορετικών δυνατοτήτων που αφορούν τη διαμόρφωση της ζωής τους από κοινού,  όπως αποφασίζει κανείς ποιο από δύο διαφορετικά πιάτα του αρέσει καλύτερα: χωρίς να υπάρχει ένα μοναδικό και αντικειμενικό μέτρο.

Έτσι έρχεται στο προσκήνιο το πρόβλημα των κοινωνικών αποφάσεων. Εξαιτίας της διαθεσιμότητας της πληροφορίας και των σημερινών δυνατοτήτων υπολογισμού, πρόκειται για ένα πρόβλημα που σήμερα είναι πιο εύκολο να λυθεί παρά ποτέ. Η απίστευτη πρόοδος που έχει σημειωθεί στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στις τεχνολογίες δικτύων διευκολύνει τον σχεδιασμό και φωτίζει με πολύ διαφορετικό τρόπο τη σχέση ανάμεσα στα όργανα συντονισμού και την αποκέντρωση· όμως, αποτελεί τη λύση όλων των προβλημάτων μόνο για τους υπέρμαχους του ψηφιακού σοσιαλισμού, που πιστεύουν σε έναν πραγματικά χοντροκομμένο τεχνικό ντετερμινισμό και νομίζουν πως με την έλευση των υπερυπολογιστών έχει δοθεί πια στον φον Μίζες το τελειωτικό χτύπημα. Ξεχνούν όμως το αποφασιστικής σημασίας γεγονός ότι τα προβλήματα του σχεδιασμού στην ουσία τους δεν είναι τεχνικής, αλλά κοινωνικής και πολιτικής φύσης. Το κεντρικό επίδικο της παγκόσμιας κομμούνας είναι η ανάπτυξη μιας συμβουλιακής δημοκρατίας που δεν θα καταλήξει σε έναν εφιάλτη από ατέλειωτες διαβουλεύσεις, και η δημιουργία μιας έλλογης εκπροσώπησης που δεν θα αποστεωθεί στη δημιουργία ειδικών και δεν θα οδηγήσει σε νέες σχέσεις κυριαρχίας.

 

Μετάφραση: coghnorti

Επιμέλεια: Αντίθεση

Σημειώσεις

[1] Η ελληνική μετάφραση του κειμένου δημοσιεύτηκε στο 7ο τεύχος του περιοδικού Διαλυτικό και είναι πλέον διαθέσιμη διαδικτυακά στη διεύθυνση https://dialytiko.espivblogs.net/2024/04/30/files-kai-filoi-tis-ataxikis-koinonias-perigrammata-tis-pagkosmias-kommoynas/

[2] Οι Έλληνες μεταφραστές με τον όρο «ειδολογικό ον» αποδίδουν το Gattungswesen, που στα ελληνικά έχει αποδοθεί και ως γενολογικό ον ή ον γένους.