για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του χρήματος και του κράτους ─ για τον κομμουνισμό

Αποσπάσματα για την Παγκόσμια Κομμούνα

Share with:


Αποσπάσματα για την Παγκόσμια Κομμούνα

Φίλες και Φίλοι της Αταξικής Κοινωνίας

1.

Ένας τρόπος ανάγνωσης της σημερινής κατάστασης είναι ότι η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων συνεχίζει να υφίσταται όχι τόσο λόγω της ενθουσιώδους υποστήριξής της από τις μάζες όσο χάρη στο γεγονός ότι φαίνεται δύσκολο να φανταστεί κανείς σήμερα μια άλλη κοινωνία, πόσο μάλλον να την υλοποιήσει πρακτικά. Το τεράστιο κύμα αγώνων που ξεδιπλώθηκε μετά την κρίση του 2008 δεν πραγματώθηκε σε κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κίνημα, δηλαδή σε κάτι πιο ανθεκτικό, συντονισμένο και με σαφείς στόχους. Ζήσαμε διαδηλώσεις, ταραχές, καταλήψεις πλατειών και –σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζονται κάποιοι– μαζικές απεργίες σε κάποιες περιοχές του κόσμου, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τους αγώνες πέτυχαν πολύ λίγα ή απολύτως τίποτα, απλώς εξαντλήθηκαν μετά από λίγο. Στη χειρότερη περίπτωση, οι άνθρωποι κατέληξαν σε ακόμη πιο καταστροφικές συνθήκες από ό,τι πριν, όπως στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία ή πιο πρόσφατα στο Σουδάν. Στην καλύτερη περίπτωση, οι αγώνες αναζωογόνησαν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή εκλογική αριστερά, όπως στις ΗΠΑ ή στη Γαλλία, αλλά αυτή η αριστερά έχει ελάχιστα να προσφέρει πέρα από το να επεκτείνει σε περιορισμένο βαθμό το κράτος πρόνοιας και ίσως να αντιστρέψει την τάση προς τις ιδιωτικοποιήσεις – και ακόμη και αυτή η μετριοπαθής υπόσχεση φαίνεται ελάχιστα ρεαλιστική δεδομένης της κρίσης. Οι πρόσφατοι αγώνες είναι ενθαρρυντικοί στον βαθμό που τους χαρακτηρίζει η αυτοοργάνωση από τα κάτω –γι’ αυτό και συνήθως περιγράφονται ως αγώνες «χωρίς ηγέτες»– ως προς την προθυμία τους να συγκρουστούν με τις δυνάμεις του κράτους, ως προς τη μαχητική συμμετοχή των γυναικών ακόμη και σε συντηρητικές θρησκευτικές κοινωνίες και ως προς τη διαδεδομένη πρακτική των καταλήψεων. Την ίδια στιγμή, φαίνεται να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της τρέχουσας ιστορικής περιόδου ότι η ατζέντα τους παραμένει σε μεγάλο βαθμό εντός ενός δημοκρατικού-ρεπουμπλικανικού πλαισίου. Οι άνθρωποι αγωνίζονται ενάντια σε αυτό που θεωρούν διεφθαρμένες και παρασιτικές ελίτ, ζητούν ένα νέο σύνταγμα, μια «πραγματική δημοκρατία» και μερικές φορές θέλουν να αναπαραστήσουν το 1789, όπως έκαναν ορισμένοι συμμετέχοντες στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων· και παρόλο που οι αγώνες επεκτάθηκαν στη σφαίρα της παραγωγής, η κατάληψη και ο μετασχηματισμός της οικονομίας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Κατά συνέπεια, ακόμη και καθαρά οικονομικά ζητήματα όπως η επισφάλεια, η φτώχεια και η μαζική ανεργία θεωρούνται ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν με καλύτερες πολιτικές.

2.

Στους ριζοσπαστικούς χώρους ακούγονται συχνά φράσεις όπως: «οι αγώνες ηττήθηκαν επειδή δεν συναντήθηκαν», «οι αγώνες δεν προχώρησαν αρκετά μακριά». Όμως δεν είναι ξεκάθαρο για ποιους ακριβώς σκοπούς θα έπρεπε να έχουν συναντηθεί αυτοί οι αγώνες, τι θα σήμαινε πρακτικά το «να προχωρήσουν αρκετά μακριά». Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να συζητήσουμε αυτά τα ζητήματα, να συζητήσουμε το περίγραμμα της νέας αταξικής κοινωνίας, της παγκόσμιας κομμούνας για την οποία αγωνιζόμαστε. Όχι με έναν κακό ουτοπικό τρόπο, αποκομμένο από τους αγώνες, αλλά ξεκινώντας ακριβώς από έναν αναστοχασμό για τα όρια και τις δυνατότητές τους και από μια υλιστική κριτική των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής. Σε αντίθεση με τους επαναστάτες του 19ου αιώνα και σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τους Ισπανούς Αναρχικούς το 1937, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση στην οποία το κεφάλαιο έχει προχωρήσει στην πλήρη υπαγωγή της κοινωνίας. Έχει υλοποιηθεί ως ένα τεράστιο, παγκόσμιο δίκτυο παραγωγής και logistics, στην οργάνωση του κοινωνικού χώρου και της γεωργίας, στον ίδιο τον ιστό της καθημερινής ζωής, με δυο λόγια παντού. Ο καταμερισμός της εργασίας δεν ήταν ποτέ τόσο εκτεταμένος, η ιδέα ότι οι εργάτες θα αναλάβουν την παραγωγή για να δημιουργήσουν έναν νέο κόσμο δεν ήταν ποτέ μια τόσο μεγάλη πρόκληση. Όμως, δεν διαθέτουμε άλλη αφετηρία.

Η κατάσταση αυτή αντανακλάται, αφενός, σε μια επανεμφάνιση τεχνοκρατικών αντιλήψεων για τον σοσιαλισμό που υποστηρίζουν ότι ο σημερινός πολύπλοκος μηχανισμός παραγωγής απαιτεί κεντρικό σχεδιασμό από το κράτος. Αφετέρου, στους ριζοσπαστικούς χώρους, βλέπουμε νεο-εξεγερσιακές τάσεις που εξυμνούν το σαμποτάζ των υποδομών ή την απόσυρση σε μικρές αγροτικές κοινότητες ή ίσως και τα δύο μαζί. Η ιδέα της επανοικειοποίησης της παραγωγής, του μετασχηματισμού της υλικής της μορφής, του μετασχηματισμού της σε μια νέα κοινωνική μορφή, της χρήσης της για ανθρώπινους σκοπούς, απορρίπτεται ρητά ως ένας μαρξιστικός μύθος που είναι εντελώς ξεπερασμένος, δεδομένης της άσχημης, καταστροφικής φύσης των σταθμών παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, των αυτοκινητοδρόμων, των εμπορικών κέντρων, των εργοστασίων και όλων αυτών (αυτό ισχυρίζονται π.χ. κάποιοι Γάλλοι, γνωστοί ως «Αόρατη Επιτροπή»: Ποιος θα ήθελε να επανοικειοποιηθεί αυτόν τον κόσμο, αντί να τον καταστρέψει και να ξεφύγει από αυτόν;).

Αυτή η στάση ισοδυναμεί με δήλωση χρεοκοπίας. Ο σημερινός κόσμος δεν αφήνει περιθώρια για μια μαζική έξοδο σε άνετες αγροτικές κοινότητες και το σαμποτάρισμα των υποδομών σημαίνει τελικά σαμποτάρισμα της υλικής βάσης από την οποία εξαρτάται η ζωή μας, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ακόμη και τα πιο τετριμμένα πράγματα που καταναλώνουμε στη μετριοπαθή προλεταριακή ζωή μας –είτε πρόκειται για μια ασπιρίνη είτε απλώς για μια φέτα ψωμί– είναι προϊόντα ενός παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, εκατομμυρίων ανθρώπων που συνεργάζονται ακούσια και ασυνείδητα κάτω από το μαστίγιο του κεφαλαίου που επιδιώκει το μέγιστο κέρδος.

Αυτό που χρειάζεται είναι ένα πρόγραμμα για μια «συντονισμένη κατάληψη» των βασικών κλάδων της βιομηχανίας, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση της ομάδας Angry Workers of the World.[1] Χρειαζόμαστε ένα όραμα που να είναι ταυτόχρονα ριζοσπαστικό και ρεαλιστικό. Πρέπει να συγκρουστούμε με το κεφάλαιο στην κλίμακα του γιγάντιου καταμερισμού της εργασίας που έχει δημιουργήσει στις μέρες μας Η κοινωνική εργασία πρέπει να αναδιοργανωθεί από κάτω προς τα πάνω, καταργώντας τις σχέσεις της αγοράς χωρίς να τις αντικαταστήσει με την εξουσία των κρατικών σχεδιαστών.

3.

Κατά τη δεκαετία του 1930, οι Γερμανο-ολλανδοί συμβουλιακοί κομμουνιστές επεξεργάστηκαν μια πρόταση που κάνει ακριβώς αυτό. Στο έργο τους με τίτλο Βασικές Αρχές της Κομμουνιστικής Παραγωγής και Κατανάλωσης, ουσιαστικά πρόταξαν τις ίδιες ιδέες για μια μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία με εκείνες που είχε διατυπώσει αδρομερώς ο Μαρξ γύρω στο 1875 στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. (Παραδόξως, ενώ δεν είχαν υπόψη τους το άρθρο αυτό, κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα.) Όπως το άρθρο του Μαρξ ήταν όψη ενός απεγνωσμένου αγώνα ενάντια στην κρατικιστική κατεύθυνση που έπαιρνε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, έτσι μισό αιώνα μετά, οι συμβουλιακοί κομμουνιστές εξέθεσαν το πρόγραμμά τους στον απόηχο της ρωσικής εμπειρίας. Ο κρατικός σοσιαλισμός δημιούργησε τη νέα άρχουσα τάξη της γραφειοκρατίας, δίκες-παρωδία και ένα αχανές σύστημα από στρατόπεδα εργασίας που έγιναν γνωστά ως Γκούλαγκ – επρόκειτο περί ενός ολοκληρωτικού εφιάλτη. Τόσο ο Μαρξ όσο και οι συμβουλιακοί κομμουνιστές αποπειράθηκαν να σκιαγραφήσουν τις βασικές αρχές μιας κοινωνίας που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως μια εξισωτική, δημοκρατική ένωση παραγωγών. Σε αντίθεση με πολλούς ριζοσπάστες του σήμερα, έθεταν ως στόχο να αντιπαρατεθούν με την καπιταλιστική κοινωνία ως όλον, διατυπώνοντας μια ρεαλιστική εναλλακτική σε αυτήν, αντί απλώς να τη σαμποτάρουν ή να φαντασιώνονται μια μαγική έξοδο από αυτήν. Αυτό παραμένει υπέρ τους, όμως είμαστε της γνώμης πως δεν γίνεται να εμμένουμε στις ιδέες τους, διότι τα πράγματα έχουν πλέον αλλάξει.

Η σύλληψή τους χωρίζει τον κομμουνισμό σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση ή κατώτερο στάδιο, το μερίδιο του ατόμου στον κοινωνικό πλούτο θα συνεχίσει να καθορίζεται από τις ώρες εργασίας που έχει συνεισφέρει. Η διάσημη αρχή που λέει «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» και η κατάργηση του κράτους μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μόνο στο δεύτερο, «ανώτερο» στάδιο του κομμουνισμού. Μέχρι τότε, τα άτομα θα λαμβάνουν δελτία εργασίας για τις ώρες που εργάστηκαν, και με αυτά τα δελτία θα αποκτούν πρόσβαση στα αγαθά και τις υπηρεσίες.

Για να σκεφτούμε το αν μια τέτοια «πρώτη φάση» είναι αναγκαία ή καν επιθυμητή σήμερα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις τεράστιες αλλαγές που έλαβαν χώρα από το 1875 ή ακόμη και από το 1930. Τα ορφανά του σοβιετικού μαρξισμού δεν είναι οι μόνοι που έχουν κολλήσει με αυτή τη θεώρηση διανομής αγαθών με γνώμονα τις ώρες εργασίας: το ίδιο ισχύει για πολλούς αντιεξουσιαστές αριστερούς.

Δεν μπορούμε έτσι απλά να απορρίψουμε αυτή τη θεώρηση ως συνέχιση της μισθωτής εργασίας με άλλα μέσα. Η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής θα έχει αντικατασταθεί από τον κοινωνικό σχεδιασμό, η εργασιακή δύναμη θα έχει πάψει να είναι εμπόρευμα που πωλείται και αγοράζεται σε μια ανταγωνιστική αγορά, και τα δελτία εργασίας δεν αποτελούν μορφή χρήματος, διότι δεν τίθενται σε κυκλοφορία. Η θεώρηση που προτάσσεται από τον Μαρξ και τους συμβουλιακούς προϋποθέτει την αυστηρή ισότητα: κάθε εργατοώρα μετρά το ίδιο, είτε πρόκειται για έναν νευροχειρουργό είτε για έναν ξυλουργό.

Όμως, αυτή η πρώτη φάση του κομμουνισμού φέρει ακόμα τα «σημάδια της παλιάς κοινωνίας», όπως παραδέχεται ρητά ο Μαρξ, επειδή η διανομή των αγαθών ακολουθεί την αρχή της ανταλλαγής ισοδυνάμων. Κάθε εργάτης, λέει ο Μαρξ, «παίρνει από την κοινωνία μια απόδειξη ότι πρόσφερε τόση εργασία (ύστερα από αφαίρεση της εργασίας του για τα κοινά αποθέματα) και μ’ αυτή την απόδειξη παίρνει από την κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης τόσα, όσα αντιστοιχούν στη δουλειά που ξόδεψε». Υπ’ αυτή την έννοια, μόνο στον σοσιαλισμό πραγματώνεται αληθινά η ανταλλαγή ισοδυνάμων. Φυσικά, τα άτομα δεν λαμβάνουν ακριβώς ό,τι προσέφεραν, διότι τμήμα του συνολικού προϊόντος πρέπει να δαπανηθεί για νέα μέσα παραγωγής, δημόσια έργα, τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, των αρρώστων· όμως, δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι όπου υπάρχει ανταλλαγή ισοδυνάμων δεν μπορούμε να μιλάμε για κομμουνισμό. Ήδη τον 19ο αιώνα, ο Πιοτρ Κροπότκιν διατύπωσε αυτή την κριτική. Μήπως όμως είναι αναχρονιστικό να εμμένουμε σε ένα τέτοιο μοντέλο δύο φάσεων σήμερα, όπου οι «πηγές του κοινωνικού πλούτου», όπως γράφει ο Μαρξ, θα αναβλύζουν πολύ πιο άφθονα μετά από μια επανάσταση; Όπου ο κόσμος κατοικείται από ολοένα και λιγότερους μικροαγρότες και από ολοένα και περισσότερους άνεργους με πανεπιστημιακά πτυχία; Γιατί να συνεχίσουμε να υιοθετούμε αυτή τη θεώρηση περί σοσιαλισμού που γεννήθηκε υπό συνθήκες σχετικής σπάνης; Και δεν αποτελεί αντίφαση να υποθέτουμε πως οι άνθρωποι θα εμπλακούν σε μια συλλογική απόπειρα απελευθέρωσης από την αστική-καπιταλιστική κοινωνία, όπου είναι αναγκασμένοι να είναι εγωιστές, ώστε μετά να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς δελτίων εργασίας, που σε τελική ανάλυση βασίζεται στην υπόθεση ότι κάθε άτομο θα συνεχίσει να κυνηγά να μεγιστοποιεί το ίδιον όφελος, ότι τα άτομα θα προσπαθούν να συνεισφέρουν όσο λιγότερο γίνεται και να λαμβάνουν όσο περισσότερο μπορούν;

Όμως, ακόμη πιο προβληματικό είναι ότι το μοντέλο αυτό προϋποθέτει επίσης έναν αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ εργασίας και μη εργασίας. Στον καπιταλισμό, εργασία είναι αυτό που πληρώνεται, και πληρώνεται αυτό που υπόσχεται κέρδος ή θεωρείται απαραίτητο από το κράτος. Καθώς αυτός ο μηχανισμός θα καταργηθεί, η κομμούνα θα έπρεπε να ταξινομήσει όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες στη μία από αυτές τις δύο κατηγορίες για τους σκοπούς της σωστής καταγραφής του χρόνου, πράγμα που θα συνεπαγόταν κάθε είδους αυθαιρεσία. Η παρασκευή μπύρας και η κατανάλωση μπύρας μπορούν εύκολα να διαχωριστούν μεταξύ τους – η πρώτη ως εργασία και η δεύτερη ως ευχαρίστηση. Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν αν ασχοληθούμε με τις πνευματικές δραστηριότητες, και μπλέκονται εντελώς εάν στραφούμε στον τομέα της αναπαραγωγής που ανατίθεται παραδοσιακά στις γυναίκες, ο οποίος έχει αποτελέσει την αφορμή για ατελείωτες συζητήσεις σχετικά με την έννοια της εργασίας. Αυτό δεν συνεπάγεται πως απορρίπτουμε τη διάκριση ανάμεσα στο βασίλειο της αναγκαιότητας και στο βασίλειο της ελευθερίας, αλλά πως πιστεύουμε πως η σχέση ανάμεσα στα δύο βασίλεια θα είναι λιγότερο άκαμπτη σε σχέση με σήμερα.

Ακόμα και αν τα «δελτία χρόνου εργασίας» δεν είναι το ίδιο πράγμα με το σύστημα της μισθωτής εργασίας, ο εξαναγκασμός θα εξακολουθούσε να υποβόσκει στο παρασκήνιο. Απεναντίας, εμείς πιστεύουμε πως είναι εφικτό και αναγκαίο να κάνουμε όλη την εργασία εθελοντική ευθύς εξαρχής. Ο Μαρξ οραματίζεται το ανώτερο στάδιο του κομμουνισμού ως μια κοινωνία όπου «η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής». Βλέπουμε αυτή την ανάγκη ήδη σήμερα. Κανείς δεν θέλει να δουλεύει σαν το σκυλί, όμως οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να εξασκούν τις παραγωγικές, δημιουργικές ικανότητές τους με τρόπο που να είναι χρήσιμος. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο αμέτρητοι άνθρωποι εξοργίζονται με τις δουλειές που ο Ντέιβιντ Γκρέμπερ αποκάλεσε «bullshit jobs», με αυτές τις εντελώς άχρηστες δουλειές που έχουν νόημα μόνο στον καπιταλισμό. Η κομμούνα θα είναι μια απελευθέρωση αυτής της ανθρώπινης ενέργειας. Σημείο-κλειδί θα είναι η μεταμόρφωση όσης εργασίας γίνεται σε ό,τι αποκαλούσε ο Φουριέ travail attractif [ελκυστική εργασία]. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλη η εργασία θα μετατραπεί σε παιχνίδι, όμως η φύση της θα αλλάξει άρδην. Το να εργάζεται κανείς ανάμεσα σε ίσους και όχι κάτω από τον βούρδουλα του αφεντικού· το να κάνει κάτι χρήσιμο· το να επιτελεί καθήκοντα που δεν είναι τόσο μονόπλευρα ή επαναληπτικά όσο οι περισσότερες δουλειές σήμερα· το να είναι παραγωγικός σε ένα πλαίσιο όπου η διαίρεση διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας θα έχει ανατραπεί – όλα αυτά αποτελούν ριζικές αλλαγές. Σίγουρα, θα παραμείνουν καθήκοντα που δεν θα είναι ελκυστικά, όμως αυτά μπορούν να ανατίθενται κυκλικά.

4.

Παρά τις πρωτοφανείς δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για την εξάλειψη των ανούσιων εργασιών, το παλιό όνειρο του ανθρώπου για την κατάργηση της εργασίας μέσω της τεχνολογίας δεν πρόκειται να εκπληρωθεί ούτε στη λεγόμενη ψηφιακή εποχή. Οι σκεπτικιστές αναφέρουν συνήθως τον τομέα της φροντίδας για να καταδείξουν τα όρια της αυτοματοποίησης. Ωστόσο, ένα εξίσου σημαντικό παράδειγμα είναι η γεωργία, όπου η κομμούνα θα πρέπει πρώτα να αναιρέσει μια σειρά από εξελίξεις στην παραγωγή που είχαν καταστροφικές συνέπειες. Αυτό αποτελεί ένα παράδειγμα του δυσάρεστου γεγονότος ότι από τον σημερινό καπιταλισμό η κομμούνα δεν θα κληρονομούσε μόνο παραγωγικές δυνάμεις επιπέδου επιστημονικής φαντασίας αλλά και ένα βουνό άλυτων προβλημάτων. Οι Κομμουνάροι του 1871 προφανώς δεν γνώριζαν τίποτα από υπολογιστές, αλλά επίσης δεν ανησυχούσαν ότι ο πλανήτης οδεύει προς αμετάκλητη καταστροφή. Η πορεία της κριτικής θεωρίας κατά τον 20ό αιώνα αποκαλύπτει ότι, παράλληλα με τις σχέσεις παραγωγής, δίνεται μια αυξανόμενη έμφαση στο τι παράγεται και με ποιες συνέπειες. Οι Καταστασιακοί τη δεκαετία του 1950 ήταν ίσως οι πρώτοι επαναστάτες που προσέδωσαν σημασία στην καταστροφή των πόλεων από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, ενώ στο πρόγραμμά τους έπαιζε μεγάλο ρόλο η κατάργηση των «παρασιτικών τομέων».

Για την κομμούνα, ο μακρύς και αυξανόμενος κατάλογος των άσκοπων ή ακόμα και επιβλαβών δραστηριοτήτων, που χαρακτηρίζουν σήμερα την καθημερινή ζωή στις μητροπόλεις, φαίνεται αρχικά σαν δώρο, καθώς μεταφράζεται αμέσως σε ένα τεράστιο απόθεμα χρόνου: ολόκληροι κλάδοι θα μπορούσαν να κλείσουν, απελευθερώνοντας πολύ περισσότερους ανθρώπους για την εκτέλεση εργασιών που είτε δεν μπορούν να αυτοματοποιηθούν είτε δεν μπορούν να οργανωθούν με τρόπο ώστε να γίνουν ελκυστικές. Ωστόσο, στην πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού, ο ανορθολογισμός του έχει διαποτίσει το σύνολο του μεταβολισμού του ανθρώπου με τη φύση και έχει αποκτήσει υλική υπόσταση στον χώρο. Ας αναφέρουμε ενδεικτικά το εντελώς άλυτο πρόβλημα με την ενέργεια και «τον κατακερματισμό των πόλεων στην ύπαιθρο» (Γκυ Ντεμπόρ), την περιβόητη αστική εξάπλωση, που οι έρημοι μη-τόποι της επιδεινώνουν δραματικά την κατάσταση στην ύπαιθρο με την αναπότρεπτη κυκλοφορία των αυτοκινήτων και την ανάπτυξη μικρής κλίμακας. Οι κομμουνάροι όχι μόνο θα πρέπει να εφεύρουν μια νέα πηγή ενέργειας, αλλά πιθανότατα θα είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα απασχολημένοι με τη διάλυση τέτοιων μη-τόπων, την ανοικοδόμηση των παραγκουπόλεων στον παγκόσμιο Νότο, την αναδιοργάνωση της γεωργίας και την αποκατάσταση της γης στις κατεστραμμένες περιοχές, χωρίς ταυτόχρονα να μπορούν να υπολογίζουν σε σημαντική βοήθεια από τα ρομπότ. Αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα κατά της αξιοποίησης των δυνατοτήτων της αυτοματοποίησης σε άλλους τομείς –ιδιαίτερα στις φτωχότερες περιοχές του κόσμου όπου λόγω της φθηνής εργασιακής δύναμης η αυτοματοποίηση ήταν λιγότερο ελκυστική– αλλά δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι με την έλευση των νέων τεχνολογιών έπεσε στα χέρια της ανθρωπότητας ένα πραγματικό κέρας της Αμάλθειας.

5.

Ο κοινωνικός πλούτος της κομμούνας δεν θα είναι ο ίδιος με τον πλούτο που γνωρίζουμε και απλώς θα παράγεται υπό διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις. Το ζητούμενο δεν είναι να προσφέρουμε στους κατοίκους των μητροπόλεων περισσότερα από αυτά που ήδη έχουν: περισσότερα αεροπορικά ταξίδια, αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα και φτηνιάρικα μπλουζάκια. Όχι επειδή οι αντίστοιχες ανάγκες θα μπορούσαν να καταγγελθούν ως «τεχνητές» έναντι των υποτιθέμενων φυσικών. Όπως είχαν δείξει οι μαρξιστές της Φρανκφούρτης, η διάκριση μεταξύ τεχνητών και φυσικών αναγκών τείνει να είναι αυθαίρετη με μια αυταρχική έννοια, διότι η φύση και η κοινωνία είναι άρρηκτα συνυφασμένες σε κάθε ανάγκη.

Χωρίς να τίθεται το ερώτημα περί «αληθινών» και «ψευδών» αναγκών και μακριά από κάθε αντι-ηδονισμό με πράσινο προσωπείο, ένα κοινωνικό επαναστατικό κίνημα θα έπρεπε να στοχεύει σε ένα διαφορετικό είδος πλούτου στα καπιταλιστικά κέντρα. Ο πλούτος σήμερα παρουσιάζεται ως ένας «τεράστιος σωρός από εμπορεύματα» – όχι τόσο κοινωνικός όσο ένα απλό άθροισμα ιδιωτικών, άνισα κατανεμημένων περιουσιών. Σε αντίθεση με αυτό, η κομμούνα θα πρέπει να στοχεύει όχι μόνο στη μέγιστη κοινωνικοποίηση στη σφαίρα της παραγωγής, αλλά και στη σφαίρα της χρήσης και της κατανάλωσης. Κόντρα σε κάθε λατρεία της κοινότητας, το «δικαίωμα στη μοναξιά» (Μαρκούζε) και η απόσυρση στην ιδιωτική ζωή θα ήταν απαραβίαστα. Ωστόσο, σε αντίθεση με την οικονομία του κέρδους, που βασίζεται στις μαζικές πωλήσεις και την προγραμματισμένη φθορά, η ιδιωτική σφαίρα στην κομμούνα δεν θα είναι πλέον ο κύριος χώρος όπου πρέπει να καταβροχθίζεται μια συνεχώς αυξανόμενη ροή συσσωρευμένων εμπορευμάτων προκειμένου η μηχανή να συνεχίσει να λειτουργεί. Όπου υπάρχουν καντίνες και δημόσια πλυντήρια, που πέρα από την απλή τους λειτουργία μπορούν να αποτελέσουν χώρους άτυπων συναντήσεων, δεν είναι απαραίτητο να έχει κάθε διαμέρισμα πλυντήριο πιάτων και πλυντήριο ρούχων. Με τη λήψη μερικών άμεσων μέτρων, η κομμούνα θα ήταν σε θέση να επιλύσει αμέσως προβλήματα που οι τεχνοκράτες σήμερα πελαγώνουν για να τα αντιμετωπίσουν. Για παράδειγμα, αντί να συνεχιστεί η ανεξέλεγκτη καταστροφή που ονομάζεται «ηλεκτρική κινητικότητα» –τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα καταναλώνουν την ίδια ποσότητα εργασίας, πόρων, δρόμων και χώρου στις πόλεις με τα αυτοκίνητα που κινούνται με βενζίνη, και αντί για τη ρύπανση από τα καυσαέρια υπάρχει η εξαιρετικά τοξική παραγωγή μπαταριών– η κομμούνα θα μπορούσε να κατασκευάσει μερικές γραμμές τραμ (με την εξαφάνιση των αυτοκινήτων, δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη να σκάβονται σήραγγες μέσα στη γη που απαιτεί τεράστιο μόχθο).

Ακόμα και οι προλετάριοι που ζουν σε πιο εύπορες περιοχές του κόσμου θα είχαν πολλά να κερδίσουν από μια επανάσταση. Η έννοια της κοινοτικής πολυτέλειας, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 στοχεύοντας κυρίως στην άρση του διαχωρισμού μεταξύ της κοινής υλικής παραγωγής και της τέχνης σε έναν νέο τρόπο δημιουργίας του αστικού χώρου, θα πρέπει να εξεταστεί ξανά. Η κοινοτική πολυτέλεια θα πρέπει να είναι το κύριο μοτίβο οποιασδήποτε νέας κοινωνίας. Σήμερα, πολυτέλεια για όλους υπάρχει στην καλύτερη περίπτωση με τη μορφή δημόσιων βιβλιοθηκών, οι οποίες λειτουργούν υπό την αιγίδα του κράτους επειδή δεν είναι «κερδοφόρες». Όσο περισσότερο θα αναπτύσσει τον κοινωνικό της πλούτο η κομμούνα, τόσο περισσότερο θα εκλείπει το ζήτημα της παρακολούθησης της ατομικής κατανάλωσης.

6.

Τι μπορούμε να πούμε για τις μορφές κοινωνικού συντονισμού σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία; Αυτό είναι προφανώς το βασικό ερώτημα. Ιστορικά, οι απαντήσεις ήταν κάθε άλλο παρά ουτοπικές, αντίθετα εμπνέονταν από την πραγματική πρακτική του προλεταριάτου. Μόνο μετά την Παρισινή Κομμούνα του 1871 ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το πρόγραμμά τους για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας του 1848 ήταν παρωχημένο, ενώ τα εργατικά συμβούλια που αναδύθηκαν επανειλημμένα από το 1905 και μετά ενέπνευσαν έναν αποφασιστικά αντικρατικό κομμουνισμό.

Αυτό που οδήγησε τον Μαρξ να μιλήσει για «επανάσταση ενάντια στο κράτος» ήταν πρωτίστως «η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό», το γεγονός ότι οι εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι ήταν ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και ότι η Kομμούνα ήταν ένα «λειτουργικό και όχι κοινοβουλευτικό σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα». Η εξέγερση των Κομμουνάρων είχε ως στόχο τη συντριβή της παλιάς κεντρικής κρατικής εξουσίας και την αντικατάστασή της από ένα δίκτυο κομμούνων που θα κυβερνούνταν από την τοπική «αυτοδιεύθυνση των παραγωγών». Στο μεταγενέστερο μοντέλο των συμβουλίων, το οποίο περιγράφηκε πιο αναλυτικά από τον Άντον Πάνεκουκ, η ιδέα ενός «λειτουργικού σώματος» με ανακλητούς εκπροσώπους επεκτάθηκε, αλλά εδώ έπρεπε να βασίζεται αυστηρά στο εσωτερικό της παραγωγής και να συνδέεται με αυτήν. Η κοινωνία έπρεπε να οικοδομηθεί σαν πυραμίδα από κάτω προς τα πάνω με το εργοστάσιο ως κεντρική μονάδα: «Δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και οικονομίας ως επιμέρους δραστηριοτήτων ενός σώματος ειδικών και της μεγάλης μάζας των παραγωγών… Τα συμβούλια δεν περιλαμβάνουν πολιτικούς, δεν είναι κυβέρνηση. Απαρτίζονται από αγγελιοφόρους, που μεταβιβάζουν και ανταλλάσσουν τις γνώμες, τις προθέσεις, τη βούληση των επιμέρους ομάδων εργατών». «Ακόμη και τα πιο κεντρικά συμβούλια δεν έχουν κυβερνητικό χαρακτήρα», γιατί «δεν έχουν όργανα εξουσίας». Δεν υπάρχει πια κράτος ως συγκεντρωτική δύναμη χωριστή από την κοινωνία.

Για δεκαετίες, τα εργατικά συμβούλια θα παραμείνουν η εναλλακτική λύση στον ανατολικό κρατικό σοσιαλισμό για πολλούς ριζοσπάστες. Η «αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα της πραγματικής τάσης προς τα εργατικά συμβούλια», στην οποία οφειλόταν ένα μέρος της αισιοδοξίας των Καταστασιακών, έχει πλέον χαθεί προ πολλού. Ωστόσο, καμία άλλη μορφή οργάνωσης δεν αναδύθηκε στους αγώνες των τελευταίων δεκαετιών που να παραπέμπει σε μια κοινωνία χωρίς κράτος. Οι πρόσφατες καταλήψεις των πλατειών των πόλεων είναι ένα μέσο αγώνα, που προκύπτει από τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης –και αντιστοιχεί σε αυτόν– αλλά σε αντίθεση με τα συμβούλια, δεν προοιωνίζουν έναν νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Με την οριζόντια αυτοοργάνωσή τους, οι κατειλημμένες πλατείες της Ελλάδας, της Αιγύπτου και της Ισπανίας ακολούθησαν, ως έναν βαθμό, τα βήματα των συμβουλίων. Ωστόσο, όχι μόνο παρέμειναν αποκομμένες από την παραγωγή, δηλαδή από τον αποφασιστικό μοχλό για τη διάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά δεν είχαν επίσης κανένα σαφώς καθορισμένο πρακτικό θεμέλιο εκτός από τη γενική δυσαρέσκεια. Οι μαζικές συνελεύσεις σε ορισμένες από αυτές τις πλατείες, στις οποίες ο καθένας απλώς εκπροσωπούσε τον εαυτό του –δυσπιστώντας δικαιολογημένα απέναντι στην επίσημη πολιτική, αλλά μένοντας εντούτοις προσκολλημένος ακόμη περισσότερο στην ταυτότητα του πολίτη– κατέληγαν σε ατελείωτες ανούσιες συζητήσεις που πολύ γρήγορα έκαναν τους πάντες να βαρεθούν. Το να συναντιούνται όλοι απλά σε μια πλατεία για να συζητούν τα πάντα και τίποτα δεν είναι δα και πρότυπο για την κομμούνα.

Από πολλές απόψεις, η παλιά ιδέα του συμβουλίου φαίνεται σίγουρα παρωχημένη, αν όχι ξεπερασμένη. Σύμφωνα με το προσχέδιο που παρουσίασε ο Πάνεκουκ το 1947, κάθε εργαζόμενη εργάζεται σε έναν μόνο χώρο εργασίας, όλη της η ζωή επικεντρώνεται στην παραγωγή και ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός εμφανίζεται ως ένας αρμονικός οργανισμός χωρίς συγκρούσεις. Αν το συμβούλιο, ωστόσο, γίνεται απλώς κατανοητό ως το σύνολο των ανθρώπων που ζουν ή εργάζονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο, οι οποίοι συζητούν θέματα κοινού ενδιαφέροντος, θέτουν σε εφαρμογή τα αποτελέσματα αυτών των συζητήσεων και διαβουλεύονται με άλλα συμβούλια μέσω εκπροσώπων που μπορούν να ανακληθούν ανά πάσα στιγμή, τότε αυτή η μορφή θα αποτελούσε πιθανότατα τη ραχοκοκαλιά μιας νέας κομμούνας.

Το θεμέλιο επάνω στο οποίο οργανώνονται τα συμβούλια, οι συνελεύσεις βάσης –ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να το ονομάσει– και ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους θα διέφερε από τόπο σε τόπο σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες και σίγουρα θα άλλαζε συχνά. Σύμφωνα με τον Χορκχάιμερ, «η αστάθεια του συντάγματος θα είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας αταξικής κοινωνίας: οι μορφές ελεύθερης ένωσης δεν αποκρυσταλλώνονται σε ένα σύστημα».

Οι συνθήκες, ιδίως στον παγκόσμιο Βορρά, για μια τέτοια ελεύθερη ένωση έχουν βελτιωθεί σημαντικά από πολλές απόψεις τις τελευταίες δεκαετίες. Πρώτον, υπάρχει η αύξηση του ελεύθερου χρόνου. Μόνο όσοι δεν είναι υπερβολικά απορροφημένοι από το βασίλειο της αναγκαιότητας είναι σε θέση να συμμετάσχουν στις δημόσιες υποθέσεις. Δεύτερον, το γενικό επίπεδο εκπαίδευσης είναι σήμερα υψηλότερο από ό,τι ήταν όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα συμβούλια. Τρίτον, η τεχνολογία της πληροφορικής προσφέρει εντελώς πρωτόγνωρες ευκαιρίες για τον συντονισμό της παραγωγής και τη διαπίστωση των αναγκών χωρίς μια κεντρική αρχή σχεδιασμού. Επίσης θα ήταν ευκολότερο να επικοινωνηθεί σε ποια σημεία της παραγωγής μπορεί να χρειαστεί πρόσθετη βοήθεια. Ακριβώς όπως σήμερα οι άνθρωποι οργανώνουν «event» ηλεκτρονικά, οι αγροτικές κοινότητες θα μπορούσαν να γνωστοποιήσουν πότε θα ήταν ευπρόσδεκτη η βοήθεια στη συγκομιδή και ο καθένας θα μπορούσε να τσεκάρει αν θα μπορούσε να συνεισφέρει ή όχι. Τα εργοστάσια θα μπορούσαν να συντονίζουν το φόρτο εργασίας τους, να ρυθμίζουν την κυκλοφορία των αγαθών και να ανταλλάσσουν γνώσεις που έχουν προκύψει από την εμπειρία. Σε κάθε κόμβο θα έπρεπε να υπάρχουν υπεύθυνες ομάδες, αλλά οι άνθρωποι θα μπορούσαν να μετακινούνται ευρέως μεταξύ των επαγγελμάτων ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τα ταλέντα τους. Τα αγαθά δεν θα σάπιζαν σε ένα μέρος ενώ χρειάζονται σε ένα άλλο, όπως συνέβαινε στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Ο καθένας θα μπορούσε να παρακολουθεί οποιαδήποτε διαδικασία για την οποία ενδιαφέρεται. Η διαφάνεια που ανέμενε ο Πάνεκουκ από τη διάλυση του ατομικού εργοστασίου («τώρα η δομή της κοινωνικής διαδικασίας της εργασίας βρίσκεται εκτεθειμένη ενώπιον των ανθρώπων») θα πραγματοποιείτο σε βαθμό που δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί το 1947. Επιπλέον, η «αφθονία των τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών», που ο Καταστασιακός Ραούλ Βανεγκέμ ανέμενε είκοσι χρόνια αργότερα να τεθεί στην υπηρεσία του «συνεχούς ελέγχου των εκπροσώπων από τη βάση», έχει έκτοτε επεκταθεί σημαντικά.

Ως εκ τούτου, τα συμβούλια ή οι συνελεύσεις σήμερα δεν θα χρειαζόταν να ασχολούνται με μια σειρά από τετριμμένα καθήκοντα. Αυτό που θα παρέμενε είναι το πρόβλημα της λήψης ορισμένων αποφάσεων που επηρεάζουν πολλούς και, συνεπώς, δεν μπορούν να ληφθούν σε τοπικό επίπεδο ή με έναν απλό τεχνικό συντονισμό. Η αποκέντρωση, όπως προβλεπόταν στο πρόγραμμα των Κομμουνάρων του 1871 και εξακολουθεί να είναι επιθυμητή μέχρι σήμερα, έχει τα όριά της. Για παράδειγμα, δεν έχει νόημα και δεν είναι καν δυνατόν σε ορισμένες περιπτώσεις να παραχθούν τα πάντα τοπικά. Μια παγκόσμια κομμούνα, ή μια κομμούνα που θα περιλάμβανε μόνο μεγάλες περιοχές για ένα διάστημα, θα αντιμετώπιζε ζητήματα σχετικά με τη χρήση των περιορισμένων πόρων που μπορούν να απαντηθούν μόνο κεντρικά. Η ύπαρξη μιας αντιεξουσιαστικής δομής της οποίας τα κεντρικά όργανα λειτουργούν μόνο με οδηγίες «από τα κάτω», μπορεί να αποδειχθεί υπερβολικά δύσκολη. Το να συμμετέχουν όλοι σε κάθε απόφαση μπορεί να είναι ουτοπικό με την αρνητική έννοια του όρου. Τέτοια όρια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν συνειδητά για να αποφευχθεί η επανεμφάνιση μιας πολιτικής σφαίρας που θα στελεχώνεται από ειδικούς.

[1] [Σ.τ.Μ.] Πρόκειται για αναφορά στο κείμενο Insurrection and Production. Μπορεί να βρεθεί στον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.angryworkers.org/2016/08/29/insurrection-and-production/