για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του χρήματος και του κράτους ─ για τον κομμουνισμό

Πρόλογος του βιβλίου “Η προλεταριακή δημόσια σφαίρα”

Share with:


Ποιος είναι άραγε ο λόγος που επιλέγουμε να εκδώσουμε αυτή τη χρονική περίοδο ένα βιβλίο για τη δημόσια σφαίρα και την προλεταριακή εμπειρία και υποκειμενικότητα; Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει αρχικά να πούμε μερικά πράγματα για την ιστορική συγκυρία και την κατάσταση του ταξικού ανταγωνιστικού κινήματος.

Για τη συγκυρία

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας μια σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο διαδραματίζεται στην Ελλάδα. Η σύγκρουση αυτή αποτελεί την κύρια μορφή εμφάνισης της βαθιάς κρίσης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, δίπλα στις οικονομικές μορφές που αυτή έχει λάβει: «κρίση του δημόσιου χρέους» και επταετής ύφεση με μείωση της συνολικά παραγόμενης αξίας κατά το ένα τρίτο και αντίστοιχη αύξηση της ανεργίας.

Το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος απέτυχε την περίοδο της ανάπτυξης να επιβάλλει στο σύνολό τους τις μεταρρυθμίσεις που θα του επέτρεπαν να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά του και τη θέση του μέσα στην παγκόσμια ιεραρχία των καπιταλιστικών κρατών. Η αποτυχία αυτή οφείλεται στον ιδιαίτερο τρόπο ρύθμισης της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα –ιστορικό προϊόν της ταξικής πάλης μεταπολιτευτικά– που αποτέλεσε τη βάση για το ξέσπασμα ταξικών αγώνων, οι οποίοι εμπόδισαν και καθυστέρησαν την πλήρη εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Κυριότερα παραδείγματα αυτών των αγώνων την προηγούμενη δεκαετία ήταν οι μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις το 2001 ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο Γιαννίτση και το κίνημα ενάντια στην αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 2006-7, που κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να μπλοκάρουν τις εν λόγω απόπειρες αναδιάρθρωσης.[1]

Μετά από την εξέγερση μιας σημαντικής προλεταριακής μειοψηφίας τον Δεκέμβριο του 2008, που έλαβε χώρα ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η σημαντικότερη παγκόσμια οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930, και μετά από την εκδήλωση της «κρίσης του δημόσιου χρέους» λίγους μήνες αργότερα, το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος, σε συνεργασία με την ΕΕ και το ΔΝΤ, προχώρησε σε μια συνολική επίθεση που είχε ως στόχο την απαξίωση της εργασιακής δύναμης και του μη παραγωγικού κεφαλαίου για να ανασυγκροτήσει πάνω σε νέες βάσεις το κύκλωμα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου αλλά και για να εσωτερικευθεί μέσα στην προλεταριακή υποκειμενικότητα η πειθαρχία και ο «ρεαλισμός» των μειωμένων προσδοκιών.

Απέναντι σε αυτή τη συνολική επίθεση του κεφαλαίου και του κράτους του, ξέσπασαν ανάμεσα στο 2010 και το 2013 αγώνες τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και στο πεδίο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της εργασιακής δύναμης: βίαιες μαζικές διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια των εικοσιτετράωρων και σαρανταοκτάωρων γενικών απεργιών που καλέστηκαν μέχρι την 5η Μάιου του 2010, απεργίες ενάντια στις απολύσεις σε εργοστάσια που έκλεισαν, η κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος και το Κίνημα των Πλατειών και των συνελεύσεων γειτονιάς μετά το καλοκαίρι του 2011, το κίνημα άρνησης πληρωμών γύρω από το «χαράτσι» στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, τα διόδια και τα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς, η εξεγερτική νύχτα του Φλεβάρη του 2012, η κατάληψη της ΕΡΤ και οι απεργίες στα Πανεπιστήμια ενάντια στις απολύσεις των εργαζόμενων στις διοικητικές υπηρεσίες κ.ά.

Παρά τη δριμύτητά τους, αυτοί οι αγώνες είχαν όλα τα χαρακτηριστικά μιας στατικής αμυντικής στάσης. Οι εικοσιτετράωρες και οι σαρανταοκτάωρες γενικές απεργίες που καλέστηκαν από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ λειτούργησαν ως βαλβίδες αποσυμπίεσης παρά τον συχνά εξεγερτικό χαρακτήρα των διαδηλώσεων. Οι αγώνες στους χώρους εργασίας διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό τα συντεχνιακά συνδικαλιστικά χαρακτηριστικά τους: παρέμειναν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, μέσα στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας και δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν ούτε την ανάθεση και την παθητικότητα με τη δημιουργία αυτόνομων μορφών οργάνωσης του αγώνα ούτε τους κλαδικούς διαχωρισμούς. Οι απεργοί δεν κατάφεραν να συνδεθούν ουσιαστικά με άλλα αγωνιζόμενα κομμάτια ούτε καν στην περίπτωση της ΕΡΤ, όπου είχε αυθόρμητα συγκροτηθεί ένα πλατύ κίνημα αλληλεγγύης, το οποίο περιελάμβανε και μια σημαντική μειοψηφική προλεταριακή συνιστώσα. Οι κινητοποιήσεις για την άρνηση της πληρωμής του χαρατσιού παρέμειναν κατά κύριο λόγο μέσα στο πλαίσιο της νομικής-δικαστικής διεκδίκησης και της διαμεσολάβησης από τις αριστερές δημοτικές αρχές – παρά τις πρακτικές άμεσης δράσης που πραγματοποιήθηκαν για την επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος. Η άρνηση πληρωμής των εισιτηρίων στα ΜΜΜ παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ατομική και όχι συλλογική πρακτική.

Στην κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να αποκαλύψει την πολιτική του ταυτότητα, κατάφερε, σε συνεργασία με άλλες αριστερές πολιτικές οργανώσεις, να προωθήσει τον αριστερό εθνικισμό με τη μορφή της «εθνικής ανεξαρτησίας», της «αντίστασης στον γερμανικό ιμπεριαλισμό» και της «παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας». Η ρητορική περί «άρνησης» και «διαγραφής» του «δημόσιου χρέους», που αποτέλεσε βασικό θέμα συζήτησης στο Σύνταγμα, ενίσχυσε τις αυταπάτες περί κυβερνητικής λύσης του «προβλήματος του χρέους», αφού αυτό παρουσιάστηκε ως εθνικό και όχι ως ταξικό ζήτημα. Το αποτέλεσμα ήταν η κυριαρχία του αριστερού δημοκρατικού και κρατικιστικού εθνικισμού έναντι της αντικαπιταλιστικής-αντικρατικής ταξικής πολιτικής τοποθέτησης που υπήρχε είτε πρωτόλεια είτε με πιο συγκεκριμένο τρόπο σε προλεταριακές ομάδες που συμμετείχαν. Στις περισσότερες συνελεύσεις γειτονιάς κυριάρχησε η ιδεολογία του «κατοίκου» / «πολίτη» που επέτρεψε τόσο τη χρήση τους από τον ΣΥΡΙΖΑ προς άγρα ψηφοφόρων όσο και την προώθηση της ιδεολογίας των «δικαιωμάτων του πολίτη» καθώς επίσης και μιας ψευδεπίγραφης «αλληλεγγύης» που ήταν στην πραγματικότητα φιλανθρωπία και μοίρασμα της φτώχειας.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνέβαλλαν στην ήττα των αγώνων της περιόδου 2010–2013 και την εκλογική κεφαλαιοποίηση αυτής της ήττας από τον ΣΥΡΙΖΑ που κέρδισε δύο φορές τις εκλογές, παρόλο που το καλοκαίρι του 2015 υπέγραψε νέο μνημόνιο με το οποίο η επίθεση συνεχίζεται ακάθεκτη. Η άνοδος της αριστεράς του κεφαλαίου και του κράτους στην εξουσία ήταν έκφραση της μερικής επανανομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, που είχε απονομιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό το προηγούμενο διάστημα. Ήταν επίσης έκφραση της γενικότερης κατίσχυσης του αριστερού, δημοκρατικού και κρατικιστικού εθνικισμού επί των ταξικών, αντικαπιταλιστικών και αντικρατικών πολιτικών θέσεων μέσα στο κίνημα. Στον βαθμό που το ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα φάνηκε ανίκανο να αλλάξει από τα κάτω τον συσχετισμό δύναμης και να επιτύχει συγκεκριμένες παραχωρήσεις, μια μεγάλη μερίδα της εργατικής τάξης και των μικροαστών που υπέστησαν προλεταριοποίηση επένδυσε τις ελπίδες της στην αριστερή διακυβέρνηση.

Τον περασμένο χρόνο ψηφίστηκε ένα νέο, ακόμη επαχθέστερο, ασφαλιστικό νομοσχέδιο, επιβλήθηκαν νέοι άμεσοι και έμμεσοι φόροι που βαρύνουν τους προλετάριους και έπεται το επόμενο διάστημα η ψήφιση του νέου νόμου για τις εργασιακές σχέσεις, η συνέχιση δηλαδή της αναδιάρθρωσης των σχέσεων εκμετάλλευσης προς όφελος του κεφαλαίου. Επιπλέον, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σύναψε τον Μάρτιο του 2016 συμφωνία με την ΕΕ και την Τουρκία για την επιβολή ενός δρακόντειου μηχανισμού περιορισμού, ελέγχου και πειθάρχησης των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που προσπαθούν να έλθουν στην Ευρώπη από τις εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Ασίας. Στο εσωτερικό της χώρας ακολουθείται, αφενός, μια πολιτική εκτοπισμού των μεταναστών χωρίς χαρτιά σε γεωγραφικά απομονωμένα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η οποία έχει ως στόχο την απομόνωσή τους από την κοινωνική ζωή και το ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα και, αφετέρου, μια πολιτική καταστολής των κινητοποιήσεων των μεταναστών αλλά και των πιο ριζοσπαστικών εγχειρημάτων αλληλεγγύης, όπως οι καταλήψεις στέγης μεταναστών στη Θεσσαλονίκη και το εγχείρημα No Border Kitchen στη Λέσβο.[2]

Για την κατάσταση του κινήματος

Το ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα βρίσκεται, μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, σε κατάσταση αποσύνθεσης. Στους χώρους εργασίας επικρατεί σιγή νεκροταφείου, με μοναδική εξαίρεση τις απεργίες στα ΜΜΜ που ιδιωτικοποιούνται και τις απεργίες των ναυτεργατών, οι οποίες διατηρούν έναν απολύτως διαχωρισμένο κλαδικό χαρακτήρα. Στον δημόσιο τομέα οι περισσότεροι εργαζόμενοι νιώθουν ανακούφιση για την απόσυρση του μέτρου της διαθεσιμότητας από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και δεν υπάρχει καμία διάθεση για κινητοποίηση, ενώ η συνδικαλιστική δράση των αριστερών παρατάξεων είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ανύπαρκτη αν όχι υπονομευτική. Στον ιδιωτικό τομέα, το τεράστιο ποσοστό ανεργίας συνεχίζει να παίζει τον κατασταλτικό του ρόλο. Οι δε κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ για το ασφαλιστικό και τα εργασιακά ήταν εντελώς άμαζες. Το κίνημα της άρνησης πληρωμών έχει σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει, με την εξαίρεση ορισμένων δράσεων σαμποτάζ των ακυρωτικών μηχανημάτων και εναντίον των ελεγκτών. Οι αυταπάτες σχετικά με τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχουν διαλυθεί ολοκληρωτικά, χωρίς όμως αυτή η διάλυση να μετασχηματίζεται σε δυναμικό για άμεση δράση διότι η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν της ήττας του κινήματος.

Όσον αφορά δε τη στάση απέναντι στο ζήτημα της βιοπολιτικής διαχείρισης των μεταναστών προλετάριων, από τη μια μεριά εκφράζεται από ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού ένα αφηρημένο φιλανθρωπικό-αντιρατσιστικό αίσθημα και από την άλλη μεριά εκφράζεται εθνικιστικό μίσος απέναντι στους «ξένους», το οποίο είτε βασίζεται σε αισθήματα μνησικακίας των πιο πατημένων εργατών («ποιος με βοήθησε εμένα για να τους βοηθήσω»), είτε βασίζεται στον κυνικό (και ενίοτε κοντόφθαλμο) ατομικισμό («δεν τους θέλω γιατί υποβαθμίζουν τη γειτονιά και την ιδιοκτησία μου / γιατί διώχνουν τον τουρισμό»). Όσον αφορά το κίνημα αλληλεγγύης, περιλαμβάνει τόσο μια ανθρωπιστική / δημοκρατική όσο και μια μειοψηφική ταξική ανταγωνιστική συνιστώσα.

Τέλος, ο αναρχικός / αντιεξουσιαστικός χώρος βρίσκεται κι αυτός σε μεγάλη κρίση. Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων έχει οδηγηθεί στην ιδιώτευση λόγω της γενικότερης κάμψης του ανταγωνιστικού κινήματος, ενώ κάποιες ομάδες έχουν διαλυθεί. Ταυτόχρονα, μια μερίδα του α/α χώρου έχει οδηγηθεί προς τον αριστερό πατριωτικό αντι-ιμπεριαλισμό όσον αφορά τη θεωρία και την πρακτική της, έχοντας εγκαταλείψει τον αντικρατικό προσανατολισμό και φτάνοντας στο σημείο σε ορισμένες περιπτώσεις να υποστηρίζει ευθέως την αναβίωση του κρατικού καπιταλισμού του ανατολικού μπλοκ, όταν δεν υποστηρίζει τον πιο «αδύναμο» ρώσικο ιμπεριαλισμό έναντι των αμερικάνων. Μια άλλη μερίδα του α/α χώρου, έχει βυθιστεί μέσα στην πολιτική της ταυτότητας του ενός ή του άλλου κοινωνικού κομματιού που υφίσταται καταπίεση και τη διεκδίκηση των «κοινωνικών δικαιωμάτων» που θα πρέπει αυτά να απολαμβάνουν, μια πολιτική που επίσης ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη της αντικρατικής τοποθέτησης, αφού τα «κοινωνικά δικαιώματα» θεσπίζονται πάντοτε στο πλαίσιο ενός κρατικού δικαιικού πλαισίου. Η διαφορά των δύο αυτών μερίδων συνίσταται απλώς στο ότι οι μεν αναφέρονται σε ένα «σοσιαλιστικό», εθνικά ανεξάρτητο, κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς ενώ οι δε σε ένα πολιτικά φιλελεύθερο, σοσιαλδημοκρατικό καπιταλιστικό καθεστώς. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για αφηρημένες και διαχωρισμένες πολιτικές τοποθετήσεις που υποβαθμίζουν, αν δεν αγνοούν, τα συγκεκριμένα συμφέροντα και ανάγκες του προλεταριάτου χάριν ενός στρεβλού ριζοσπαστισμού. Μάλιστα, αυτός ο διαχωρισμός εμφανίζεται ορισμένες φορές ως πλήρης αποσύνδεση από την ιστορική πραγματικότητα και ως επίκληση ενός φαντασιακού ηρωικού παρελθόντος, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση της ικανότητας δράσης σε σχέση με τα πραγματικά ζητήματα της ταξικής πάλης.

Το ζήτημα της οργάνωσης και η δημόσια σφαίρα

Το θέμα αυτού του βιβλίου εστιάζει ακριβώς στο ζήτημα της οργάνωσης του ταξικού ανταγωνιστικού κινήματος, όχι όμως από τη σκοπιά της συγκρότησης μιας διαχωρισμένης συλλογικότητας που εμφορείται από λιγότερο ή περισσότερο πρωτοποριακές αντιλήψεις, αλλά από τη σκοπιά της δημιουργίας της αναγκαίας μορφής μεσολάβησης μέσω της οποίας οι κατακερματισμένες και αλυσιτελείς εμπειρίες αντίθεσης και αγώνα ενάντια στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις μπορούν να συνδυαστούν σε μια θεωρητικά μεσολαβημένη συνείδηση, σε έναν τρόπο ζωής και αγώνα, σε μια συλλογική πρακτική μέσα από την οποία θα μπορέσουμε να καταργήσουμε και να μετασχηματίσουμε τις υφιστάμενες κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις, να κινηθούμε δηλαδή προς την κατεύθυνση της κατάργησης του κεφαλαίου και όλων των αλλοτριωτικών του μεσολαβήσεων (χρήμα, μισθωτή εργασία, κράτος, ιδιότητα του πολίτη, θέαμα κ.ο.κ.).

Για να προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα υιοθετήσαμε την έννοια της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας που εισήγαγαν οι Oskar Negt και Alexander Kluge[3] στο βιβλίο Öffentlichkeit und Erfahrung: Zur Organisationsanalyse von bürgerlicher und proletarischer Öffentlichkeit (Δημόσια Σφαίρα και Εμπειρία. Μια ανάλυση της αστικής και της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας), το οποίο εκδόθηκε το 1972 στη Γερμανία. Οι μαρξιστές αυτοί όρισαν τη δημόσια σφαίρα ως την αναγκαία μεσολάβηση ανάμεσα στις μεταβαλλόμενες μορφές της καπιταλιστικής παραγωγής, από τη μια μεριά, και την οργάνωση της κοινωνικής εμπειρίας, από την άλλη. Με μαρξικούς όρους, η δημόσια σφαίρα είναι η αναγκαία μεσολάβηση ανάμεσα στο κοινωνικό είναι και τη συνείδηση.

Προτού παρουσιάσουμε την έννοια της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας όπως την εισήγαγαν οι εν λόγω συγγραφείς είναι απαραίτητο να δούμε πώς πρωτοχρησιμοποίησε την έννοια της δημόσιας σφαίρας ο Jürgen Habermas στο έργο του Strukturwandel der Öffentlichkeit (Αλλαγή δομής της δημοσιότητας) που εκδόθηκε το 1962 στη Γερμανία.

Η έννοια της αστικής δημόσιας σφαίρας στον Habermas

Ο γερμανικός όρος Öffentlichkeit (δημόσια σφαίρα) υποδηλώνει ταυτόχρονα, αφενός, την έννοια του δημόσιου χώρου υπό μια γεωγραφική έννοια, δηλαδή των κοινωνικών τόπων όπου αρθρώνονται, διαδίδονται και τίθενται υπό διαπραγμάτευση τα κοινωνικά νοήματα και, αφετέρου, την έννοια του συλλογικού σώματος που διαμορφώνεται μέσω και εντός αυτής της διαδικασίας: του «κοινού». Αλλά ο όρος Öffentlichkeit αναφέρεται επίσης και σε μια ουσία ή κριτήριο του νοήματος –τη διαφάνεια ή ανοικτότητα (που έχει την ίδια ρίζα στη Γερμανική γλώσσα, «offen»)– το οποίο παράγεται τόσο μέσα σε αυτά τα πεδία όσο και σε ευρύτερα πλαίσια που δεν είναι χωροταξικά οριοθετημένα. Πιο συγκεκριμένα, ο Habermas γράφει σχετικά στο βιβλίο του τα εξής: «Η αστική δημόσια σφαίρα μπορεί κατ’ αρχάς να νοηθεί ως η σφαίρα των ιδιωτών που απαρτίζουν ένα κοινό· οι ίδιοι δεν αργούν να χρησιμοποιήσουν τη ρυθμιζόμενη από τις αρχές βάσει κανονισμών δημόσια σφαίρα εναντίον της ίδιας της δημόσιας εξουσίας, σε μια αντιπαράθεση για τους κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις της βασικά ιδιωτικοποιημένης, αλλά δημόσιου ενδιαφέροντος σφαίρα της κοινωνικής εργασίας και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων».[4]

Ο Habermas υποστηρίζει ότι λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών του 18ου αιώνα, η αστική δημόσια σφαίρα δημιουργήθηκε ως ένας σχηματισμός ανάμεσα στην κοινωνία των ιδιωτών και το κράτος, μέσα στον οποίο ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος γίνονταν αντικείμενο κριτικής δημόσιας συζήτησης. Σύμφωνα με την κοινωνικο-ιστορική περιγραφή που δίνει στο βιβλίο του, η διαδικασία σχηματισμού της αστικής δημόσιας σφαίρας τέθηκε σε κίνηση από την ανάγκη ανταλλαγής και συζήτησης των ειδήσεων και άλλων ζητημάτων ενδιαφέροντος, στα πλαίσια της ανάπτυξης των καπιταλιστικών εμπορικών συναλλαγών. Μέσα στη σύγκρουσή της με τις απόκρυφες και γραφειοκρατικές πρακτικές του απολυταρχικού κράτους, η αναδυόμενη αστική τάξη αντικατέστησε σταδιακά τη δημόσια σφαίρα των επίσημων εμφανίσεων των κοσμικών και θρησκευτικών αρχόντων, μέσα στην οποία απλώς προβαλλόταν η εξουσία τους ενώπιον των υπηκόων τους, με μια δημόσια σφαίρα εντός της οποίας η κρατική εξουσία ελέγχεται δημόσια από τους αστούς-πολίτες μέσω του τεκμηριωμένου και κριτικού λόγου.

Ο Habermas απαριθμεί τρία θεσμικά κριτήρια ως ιστορικές προϋποθέσεις για την ανάδυση της αστικής δημόσιας σφαίρας: «Πρώτον, απαιτείται ένα είδος κοινωνικής συναναστροφής που δεν προϋποθέτει την ισότητα της κοινωνικής θέσης και γενικά δεν λαμβάνει υπόψη το κοινωνικό γόητρο των μελών. Η τελετουργία των κοινωνικών βαθμίδων τείνει να υποχωρήσει μπροστά στην επιβαλλόμενη διακριτικότητα της ισοτιμίας. Η ισοτιμία, στη βάση της οποίας και μόνο μπορεί να υπερισχύσει το κύρος του επιχειρήματος έναντι του κύρους της κοινωνικής ιεραρχίας και τελικά επίσης να επιβληθεί, νοείται, σύμφωνα με την αυτοαντίληψη της εποχής, ως ισοτιμία του ‘απλώς ανθρώπινου’. Les hommes, private gentlemen, οι ιδιώτες, όλοι αυτοί δεν αποτελούν το κοινό μόνο υπό την έννοια ότι η εξουσία και η υπόληψη των δημόσιων αξιωμάτων δεν ισχύουν πια· δεν επιτρέπεται να παίζουν κατά βάση κανένα ρόλο ούτε οι οικονομικές εξαρτήσεις· υπό αναστολή βρίσκονται τόσο οι νόμοι της αγοράς όσο και οι νόμοι του κράτους. Με τα καφενεία, τα σαλόνια και τις εταιρείες ή συντροφιές δεν πραγματώθηκε ασφαλώς στα σοβαρά αυτή η ιδέα του κοινού, αλλά με αυτά θεσμοθετήθηκε ως ιδέα και έτσι τέθηκε ως αντικειμενική αξίωσηΗ συζήτηση σε ένα τέτοιο κοινό προϋποθέτει, δεύτερον, τον προβληματισμό πάνω σε πεδία που ως τότε δεν είχαν θεωρηθεί προβληματικά. Το ‘γενικό’, το όλον, με το οποίο ασχολείται κριτικά το κοινό, ήταν υπόθεση που άνηκε στο μονοπώλιο ερμηνείας των εκκλησιαστικών και των κρατικών αυθεντιών, και αυτό όχι μόνο από τον άμβωνα ή τη γραμματεία, αλλά και στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία και την τέχνη… Στο βαθμό που τα φιλοσοφικά και τα λογοτεχνικά έργα, γενικά τα έργα τέχνης, παράγονται για την αγορά και διαδίδονται μέσω της αγοράς, αυτά τα πολιτιστικά αγαθά εξομοιώνονται με τις πληροφορίες εκείνου του είδους: ως εμπορεύματα είναι κατά βάση γενικώς προσιτά. Δεν παραμένουν πια συστατικά μιας δημοσιότητας των επίσημων, εκκλησιαστικών και αυλικών, εμφανίσεων… Οι ιδιώτες, στους οποίους το έργο είναι προσιτό ως εμπόρευμα, το βεβηλώνουν, το εκκοσμικεύουν, καθώς αναζητούν το νόημά του αυτόνομα, μέσω της ορθολογικής συνεννόησης μεταξύ τους, το συζητούν και πρέπει να το εκφράσουν ρητά, ενώ ως άρρητο μπορούσε να αναπτύσσει τη δύναμη που εκπέμπει η αυθεντίαΗ ίδια διαδικασία που εμπορευματοποιεί την κουλτούρα και έτσι τη μετατρέπει πια σε μια κουλτούρα ικανή να γίνει αντικείμενο συζήτησης, κάνει το κοινό να παραμένει κατά βάση ανοιχτό, και αυτό είναι το τρίτο κριτήριο. Όσο αποκλειστικό και αν ήταν κάθε φορά το κοινό, ποτέ δεν μπορούσε να μείνει εντελώς κλειστό και να λάβει την άκαμπτη μορφή μιας κλίκας, διότι πάντοτε θεωρούσε ότι η θέση του ήταν εκεί όπου πραγματικά βρισκόταν, δηλαδή μέσα σε ένα μεγαλύτερο κοινό ιδιωτών, οι οποίοι, με την προϋπόθεση ότι διέθεταν ιδιοκτησία και μόρφωση, ως αναγνώστες, ακροατές και θεατές μπορούσαν μέσω της αγοράς να κυριεύσουν τα αντικείμενα των συζητήσεων».[5]

Η έννοια της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας

Οι Negt και Kluge έρχονται σε αντίθεση με τον Habermas καθώς ορίζουν τη δημόσια σφαίρα ως μια κατηγορία που αφορά την ολότητα της κοινωνίας και όχι ως έναν διακριτό σχηματισμό ανάμεσα στην «κοινωνία των ιδιωτών» και το κράτος. Για τους συγγραφείς αυτούς, η δημόσια σφαίρα είναι η ιστορικά προσδιορισμένη και μεταβαλλόμενη μορφή μεσολάβησης ανάμεσα στην καπιταλιστική παραγωγή και την πολιτισμική οργάνωση των ανθρώπινων ιδιοτήτων και αισθήσεων. Υπό αυτή την έννοια, η δημόσια σφαίρα είναι ο «γενικός ορίζοντας της κοινωνικής εμπειρίας» στο πλαίσιο του οποίου τα άτομα αντιλαμβάνονται και ερμηνεύουν την κοινωνική πραγματικότητα. Επομένως, η έρευνά τους εστιάζει στην ανάλυση της σχέσης των διάφορων μορφών της δημόσιας σφαίρας με τα αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα που διαμορφώνουν την κοινωνική πρακτική της καθημερινής ζωής.

Σε αυτή τη βάση, ασκούν κριτική στον Habermas για το γεγονός ότι ταυτίζει την ιστορική αξίωση νομιμότητας της αστικής δημόσιας σφαίρας, που παρουσιάζεται ως μορφή ελέγχου της κρατικής εξουσίας από την «κοινή γνώμη», με την πραγματική λειτουργία της ως εργαλείου ταξικής κυριαρχίας. Όπως χαρακτηριστικά γράφουν: «οι μορφές της αστικής δημόσιας σφαίρας –λ.χ. η διάκριση των εξουσιών, ο διαχωρισμός ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, ανάμεσα στην πολιτική και την παραγωγή, ανάμεσα στην καθημερινή γλώσσα και την αυθεντική κοινωνική έκφραση, ο διαχωρισμός μεταξύ της εκπαίδευσης, της επιστήμης και της τέχνης, από τη μια μεριά, και των συμφερόντων και των εμπειριών των μαζών από την άλλη– δεν επιτρέπουν καν την απλή έκφραση της κοινωνικής κριτικής, της αντιτιθέμενης δημόσιας σφαίρας και της χειραφέτησης της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Είναι αδύνατη η οργάνωση των εμπειριών και των συμφερόντων του προλεταριάτου, υπό την ευρύτερη έννοια, εντός αυτού του κατακερματισμού όλων των αλληλοσυσχετιζόμενων ποιοτικών στοιχείων της εμπειρίας και της κοινωνικής πρακτικής».[6] Παρόλο που και ο Habermas αναγνωρίζει τις αντιφάσεις του φιλελεύθερου μοντέλου της δημόσιας σφαίρας, αντιπαραθέτει τον ιδεατό της τύπο στην πραγματική της ύπαρξη.

Σε σχέση με αυτό του ασκούν κριτική για το ότι ενώ παραδέχεται ότι η αστική δημόσια σφαίρα αποτελεί αντικείμενο χειραγώγησης από «προνομιούχες ομάδες», αναφέρεται στο γεγονός αυτό ως «αναβίωση της φεουδαρχίας» και αναζητά μια διαφορετική θεμελίωσή της στον δημοκρατικό πλουραλισμό του κοινωνικού κράτους. Αντιθέτως, οι Negt και Kluge υπογραμμίζουν ότι μια τέτοια θεμελίωση απλώς αποκρύπτει τις θεμελιώδεις αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και ότι οι ιστορικά μεταβαλλόμενες μορφές της αστικής δημόσιας σφαίρας θα πρέπει να ερμηνευθούν επί τη βάσει της ιστορικής πορείας της καπιταλιστικής αξιοποίησης.

Πιο συγκεκριμένα, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η κλασική αστική δημόσια σφαίρα, δηλαδή ο αστικός τύπος, τα κόμματα, οι λέσχες και οι σύλλογοι που σχετίζονται με τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, έχει ξεπεραστεί από τις λεγόμενες «βιομηχανοποιημένες δημόσιες σφαίρες της παραγωγής», δηλαδή τα ΜΜΕ, την οργάνωση της φαινομενικότητας του αστικού τοπίου και των βιομηχανικών ζωνών, τη «βιομηχανία της συνείδησης», δηλαδή τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ, τα τμήματα δημόσιων σχέσεων των επιχειρήσεων και των «ομάδων συμφερόντων». Σε αντίθεση με την κλασική αστική δημόσια σφαίρα της οποίας κύρια αδυναμία ήταν ο διαχωρισμός της δημόσιας από την ιδιωτική ζωή, οι βιομηχανοποιημένες δημόσιες σφαίρες διακρίνονται από το ότι παράγονται βιομηχανικά και επεκτείνονται σε όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής. Η εμπορευματική παραγωγή έχει αγκαλιάσει όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο η εμφάνιση των εμπορευμάτων αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία τείνοντας να αποσπαστεί από την αξία χρήσης. Μέσα από αυτή την εξέλιξη τα εμπορεύματα συμμετέχουν και αυτά στη δημόσια σφαίρα: γίνονται αντικείμενα της φαντασιακής κατανάλωσης. Με αυτή την έννοια, οι ανθρώπινες ανάγκες και οι μορφές συνείδησης γίνονται και αυτές αντικείμενα της καπιταλιστικής παραγωγής.

Οι ανάγκες των προλετάριων αναγνωρίζονται στον βαθμό που μπορούν να ενταχθούν στην καπιταλιστική διαδικασία αξιοποίησης. Το κεφάλαιο προσαρμόζεται στις πραγματικές ανάγκες αλλά την ίδια στιγμή τις διαμορφώνει ώστε να μπορεί να τις εντάξει στην αξιοποίησή του. Έτσι, η προλεταριακή εμπειρία και οι προλεταριακές ανάγκες χωρίζονται στα δύο: ένα κομμάτι απορροφάται εντός των νέων βιομηχανοποιημένων δημόσιων σφαιρών ενώ το άλλο αποκλείεται αφού δεν είναι αναγκαίο ή τίθεται ενάντια στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου και τους θεσμούς νομιμοποίησης. Έτσι, το κεφάλαιο συγκροτεί αρνητικά ένα σύνολο συμφερόντων και ιδιοτήτων που δεν μπορούν να ενταχθούν πλήρως στη διαδικασία αξιοποίησής του. Οι Negt και Kluge έβλεπαν αυτό το σύνολο ιδιοτήτων και συμφερόντων να εκφράζεται την εποχή που έγραφαν, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στις τάσεις φυγής και τις φαντασιακές δραστηριότητες της αντικουλτούρας και των υποκουλτούρων, οι οποίες για αυτούς αποτελούσαν μια ασυνείδητη έμπρακτη κριτική της αλλοτρίωσης. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα τον όρο «φράγμα της πραγματικής ζωής» για να μιλήσουν για αυτό το σύνολο ιδιοτήτων και συμφερόντων. Όπως χαρακτηριστικά έγραφαν: «όπου γίνονται προσπάθειες ενσωμάτωσης αυτού του φράγματος στα καπιταλιστικά συμφέροντα, π.χ. μέσω της υπαγωγής του πλαισίου ζωής στη βιομηχανία της συνείδησης και τη βιομηχανία προγραμμάτων ή τις νέες δημόσιες σφαίρες της παραγωγής, η διαδικασία καταπίεσης και αποκλεισμού παράγει ένα νέο, πιο διαφοροποιημένο φράγμα αναλόγως».[7]

Επομένως, η αυξανόμενη κοινωνικοποίηση των αναγκών εντός της βιομηχανοποιημένης δημόσιας σφαίρας θέτει δυνητικά σε κίνηση την αντίσταση στην αλλοτριωμένη παραγωγή στο πεδίο της φαντασίας. Οι νέες ανάγκες που προκύπτουν μέσα από αυτή τη διαδικασία αντιτίθενται στην πειθαρχία και τον αφηρημένο χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής θέτοντας τις βάσεις για την ανάδυση της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας που τις οργανώνει σε πολιτικές μορφές συνείδησης και δραστηριότητας. Αυτή η αρνητική, διαλεκτική σχέση του «φράγματος της πραγματικής ζωής» με την καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής θα συνεχίσει να υπάρχει εφόσον το κεφάλαιο είναι εξαρτημένο από τη ζωντανή εργασία που είναι η μοναδική πηγή της αξίας.

Σύμφωνα με τους Negt και Kluge, η προλεταριακή δημόσια σφαίρα διακρίνεται από την αστική δημόσια σφαίρα, καθώς τίθεται ενάντια στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής μέσα από την οργάνωση των προλεταριακών αναγκών και συμφερόντων. Η προλεταριακή δημόσια σφαίρα αποτελεί επομένως μια αναγκαία μορφή μεσολάβησης μέσω της οποίας οι κατακερματισμένες εμπειρίες αντίθεσης στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις μπορούν να συνδυαστούν σε μια θεωρητικά μεσολαβημένη συνείδηση και τρόπο ζωής που είναι προσανατολισμένα σε μια συλλογική πρακτική η οποία καταργεί και μετασχηματίζει τις υπάρχουσες συνθήκες. Πρόκειται για μια αντιφατική και μη-γραμμική διαδικασία η οποία δεν έχει καμία σχέση με την προγραμματική ενότητα της τάξης και της συνείδησής της που σύμφωνα με τους λενινιστές συγκροτείται από το προλεταριακό κόμμα. Η ταξική οργάνωση δεν μπορεί πια να στηρίζεται στον μύθο της συγκρότησης του ολοκληρωμένου και ενιαίου προλεταριακού υποκειμένου που οργανώνεται στο προλεταριακό κόμμα και διαμορφώνεται πέραν των επιμέρους αναγκών και συμφερόντων των διαφορετικών κομματιών της τάξης, π.χ. των γυναικών, των μειονοτήτων, των ανέργων, των βιομηχανικών εργατών, κλπ. Αντιθέτως, η επαναστατική στρατηγική οφείλει να συνενώνει τις αντιστάσεις σε όποια σφαίρα της κοινωνικής ζωής εμφανίζονται: στα εργοστάσια, στην εκπαίδευση, στην οικογένεια, στη σφαίρα του λεγόμενου ελεύθερου χρόνου. Όπως έγραφε ο Negt:

«Η ιστορία του εργατικού κινήματος σε όλες τις βιομηχανικές χώρες αποδεικνύει ότι ήταν καταστροφικό για τα προλεταριακά κόμματα, τόσο τους Σοσιαλδημοκράτες όσο και τους Κομμουνιστές, να χαρακτηρίζουν συνεχώς τα μέλη τους (για να μην αναφερθούμε στους ψηφοφόρους που συχνά αλλάζουν κόμμα) ως Σοσιαλδημοκράτες, Κομμουνιστές ή ταξικά συνειδητούς προλετάριους, την ίδια στιγμή που οι συγκεκριμένες ανάγκες τους, όπως οι συνθήκες ζωής, η φροντίδα των παιδιών, η σεξουαλικότητα, ο ελεύθερος χρόνος παρέμειναν υπανάπτυκτες και στάσιμες ή οργανώθηκαν από τα πάνω με τέτοιο τρόπο που τα συμφέροντα και οι ανάγκες τους, ως υποπροϊόντα του καπιταλισμού, δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την ελεύθερη έκφρασή τους».[8]

Για τους συγγραφείς, κάθε ιστορικά οριοθετημένη μορφή της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας που τίθεται ως οριστική μορφή του εργατικού κινήματος προστίθεται στο συνολικό σύστημα μπλοκαρίσματος της προλεταριακής εμπειρίας και το σύστημα αυτό πρέπει να καταστραφεί συνολικά. «Η οργάνωση του κόμματος βασίζεται στον μύθο ότι αποτελεί την οριστική μορφή της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας, που μεσολαβεί τη σχέση της ολότητας της κοινωνίας με τη συγκεκριμένη προλεταριακή εμπειρία. Αυτός ο μύθος εμποδίζει τη δημιουργία και την ανάπτυξη νέων μορφών εμπειρίας, νέων μορφών της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας».[9]

Αντιθέτως, μόνο η σκόπιμη πολιτικοποίηση των θεμελιωδών ζωτικών συμφερόντων και αναγκών μπορεί να αποτελέσει το σταθερό πλαίσιο της επαναστατικής πράξης. Σύμφωνα με τον Negt, «αν, όπως ήδη σημείωσα, οι κατεστημένες οργανώσεις προϋποθέτουν ένα ‘ολοκληρωμένο’ ανθρώπινο ον που συνδέεται με αυτές μέσω της δέσμευσής του ως μέλος τους, η πρώτη πολιτική πράξη μιας επαναστατικής οργάνωσης πρέπει να είναι η αποκάλυψη αυτής της απατηλής ολότητας. Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος ξεπροβάλλει στο τέλος της επαναστατικής διαδικασίας και όχι στην αρχή της, εφόσον είναι κατακερματισμένος από την καπιταλιστική παραγωγή και κατανάλωση ως προς τα χαρακτηριστικά, τις ικανότητες, τα συμφέροντα και τις ανάγκες του».[10] Η προλεταριακή δημόσια σφαίρα είναι το συστατικό στοιχείο μιας ιδιαίτερα σύνθετης διαδικασίας οργάνωσης που έχει ως στόχο «να απελευθερώσει και να ανακατευθύνει (Aufhebung) την εμπειρία που είναι μπλοκαρισμένη στο προλεταριακό πλαίσιο ζωής».[11]

Υπό αυτή την έννοια, η προλεταριακή δημόσια σφαίρα δεν ταυτίζεται με τη δημόσια σφαίρα των εργατών όπως αυτή υπάρχει (συνδικάτα, κόμματα, κλπ) καθώς αυτή εμπεριέχει αστικές δομές. Η προλεταριακή δημόσια σφαίρα είναι μια ενεργός διαδικασία εντός της υπάρχουσας δημόσιας σφαίρας των εργατών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή της ταξικής συνείδησης και της ταξικής πάλης (ομάδες αυτομόρφωσης, αναρχικές και κομμουνιστικές εκδόσεις, καταλήψεις, αυτόνομες μορφές προλεταριακής οργάνωσης που έρχονται σε σύγκρουση με τις κρατικά ενσωματωμένες οργανώσεις των εργαζόμενων, αυτόνομες μορφές παραγωγής τέχνης, κλπ.).

Το ζήτημα για τους Negt και Kluge είναι η απελευθέρωση της παραγωγικής δύναμης της φαντασίας μέσα από τη δημιουργία νέων αυτόνομων μορφών και μέσων επικοινωνίας που θα μπορούν να συνδέσουν τις εντυπώσεις του παρόντος, τις επιθυμίες του παρελθόντος και την εκπλήρωση των επιθυμιών στο μέλλον και να υπερβούν τον ανιστορικό, ποσοτικοποιημένο χρόνο και το ανιστορικό παρόν και μέλλον της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα ιδιαίτερα συμφέροντα, οι ανάγκες και οι επιθυμίες μέσα στις σφαίρες της παραγωγής και της καθημερινής ζωής πρέπει να συνδεθούν με την ολότητα της κοινωνίας μέσα από τη δημιουργία αυτών των μορφών επικοινωνίας. Η διάλυση του πλαισίου της ενσωμάτωσης της φαντασίας και των επιθυμιών στον κόσμο των εμπορευμάτων και του θεάματος μπορεί να γίνει μόνο εφόσον η εκπλήρωση αυτών των νοημάτων και των επιθυμιών αναληφθεί μέσα σε μια προλεταριακή δημόσια σφαίρα, ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν μέσα στις αυτόνομες μορφές της προλεταριακής δράσης.

Κριτική της διαχωρισμένης δραστηριότητας των πολιτικών ομάδων

Εξαιρετικό ενδιαφέρον σε σχέση με τη σημερινή συγκυρία έχει η κριτική που κάνουν οι Negt και Kluge στις «ριζοσπαστικές» πολιτικές ομάδες της εποχής τους, αν και συχνά δεν συγκεκριμενοποιείται επαρκώς με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή στον αναγνώστη. Πρώτα-πρώτα ασκούν κριτική σε έναν στρεβλό ριζοσπαστισμό, ο οποίος χαρακτηρίζει τις πολιτικές ομάδες και οργανώσεις, που δεν γειώνεται στην πραγματική εμπειρία των προλετάριων και των αγώνων τους αλλά στηρίζεται σε διαχωρισμένες, ιδεολογικές αρχές και προγράμματα (π.χ. φέρνουν ως παράδειγμα το πρότυπο του «νέου σοσιαλιστικού ανθρώπου» που πλάσαραν τα κάθε λογής σταλινικά κόμματα). Αυτού του είδους ο ριζοσπαστισμός παράγει μια «υπερβολική, επεξεργασμένη εμπειρία» την οποία βιώνουν τα μέλη αυτών των ομάδων που είναι διαχωρισμένη από την πραγματική προλεταριακή εμπειρία. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ένας ριζοσπαστισμός τέτοιου είδους λειτουργεί με καπιταλιστικούς όρους αφού αντιμετωπίζει τους προλετάριους ως αντικείμενα που πρέπει να εκπαιδευτούν και να χειραγωγηθούν σύμφωνα με τις προτεραιότητες της πολιτικής ομάδας, ενώ οι ανάγκες και τα συμφέροντα της «βάσης» που δεν έχουν σχέση με αυτές τις προτεραιότητες θεωρούνται υποδεέστερα και άχρηστα για την επαναστατική διαδικασία. Πρόκειται στην ουσία για μια ιδιαίτερα σκληρή κριτική στην αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική πολιτική δραστηριότητα πολλών «επαναστατικών» ομάδων, που θέτουν την εξυπηρέτηση των δικών τους αφηρημένων και διαχωρισμένων πολιτικών στόχων πάνω από τα ενδιαφέροντα, τα συμφέροντα και τις ανάγκες των προλετάριων.

Το δεύτερο σκέλος της κριτικής –που έχει άμεση σχέση με το προηγούμενο– εστιάζει στην κινητοποίηση των πολιτικών ομάδων όχι βάσει των συγκεκριμένων συμφερόντων και διεκδικήσεων μέσα στους χώρους εργασίας, εκπαίδευσης και καθημερινής ζωής αλλά βάσει των αποκαλούμενων «πολιτικών αξιακών αφαιρέσεων» (π.χ. τις κινητοποιήσεις για τη νίκη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στο Βιετνάμ ή ακόμη και για τη νίκη ενός παραδειγματικού εργατικού αγώνα). Με αυτό τον τρόπο τα άμεσα ζητήματα που μπορεί να βιώνει το υποκείμενο της πολιτικής δράσης στη δική του ζωή διαχωρίζονται από τους αφηρημένους πολιτικούς σκοπούς που θέτει. Είναι μάλιστα πολύ εύστοχη η παρατήρησή τους ότι οι επαναστατικά διατυπωμένοι στόχοι μπορεί να συνδυάζονται με την απουσία οποιασδήποτε σύγκρουσης με τις υφιστάμενες αστικές σχέσεις. Ουσιαστικά, οι Negt και Kluge θέτουν εδώ το ζήτημα της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους αφηρημένους πολιτικούς στόχους και τα συγκεκριμένα καθημερινά βήματα του αγώνα. Η διάρρηξη αυτής της αλληλεπίδρασης οδηγεί από, τη μια μεριά, στη διαχωρισμένη ιδεολογική πρακτική που, εκτός των άλλων, δεν έχει καμία αποτελεσματικότητα και, από την άλλη μεριά, στην ικανοποίηση επιμέρους συμφερόντων μέσα από την οργανική σύνδεσή τους με τη νομιμοποίηση του συστήματος.

Και τα δύο παραπάνω σκέλη της κριτικής παραπέμπουν άμεσα στις πρακτικές και τις λογικές αρκετών ομάδων του α/α χώρου σήμερα στην Ελλάδα.

Τέλος, οι συγγραφείς ασκούν κριτική στις ομάδες που παρότι εμφανίζονται ως υπέρμαχοι των αυτόνομων αγώνων (π.χ. των άγριων απεργιών) θεωρούν ότι η δική τους πολιτική δραστηριότητα είναι η μόνη ορθή. Παρόλο που υπάρχουν πολλές άλλες ομάδες που ξεκινούν από παρόμοιες αφετηρίες, δημιουργούνται ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα σε πρωτοβουλίες που παραμένουν απομονωμένες και αφηρημένες. Έτσι, δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια προλεταριακή δημόσια σφαίρα μεταξύ αυτών των ομάδων γιατί δεν κρίνουν, δεν διορθώνουν και δεν ερμηνεύουν τους δικούς τους στόχους και τις δικές τους ανάγκες σε σχέση με τους στόχους και τις ανάγκες των άλλων ομάδων. Μάλιστα, στην Ελλάδα υπάρχουν ομάδες που, παρότι έχουν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν την έννοια της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας, λειτουργούν σαν καθαρές σέχτες επιδιώκοντας να επιβάλλουν τη μικροεξουσία και την αυθεντία τους σε ένα κομμάτι του χώρου. Όχι μόνο δεν συμβάλλουν στη δημιουργία μιας προλεταριακής δημόσιας σφαίρας αλλά, αντιθέτως, μέσα από την πρακτική της συκοφαντίας των πολιτικών τους αντιπάλων ή ακόμη και όσων απλώς διαφωνούν μαζί τους, επιδιώκουν τον απόλυτο έλεγχο των διαδικασιών στις οποίες συμμετέχουν, πράγμα που είναι θλιβερό και γελοίο.

Τα κείμενα του βιβλίου

Θέλοντας να παρουσιάσουμε σε βάθος την έννοια της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας, ως αναγκαία μορφή μεσολάβησης ανάμεσα στις καπιταλιστικές ανταγωνιστικές κοινωνικές σχέσεις και την ταξική συνείδηση, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε για πρώτη φορά στα ελληνικά τα παρακάτω κείμενα:

1. Το άρθρο του Eberhard Knödler-Bunte, Προλεταριακή δημόσια σφαίρα και πολιτική οργάνωση: Μια ανάλυση του βιβλίου Δημόσια Σφαίρα και Εμπειρία των Oskar Negt και Alexander Kluge, που δημοσιεύτηκε στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού New German Critique τον Χειμώνα του 1975. Το άρθρο αυτό αποτελεί μια εξαιρετική σύνοψη του βιβλίου των Negt και Kluge που αναφέραμε παραπάνω.

2. Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο των Negt και Kluge, Δημόσια σφαίρα και Εμπειρία. Μια ανάλυση τς αστικής και της προλεταριακής δημόσιας σφαίρας, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1972 στα γερμανικά από τις εκδόσεις Suhrkamp. Για τη μετάφραση χρησιμοποιήσαμε τόσο τη γερμανική έκδοση όσο και την αγγλική μετάφραση. Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τον πρόλογο των συγγραφέων στη δεύτερη αγγλική έκδοση του 2016 που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Verso με τίτλο: Για τις νέες δημόσιες σφαίρες.

3. Το άρθρο του Alexander Kluge, Για τη δημόσια σφαίρα και την εμπειρία, που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Glass Shards. Echoes of a message in a bottle το οποίο εκδόθηκε στα γερμανικά το 2015 από τον εκδοτικό οίκο V & R unipress.

***

Η παρούσα έκδοση δεν παρέχει έτοιμες συνταγές για την οργάνωση του προλεταριακού κινήματος ενάντια στον κόσμο του κεφαλαίου και όλες τις αλλοτριωτικές διαμεσολαβήσεις του. Αποτελεί απλώς μια πρώτη απόπειρα να προσεγγιστεί το ζήτημα της οργάνωσης από τη σκοπιά της δημιουργίας μιας προλεταριακής δημόσιας σφαίρας. Ελπίζουμε να φανεί χρήσιμο στους αγώνες που θα δώσουμε την επόμενη περίοδο και να συμβάλλει έστω και λίγο στο ιστορικό κίνημα για τη δημιουργία ενός νέου κομμουνιστικού κόσμου χωρίς κράτος, εκμετάλλευση και αλλοτρίωση.

29/11/2016

Αντίθεση

[1] Αυτός ο τρόπος ρύθμισης περιλάμβανε μεταξύ άλλων: τα πελατειακά κομματικά-συνδικαλιστικά δίκτυα και την ύπαρξη ισχυρών συντεχνιακών-κορπορατιστικών συνδικάτων στον στενότερο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού μικρών οικογενειακών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ένα πολύ υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων, το συντριπτικά πλειοψηφικό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και τη λειτουργία της οικογένειας ως βασικού θεσμού κοινωνικής αναπαραγωγής. Παρότι δεν μπορούμε στα πλαίσια του προλόγου να προχωρήσουμε σε μια βαθύτερη ανάλυση, πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι αυτές οι μορφές κοινωνικής αναπαραγωγής αφενός είχαν ως αποτέλεσμα την ύπαρξη αυξημένων κοινωνικών προσδοκιών και αφετέρου αποτέλεσαν την προηγούμενη δεκαετία εμπόδιο στην επαρκή κινητοποίηση και κινητικότητα φθηνής εργασιακής δύναμης.

[2] Έχουμε προσπαθήσει να αναλύσουμε διεξοδικά αυτό το ζήτημα στην μπροσούρα που εκδώσαμε τον Ιούνιο του 2016: Vogelfrei. Τρία κείμενα για τη μετανάστευση, τις απελάσεις, το κεφάλαιο και το κράτος του.

[3] O Oskar Negt (1934) είναι γερμανός φιλόσοφος που ανήκει στη θεωρητική παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης. Έκανε τη διδακτορική του διατριβή υπό την επίβλεψη του Theodor Adorno και υπήρξε βοηθός του Jürgen Habermas στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και της Φρανκφούρτης. Ήταν μέλος της αριστερής φοιτητικής παράταξης SDS και του κινήματος της Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης (APO) το 1968. Τη δεκαετία του 1970 εντάχθηκε στην οργάνωση Sozialistisches Büro που ανήκε στο ρεύμα της Νέας Αριστεράς και στην οποία μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι Rudi Dutschke και Elmar Altvater. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 υποστήριξε το SPD διαγράφοντας μια πορεία ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο ρεύμα της αστικής πολιτικής όπως και πολλά άλλα μέλη της Νέας Αριστεράς.

O Alexander Kluge (1932) είναι γερμανός σκηνοθέτης, νομικός, συγγραφέας και φιλόσοφος που εντάσσεται και αυτός στη θεωρητική παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης. Συνδέθηκε φιλικά με τον Theodor Adorno ως νομικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας της Φρανκφούρτης. Υπήρξε βοηθός του σκηνοθέτη Fritz Lang και θεωρείται ιδρυτής του ρεύματος του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου στο οποίο ανήκαν επίσης ο Φασμπίντερ και ο Χέρτσοκ, μεταξύ άλλων. Από τη δεκαετία του ‘60 είναι στενός συνεργάτης του Oskar Negt μαζί με τον οποίο έγραψαν τρία σημαντικά βιβλία: Öffentlichkeit und Erfahrung (Δημόσια σφαίρα και εμπειρία), Die Maßverhältnisse des Politischen (Οι Διαστάσεις του Πολιτικού) και Geschichte und Eigensinn (Ιστορία και Επιμονή).

[4] Jürgen Habermas, Αλλαγή δομής της δημοσιότητας, Εκδόσεις Νήσος, 1997, σ. 83 (τροποποιημένη μετάφραση).

[5]Ό., σ. 93–94.

[6] Oskar Negt και Alexander Kluge, Öffentlichkeit und Erfahrung: Zur Organisationsanalyse von bürgerlicher und proletarischer Öffentlichkeit, Suhrkamp Verlag, 1972, σ. 14.

[7] Oskar Negt και Alexander Kluge, ό., σ. 107.

[8] Oskar Negt, Don’t Go by Numbers, Organize According to Interests!: Current Questions of Organization, New German Critique, No. 1, (Winter, 1974), σ. 48.

[9] Oskar Negt και Αlexander Κluge, ό.π., .σ. 65.

[10]Ό., σ. 48.

[11] Oskar Negt και Αlexander Κluge, ό., σ. 60.