για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του χρήματος και του κράτους ─ για τον κομμουνισμό

Εισήγηση της εκδήλωσης-συζήτησης για τον πόλεμο στην Ουκρανία που πραγματοποιήθηκε στις 17 Μαρτίου 2023 στο Α.Σ. Πέρασμα

Share with:


Διαφάνειες της εισήγησης

Τα όρια της γεωπολιτικής και του αντι-ιμπεριαλισμού και η προλεταριακή σκοπιά

Ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει εδώ και πάνω από ένα χρόνο στην Ουκρανία μετά την εισβολή του ρώσικου στρατού αποτελεί ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας και η έκβασή του θα επισφραγίσει το τέλος της μετασοβιετικής εποχής και τη χάραξη ενός νέου παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη. Για εμάς όμως το ουσιώδες και το ζωτικό δεν είναι οι κάθε λογής γεωπολιτικές αναλύσεις αλλά οι φρικτές συνέπειες του πολέμου εις βάρος της ζωής, των αναγκών και των δυνατοτήτων του προλεταριάτου τόσο στην Ουκρανία και τη Ρωσία όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Ελλάδας. Εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί Ουκρανοί και Ρώσοι στα πεδία των μαχών και ως θύματα των βομβαρδισμών, εκατομμύρια νέοι πρόσφυγες, εξαθλίωση, κρύο και σκοτάδι από τη διακοπή της ηλεκτροδότησης συνθέτουν το ζοφερό και απάνθρωπο σκηνικό στις περιοχές που βρίσκονται μέσα και δίπλα στα πεδία των μαχών. Ταυτόχρονα, ο πόλεμος και ο πληθωρισμός αξιοποιούνται για τη μετακύλιση του κόστους της καπιταλιστικής κρίσης στην τάξη μας σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε στη συνέχεια να ξεκινήσει μια νέα ανοδική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης χτισμένη πάνω στην εξαθλίωση και στη θανάτωση εκατομμύριων προλετάριων.

Οι εξελίξεις αυτές αρκούν ίσως από μόνες τους για να στηρίξουν τον τίτλο της σημερινής εκδήλωσης που αναφέρεται στα όρια της γεωπολιτικής και του αντι-ιμπεριαλισμού, και στην τοποθέτηση της προλεταριακής σκοπιάς απέναντί τους. Παρόλα αυτά, προτού επιχειρήσουμε μια ταξική ανάλυση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στη Ρωσία και την Ουκρανία κατά το διάστημα που προηγήθηκε, με στόχο τον εντοπισμό των βαθύτερων αιτιών της πολεμικής σύγκρουσης, είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε εν τάχει για ποιον λόγο θεωρούμε λανθασμένες και πολιτικά άστοχες τις γεωπολιτικές αντι-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις.

Οι γεωπολιτικές-αντι-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις βασίζονται στη λενινιστική θεωρία περί του ιμπεριαλισμού ως ανώτατου, δηλαδή τελικού σταδίου του καπιταλισμού. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού εθνικοποιούνται τα καπιταλιστικά συμφέροντα λόγω της κυριαρχίας των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο ιμπεριαλισμός όμως είναι καπιταλισμός που πεθαίνει, διότι το μονοπώλιο, σύμφωνα με τον Λένιν, σημαίνει απονέκρωση του καπιταλισμού, αφού λόγω της συγκεντροποίησης δεν υπάρχει πλέον ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων και άρα δεν αναπτύσσονται περαιτέρω οι παραγωγικές δυνάμεις. Μοναδική διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση είναι για κάθε εθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο η επέκταση σε νέες αγορές για την εξαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας διεθνούς δυναμικής διαρκούς «μοιράσματος του κόσμου», η έκβαση της οποίας αποφασίζεται εν τέλει μέσω του πολέμου – και η οποία οδηγεί τελικά στον παγκόσμιο πόλεμο. Τα μονοπώλια και τα κράτη τους ελέγχουν την αγορά, ενεργώντας συνειδητά και συνωμοτικά στη σύγκρουση ή και τη συνεργασία για το μοίρασμα της λείας. Ταυτόχρονα, τα υπερκέρδη που αποσπά κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη από τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση των υποτελών σε αυτή χωρών χρησιμοποιούνται και για την εξαγορά της αντίστοιχης εγχώριας εργατικής τάξης μέσω της παροχής καλύτερων μισθών και κοινωνικών υπηρεσιών. Έτσι ο καπιταλισμός γίνεται «παρασιτικός» καθώς όπως έλεγε ο Λένιν «η εκμετάλλευση όλων των καταπιεζόμενων εθνών και ιδιαίτερα η εκμετάλλευση των αποικιών από μια χούφτα “μεγάλες” Δυνάμεις μετατρέπει ολοένα και περισσότερο τον “πολιτισμένo” κόσμο σε παράσιτο στο σώμα των εκατοντάδων εκατομμυρίων μη πολιτισμένων λαών. Το προνομιούχο στρώμα του προλεταριάτου των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων ζει εν μέρει σε βάρος των εκατοντάδων εκατομμυρίων των μη πολιτισμένων λαών» και εγκαθιδρύεται μια άνιση διεθνής οικονομική πραγματικότητα στην οποία ισχυρό ρόλο έχουν τα ιμπεριαλιστικά κράτη και αδύναμο τα κράτη και οι λαοί που υποτάσσονται στους ιμπεριαλιστές.

Συνεπώς, η κύρια υπόθεση της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού είναι πως η υπανάπτυξη και τα δεινά των λαών της περιφέρειας έχουν ως αιτία την εξάρτηση των χωρών της περιφέρειας από τις μητροπολιτικές χώρες. Αυτό επιτυγχάνεται με τη «λεηλασία» των πόρων της περιφέρειας χωρίς ισάξιο αντάλλαγμα και με την κυριαρχία του ξένου κεφαλαίου επί του εγχώριου, δηλαδή το γεγονός ότι το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο εκμεταλλεύεται την εργασιακή δύναμη και τους φυσικούς πόρους της περιφέρειας χωρίς ανταγωνισμό από το ντόπιο κεφάλαιο.

Πέρα από το γεγονός ότι η θέση περί «παρασιτισμού» είναι ξεκάθαρα υπονομευτική στην ανάπτυξη διεθνών σχέσεων αλληλεγγύης και κοινού αγώνα μεταξύ των προλετάριων, αφού παρουσιάζει τους προλετάριους των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών ως εκμεταλλευτές των προλετάριων των λιγότερο αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών, είναι και λάθος. Λόγω της υψηλής παραγωγικότητας της εργασίας στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργατών σε αυτές είναι υψηλότερος σε σχέση με τους εργάτες και τις εργάτριες των λιγότερο αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών. Αυτό μάλιστα είναι κάτι που σημειώνεται από τον Μαρξ στο κεφάλαιο για τις «Εθνικές διαφορές στους μισθούς» στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη θέση περί παρασιτισμού, κατά την περίοδο της μεγαλύτερης επέκτασης των επενδύσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, θα έπρεπε η εργατική τάξη των ΗΠΑ να καρπωθεί τα οφέλη της ιμπεριαλιστικής επέκτασης. Στην πραγματικότητα, αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη περίοδος μισθολογικής στασιμότητας για τους εργαζόμενους στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό συνέβη επειδή η λεία του ιμπεριαλισμού κρατήθηκε μακριά από την εργατική τάξη. Αλλά αν αυτό γίνει αποδεκτό, τότε ολόκληρη η αντι-ιμπεριαλιστική επιχειρηματολογία ακυρώνεται, καθώς γίνεται ξεκάθαρο ότι τα διεθνώς αποκτηθέντα κέρδη δεν οδηγούν αναγκαία σε υψηλότερους μισθούς για τους εργαζόμενους στις ιμπεριαλιστικές χώρες.

Οι πιο ανεπτυγμένες χώρες υπήρξαν βιομηχανικές δυνάμεις νωρίτερα στην ιστορία και αυτή ήταν η κύρια πηγή του πλούτου και της δύναμής τους. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και σε πρώην «υπανάπτυκτες» χώρες όπως η Κίνα, οι οποίες λόγω της ταχείας εκβιομηχάνισης ανήλθαν στο καθεστώς παγκόσμιας δύναμης. Επομένως, είναι προφανές ότι η ισχύς και ο πλούτος μιας χώρας βασίζεται κυρίως στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων εντός των συνόρων της και επομένως στην εκμετάλλευση της εργασίας του εργατικού δυναμικού της. Βεβαίως, μπορεί να διεξάγεται λεηλασία άλλων χωρών, άνιση ανταλλαγή και ούτω καθεξής, αλλά ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δεν είναι ειδικά καπιταλιστικό. Υπήρχε ήδη από την εποχή των αρχαίων αυτοκρατοριών.

Παραπέρα, μια τέτοια θέση περί παρασιτισμού οδηγεί σε στήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, δηλαδή σε ενίσχυση του εθνικισμού και σε τελική ανάλυση σε στήριξη της επιβολής και ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων στις υπανάπτυκτες χώρες, ακόμα και αν αυτά τα κινήματα είναι ανοιχτά αντιδραστικά, όπως στην περίπτωση λ.χ. της υποστήριξης του Τσιανγκ Κάι Σεκ στην Κίνα και του Χομεϊνί στο Ιράν. Σε αυτό το πλαίσιο, η αντι-ιμπεριαλιστική ιδεολογία οδηγεί σε πολιτικές ταξικής συνεργασίας, αφού δίνει το θεωρητικό υπόβαθρο με βάση το οποίο η εργατική τάξη των χωρών της περιφέρειας μπορεί να συμμαχήσει με την αντίστοιχη αστική τάξη σε μία κοινή αντι-ιμπεριαλιστική πολιτική, όπως και η εργατική τάξη των χωρών του κέντρου μπορεί να συμμαχήσει με την αντίστοιχη αστική τάξη υπέρ της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του κράτους στο οποίο ανήκει.

Ακόμα, η στήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων μπορεί να αντιφάσκει και με τη βασική αντι-ιμπεριαλιστική θέση, καθώς μέσω της στήριξης ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, για παράδειγμα αυτού της Ροζάβα, εμμέσως στηρίζεται και η «παρασιτική» ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ. Σήμερα, η ίδια θέση οδηγεί στη στήριξη του αυταρχικού δεξιού καθεστώτος του Ζελένσκι στην Ουκρανία. Για να ξεπεράσουν την αντίφαση οι υποστηριχτές της αντι-ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας αναζητούν υποτιθέμενα περισσότερο προοδευτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Ένα βασικό λάθος της αντι-ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας έγκειται στο ότι εκτός των άλλων βασίζεται σε μια εργαλειακή θεωρία για το κράτος. Το κράτος παρουσιάζεται ως μια πολιτική οντότητα ανεξάρτητη από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που μπορεί είτε να χρησιμοποιείται από το μονοπωλιακό κεφάλαιο για την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων του είτε από μια ταξική συμμαχία εργατών-καπιταλιστών στις χώρες της περιφέρειας που θα προωθήσει αναπτυξιακές πολιτικές και, υποτίθεται, θα φέρει πιο κοντά τον σοσιαλισμό. Στη δική μας οπτική, το κράτος είναι η πολιτική μορφή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: ένα καπιταλιστικό κράτος. Με αυτή την έννοια, κάθε κράτος υπηρετεί την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων συνολικά. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι κάθε έθνος-κράτος υπηρετεί γενικά την αναπαραγωγή του παγκόσμιου κεφαλαίου. Τα κράτη βρίσκονται σε ανταγωνισμό (αλλά και συνεργασία) μεταξύ τους προκειμένου να προσελκύσουν το παγκόσμιο κεφάλαιο εντός των εθνικών τους συνόρων και κατ’ αυτόν τον τρόπο να διατηρήσουν και να διευρύνουν το μερίδιο της παγκόσμιας υπεραξίας που τους αντιστοιχεί. Αυτό περιλαμβάνει τόσο τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου εντός των κρατικών συνόρων όσο και την ενίσχυση της συσσώρευσης που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας εντός των συνόρων άλλων εθνών-κρατών. Προφανώς, δεν έχουν όλα τα κράτη τις ίδιες δυνατότητες επιλογής όσον αφορά τις στρατηγικές συσσώρευσης που μπορούν να υιοθετήσουν. Οι στρατηγικές συσσώρευσης αφορούν τόσο την ανάληψη δράσης ενάντια στην ισχύ του προλεταριάτου στο εσωτερικό όσο και την αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού και των κρίσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Παρόλο που το έθνος κράτος δεν μπορεί να ξεπεράσει οριστικά τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μπορεί ωστόσο να κινητοποιήσει δυνάμεις και πόρους για να αναδιαμορφώσει τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών επιχειρήσεων, ώστε να πετύχει μια προσωρινά ευνοϊκότερη θέση στο διεθνές σύστημα που χαρακτηρίζεται από άνιση ανάπτυξη. Η σύγκλιση και o συμβιβασμός ανάμεσα στα εθνικά κράτη δεν είναι δεδομένη. Αντιθέτως, οι διακρατικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από σύγκρουση εκτός από συνεργασία.

Ιστορικοί λόγοι αλλά και η επιτυχία ή αποτυχία της στρατηγικής συσσώρευσης που ακολουθείται από κάθε κράτος αντικατοπτρίζονται στην ανισόμετρη ανάπτυξη και τη διαμόρφωση μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης ιεραρχίας καπιταλιστικών κρατών: στη διαμόρφωση ενός καπιταλιστικού «κέντρου» και μιας καπιταλιστικής «περιφέρειας». Με αυτή την έννοια κάθε κράτος είναι ιμπεριαλιστικό, εφόσον ουσία του ιμπεριαλισμού δεν είναι το μονοπωλιακό κεφάλαιο αλλά η ανταγωνιστική διαδικασία αναπαραγωγής του συνολικού κεφαλαίου.

Εν κατακλείδι, εάν αποδεχτούμε τις αντιλήψεις της αντι-ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας θα οδηγηθούμε σε προβλήματα κατανόησης της πραγματικότητας. Θα πρέπει να δεχτούμε, για παράδειγμα, ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας οφειλόταν αποκλειστικά στις ξένες δυνάμεις και όχι στη συγκρουσιακή δυναμική μεταξύ ανταγωνιστικών εθνικισμών και κεφαλαίων στα ομόσπονδα κράτη που την αποτελούσαν. Ότι όλοι οι πόλεμοι που ξεσπούν είναι μεταξύ κρατών-μαριονετών που πίσω τους πάντα υπάρχουν μεγάλες δυνάμεις και τα συμφέροντά τους. Ότι οι εξεγέρσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες είναι υποκινούμενες, χωρίς οι εργαζόμενοι, οι κάτοικοι, οι κυρίαρχες τάξεις των χωρών να παίζουν κανένα ρόλο. Η πάλη των τάξεων εξαφανίζεται, κυριαρχεί μια συνωμοσιολογικού τύπου ερμηνεία των ιστορικών εξελίξεων και εξαφανίζεται εντελώς το φαινόμενο της καπιταλιστικής πραγμοποίησης και ο αντικειμενικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ο οποίος λειτουργεί «πάνω από τα κεφάλια των παραγωγών».

Εκτός των άλλων και παρανθετικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι η λενινιστική θεωρία για τον αντι-ιμπεριαλισμό έρχεται στην πραγματικότητα σε αντίφαση με τη μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας. Η συγκέντρωση του κεφαλαίου δεν οδηγεί απαραίτητα στη δημιουργία μονοπωλίων που ακυρώνουν τον ανταγωνισμό. Η ύπαρξη γιγαντιαίων επιχειρήσεων δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ύπαρξη μονοπωλίων και μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με σκληρό ανταγωνισμό, όπως δείχνει λ.χ. ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων πληροφορικής.

Σε διαλόγους εντός του κινήματος, συχνά αρθρώνονται μια σειρά από θέσεις, όσον αφορά τη συμμετοχή σε έναν ενδεχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, οι οποίες ηθελημένα ή εν αγνοία τους υπερασπίζονται εκφάνσεις του εθνικισμού. Αρχικά, επιχειρήματα περί «υπεράσπισης της γειτονιάς που μεγαλώσαμε», αποτελούν μια συναισθηματική δικαιολογία, η οποία εκφράζεται μέσω μιας μορφής κεκαλυμμένου εθνικισμού, του τοπικισμού. Ακόμα, υπάρχουν θέσεις οι οποίες στοιχειοθετούνται ως εξής: εφόσον ο καθένας, σε μια εμπόλεμη κατάσταση οφείλει να αντιταχθεί στην αστική τάξη της χώρας του και εν προκειμένω εφόσον η ελληνική συμπορεύεται με το ΝΑΤΟ, οι προλετάριοι εδώ πρέπει να θέσουν πρωτίστως την ευρωατλαντική συμμαχία στο επίκεντρο της κριτικής τους. Η προβληματική αυτού του επιχειρήματος είναι ότι αορατοποιεί τη σύγκρουση της τάξης στην άλλη πλευρά των χαρακωμάτων και εντέλει καταλήγει και αυτή με τη σειρά της να ιεραρχεί τους εθνικισμούς. Τέλος, συχνά γίνεται επίκληση στο γεγονός ότι ένας στρατός κατοχής είναι χειρότερος από τους ντόπιους καπιταλιστές, οπότε κάτι τέτοιο αποτελεί δικαιολογία για να συμμετέχει κάποιος σε έναν εθνικό πόλεμο. Η παραπάνω αιτιολόγηση για τη συμμετοχή των προλετάριων σε έναν τέτοιο πόλεμο μετατοπίζει το ζήτημα από την ταξική πάλη, η οποία αναδύεται μέσα στην καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα ανεξάρτητα από το εάν η αστική τάξη είναι κατοχική ή ντόπια, και ουσιαστικά δρα απολογητικά προς εθνικιστικά κίνητρα. Επιπλέον, όποια πλευρά και να επικρατήσει θα υπάρξει τρομερή καταπίεση του πληθυσμού που θα θεωρηθεί εχθρικός, ο οποίος θα κατηγορηθεί, αληθώς ή ψευδώς, ότι στήριξε τη μία ή την άλλη πλευρά. Όσο συνεχίζεται ο πόλεμος και ενισχύεται ο εθνικισμός, η μοίρα του «ηττημένου» πληθυσμού χειροτερεύει. Ήδη οι εκατέρωθεν εκτελέσεις αιχμαλώτων και οι δημόσιοι εξευτελισμοί των αποκαλούμενων προδοτών στην Ουκρανία δείχνουν τι προαλείφεται αν δεν ηττηθεί ο εθνικισμός και ο πόλεμος και στις δύο πλευρές.

Οι βαθύτερες κοινωνικές αιτίες της πολεμικής σύγκρουσης

Σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αντι-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις που δεν πάνε παραπέρα από μια επιφανειακή συζήτηση για τη σύγκρουση μεταξύ των ιμπεριαλιστικών μπλοκ, των εθνικών κρατών και των μονοπωλίων, θα επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε τις βαθύτερες αιτίες της πολεμικής σύγκρουσης μέσα από την ανάλυση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στη Ρωσία και την Ουκρανία κατά το διάστημα που προηγήθηκε. Στην ανάλυση αυτή προσπαθούμε να εντάξουμε τόσο τη συγκυρία της καπιταλιστικής κρίσης όσο και μια ιστορική ανάλυση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στους αντιμαχόμενους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και μετά.

Η κατάσταση στη Ρωσία

Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι η οικονομική ανάκαμψη της Ρωσίας μετά την περίοδο της μετασοβιετικής κατάρρευσης ξεκίνησε το 1999 με την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία και τον πόλεμο στην Τσετσενία. Ήταν η ιδεολογία της εθνικής ενότητας απέναντι στον πόλεμο αυτή που του επέτρεψε να κερδίσει τις εκλογές, δεδομένου ότι προηγουμένως του είχε παραδώσει την εξουσία και το χρίσμα ο Γιέλτσιν, η κυβέρνηση του οποίου αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο τεράστια κοινωνική αναταραχή και απεργίες, σε μια κατάσταση όπου το ρούβλι είχε χάσει τα 4/5 της αξίας του και ο αντιπραγματισμός είχε γενικευτεί ως τρόπος οικονομικής συναλλαγής. Η περίοδος της ραγδαίας ανάπτυξης της Ρωσίας που ξεκίνησε τότε (ύψους 7% τον χρόνο) τερματίστηκε απότομα το 2008, μόλις έναν χρόνο μετά την επιστροφή του ΑΕΠ και των πραγματικών μισθών στα επίπεδα της Σοβιετικής Ένωσης.

Σε μεγάλο βαθμό η ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας μετά το 1999 βασίστηκε στην άνοδο της τιμής των εμπορευμάτων του πρωτογενούς τομέα (καύσιμα, μεταλλεύματα και αγροτικά προϊόντα), καθώς και στην τεράστια υποτίμηση του ρουβλιού που έκανε πολύ πιο ανταγωνιστικά τα εγχώρια βιομηχανικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν επιχειρήσεις που μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά στους τομείς της μεταλλουργίας, της αεροναυπηγικής, της νανοτεχνολογίας, της αυτοκινητοβιομηχανίας, της πυρηνικής ενέργειας και, φυσικά, των εξοπλισμών. Παρ’ όλα αυτά, οι εξαγωγές συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να βασίζονται στους υδρογονάνθρακες (περίπου 60% των εξαγωγών), ενώ η πολεμική βιομηχανία αντιμετωπίζει προβλήματα υπερπαραγωγής. Το γεγονός ότι οι εξαγωγές της Ρωσίας συνεχίζουν να βασίζονται κυρίως σε εμπορεύματα του πρωτογενούς τομέα (υδρογονάνθρακες, μέταλλα και δημητριακά) καθιστούν την οικονομία της πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών τους στην παγκόσμια αγορά. Επιπρόσθετα, η πλήρης απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων που θεσπίστηκε το 2006 κατέστησε την οικονομία της ιδιαίτερα επιρρεπή στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με αποτέλεσμα η ύφεση να ανέλθει σε 7,8% το 2009.

Μετά από μια σύντομη περίοδο ανάκαμψης από το 2010 έως το 2012, η πτώση της τιμής των εμπορευμάτων του πρωτογενούς τομέα από το 2014 έως το 2020 οδήγησε σε νέα στασιμότητα τη ρωσική οικονομία την τελευταία δεκαετία, με χαμηλά ή ακόμα και αρνητικά ποσοστά ανάπτυξης από το 2015 και μετά. Το πάγιο κεφάλαιο και η βιομηχανική παραγωγή βρίσκονται ακόμα και σήμερα κάτω από το επίπεδο του 1990 αν εξαιρέσουμε τους υδρογονάνθρακες.

Συνεπώς, τα προηγούμενα χρόνια το εθνικό κεφάλαιο της Ρωσίας και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι βρίσκονταν με την πλάτη στον τοίχο. Στο εσωτερικό, οικονομική στασιμότητα, μεγάλες ανισότητες και αυξανόμενη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση του Πούτιν, που εκφράστηκε ακόμα και με μαζικές διαδηλώσεις το 2018 εναντίον της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος.

Στο εξωτερικό, σχετική υποχώρηση της ρωσικής οικονομίας σε σχέση με το καπιταλιστικό Κέντρο, απώλεια προνομιακών αγορών και γεωπολιτικής ισχύος με τη μετακίνηση της Ουκρανίας προς το ευρωατλαντικό μπλοκ, απόπειρα αλλαγής των συσχετισμών μέσω της στρατιωτικής ισχύος στην Κριμαία και το Ντονμπάς και επιβολή οικονομικών κυρώσεων από τη Δύση από το 2014 και μετά.

Η τεράστια αύξηση στων τιμών των εμπορευμάτων του πρωτογενούς τομέα από το 2021 και μετά πρόσφερε στη Ρωσία οικονομικά πλεονάσματα ύψους 9% του ΑΕΠ το 2021 που έδωσαν τη δυνατότητα στη ρωσική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει την εισβολή και να μπορεί να διατηρήσει σχετικά σταθερό το νόμισμά της απέναντι σε νέες πιθανές οικονομικές κυρώσεις. Είναι συνεπώς σαφές ότι η κυβέρνηση του Πούτιν έκρινε ότι οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την αντιστροφή της οικονομικής, γεωπολιτικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης στη Ρωσία μέσω του πολέμου.

Από τη μια μεριά, επιχειρεί για μια ακόμη φορά να εμπεδώσει την εθνική ενότητα, να εξασφαλίσει την υποταγή και να αντιστρέψει την κοινωνική απονομιμοποίηση του καθεστώτος ρίχνοντας την ευθύνη για την επιδείνωση των συνθηκών στον «ξένο εχθρό». Όπως γράφει ένας μαρξιστής, «ο μιλιταρισμός αποτελεί μέθοδο αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου. Όχι μόνο μέσω της αύξησης των δαπανών για τις ένοπλες δυνάμεις αλλά ως μέθοδος πτώσης του βιοτικού επιπέδου και των προσδοκιών και συνεπώς ως γιγαντιαία αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης».

Από την άλλη μεριά, ο πόλεμος λύνει το πρόβλημα της υπερπαραγωγής της ρωσικής πολεμικής βιομηχανίας και επιχειρεί συνολικά την ανάκαμψη της οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος της χώρας με στρατιωτικά μέσα. Δεν είναι προφανώς αμελητέα η απόπειρα αρπαγής των πλούσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ουκρανίας (ορυκτά, φυσικό αέριο, δημητριακά, βιομηχανικές εγκαταστάσεις και φτηνό και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό).

Μέσα στις συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, στις οποίες βρισκόμαστε, η κάθε χώρα επιχειρεί να φορτώσει τη ζημιά στην άλλη. Ο μεμονωμένος καπιταλιστής βιώνει την ύφεση ως μείωση της ζήτησης για τα εμπορεύματά του. Η μεμονωμένη χώρα βιώνει την ύφεση ως μείωση της παραγωγής που προκαλείται από την απουσία αγορών και υπερασπίζεται τον εαυτό της έναντι του ξένου ανταγωνισμού προσπαθώντας να εξασφαλίσει και να μεγεθύνει τη δική της αγορά σε βάρος των άλλων χωρών. Η ανάγκη για εξωτερική επέκταση του κεφαλαίου ώστε να παρεμποδιστεί η εσωτερική του συστολή παίρνει τη μορφή του επιθετικού ιμπεριαλισμού και του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Τα εθνικά κεφάλαια ανταγωνίζονται για να αποκτήσουν πρώτες ύλες, προνομιακές αγορές και διεξόδους για εξαγωγή κεφαλαίου· οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν μεγάλα έξοδα για τις στρατιωτικές επεμβάσεις τους, άμεσα ή έμμεσα, για αυτόν τον σκοπό. Τα πληρώνουν με την ελπίδα να πάρουν πολλά περισσότερα. Αυτό μπορεί να αποτύχει και ολόκληρη η πολεμική προσπάθεια να εξυπηρετήσει απλώς ορισμένα ιδιαίτερα συμφέροντα (π.χ. τους παραγωγούς και τους εμπόρους όπλων). Αν ωστόσο πετύχει, τα εν λόγω μη άμεσα παραγωγικά έξοδα θα μετατραπούν σε εργαλείο για την παραγωγή κεφαλαίου.

Απέναντι στον κίνδυνο της στασιμότητας, το ρωσικό καπιταλιστικό κράτος επιδιώκει να εξασφαλίσει την εξωτερική του επέκταση. Οι δαπάνες για ιμπεριαλιστικούς σκοπούς μπορούν να καταλήξουν στη δημιουργία συνθηκών για μια επιταχυνόμενη επέκταση του εγχώριου κεφαλαίου.

Σύμφωνα με τον Volodymyr Ischenko, και συμπληρώνοντας τα παραπάνω, μπορεί να δοθεί μια ακόμα πιο συγκεκριμένη ερμηνεία για τις αιτίες της στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία. Όπως γράφει: «ο πόλεμος διεξάγεται προς το συμφέρον της ρωσικής άρχουσας τάξης στο σύνολό της. Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να αναρωτηθούμε: τι είδους άρχουσα τάξη είναι αυτή; Οι ερευνητές αποκαλούν τα μέλη της “πολιτικούς καπιταλιστές”. Η ρωσική άρχουσα τάξη είναι επιχειρηματίες των οποίων τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην αγορά δεν προέρχονται ούτε από την προηγμένη τεχνολογία ούτε από το φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά από τις πολιτικές θέσεις που κατέχουν στο κράτος. Ένα παράδειγμα είναι η διαφθορά ή ο άτυπος έλεγχος των επιχειρήσεων από τις πολιτικές ελίτ. Εξ ου και η ενασχόληση της ρωσικής ελίτ με την προστασία της εθνικής κυριαρχίας. Άλλωστε, αν βγάζεις χρήματα εκμεταλλευόμενος τις πολιτικές ευκαιρίες που σου προσφέρει το κράτος, πρέπει να έχεις μονοπωλιακή εξουσία πάνω στο κράτος. Και αυτή η εξουσία μπορεί να απειληθεί, για παράδειγμα, από το υπερεθνικό κεφάλαιο ή από ομάδες με επιρροή στο εσωτερικό της χώρας […] Με αυτή την έννοια, συγκεκριμένοι καπιταλιστές χάνουν τώρα κέρδη εξαιτίας του πολέμου, αλλά ο πόλεμος μακροπρόθεσμα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της τάξης στο σύνολό της.

Επιπλέον, ο πόλεμος μπορεί να αποσκοπεί στην επίλυση ορισμένων από τα θεμελιώδη προβλήματα του ίδιου του καθεστώτος. Πιο συγκεκριμένα, τη διατήρησή του, την αναπαραγωγή του […] Το καθεστώς γίνεται πλέον πιο κατασταλτικό, πιο κινητοποιημένο, πιο ιδεολογικό. Ο πόλεμος αποσκοπεί στην ενίσχυσή του. Ειδικά όταν υπάρχουν διαμαρτυρίες παντού, όπως στη Λευκορωσία ή στο Καζακστάν. Τα καθεστώτα αυτών των χωρών επιβίωσαν χάρη στη βοήθεια του Πούτιν. Αλλά αν τέτοιες διαμαρτυρίες συμβούν στη Ρωσία, ποιος θα σώσει τον Πούτιν και το καθεστώς του;».

Οπωσδήποτε, η κυβέρνηση του Πούτιν παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο. Το ενδεχόμενο της στρατιωτικής ήττας και της οικονομικής καταστροφής λόγω των πρωτοφανών κυρώσεων θα είναι απολύτως καταστροφικό για το ρωσικό κεφάλαιο και τους πολιτικούς εκφραστές του. Η γενικευμένη εξαθλίωση και το βαρύ ανθρώπινο κόστος για το ρώσικο προλεταριάτο που μπορεί να επιφέρει η συνέχιση του πολέμου σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να οδηγήσει στη απονομιμοποίηση της κυβέρνησης Πούτιν και την κοινωνική εξέγερση εναντίον του πολέμου και των καπιταλιστών πολεμοκάπηλων, καθώς θα επιφέρει τη διάψευση της υπόσχεσης της «σταθερότητας» από την οποία αντλεί νομιμοποίηση η κυβέρνηση του Πούτιν.

Από την άλλη μεριά, οι κυρώσεις είναι πιθανό να οδηγήσουν στην περαιτέρω συγκεντροποίηση και την ταύτιση του ρωσικού κεφαλαίου με τον κρατικό μηχανισμό του Πούτιν. Η έλλειψη πρόσβασης των Ρώσων καπιταλιστών στα περιουσιακά τους στοιχεία εκτός Ρωσίας λόγω των κυρώσεων, τους προσδένει πιο βαθιά με τον Πούτιν, γιατί ο πλούτος τους τώρα είναι προσβάσιμος μόνο μέσω των καλών σχέσεων μαζί του. Επίσης, η επιδείνωση των συνθηκών για το προλεταριάτο μπορεί να έχει αντίστοιχη μετάφραση στο εσωτερικό: να αποδώσουν τα δεινά τους στις κυρώσεις των Δυτικών και όχι στην κυβέρνησή τους.

Ιστορικά μιλώντας, οι κυρώσεις συχνά δεν οδηγούν στην κοινωνική απονομιμοποίηση του καθεστώτος, αλλά αντίθετα στην ισχυροποίησή του: κλασικό παράδειγμα η Γερμανία του Χίτλερ τη δεκαετία του 1930. Όπως σημειώνει ο Volodymyr Ischenko: «Υπάρχουν ειδικοί που πιστεύουν ότι ο πόλεμος θα έχει τρομερές οικονομικές συνέπειες για τη Ρωσία. Και υπάρχουν άλλοι ειδικοί που πιστεύουν ότι η Ρωσία θα μπορέσει να ξεπεράσει την οικονομική της εξάρτηση από τη Δύση και τελικά θα γίνει ισχυρότερη. Μέσω της υποκατάστασης των εισαγωγών και του αναπροσανατολισμού των εξαγωγών. Φυσικά, από την άποψη της αποφυγής του ρίσκου, ο πόλεμος είναι παράλογος. Αλλά μήπως το πρόβλημα είναι ότι η αποφυγή του ρίσκου δεν έσωσε ποτέ καθεστώτα από την κατάρρευση; Τι γίνεται αν ένα καθεστώς πρέπει να αλλάξει ριζικά την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία; Ο πόλεμος είναι μια καλή ευκαιρία για μια τέτοια μεταμόρφωση».

Ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα του πολέμου, φαίνεται ότι δεν έχει υπάρξει οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση στη Ρωσία. Η ύφεση ανήλθε κατά το 2022 μόλις σε 2,1% έναντι του προβλεπόμενου 5,6% ενώ πέραν των μειοψηφικών αντιπολεμικών διαδηλώσεων και της φυγής σημαντικού αριθμού ανδρών για να γλιτώσουν την επιστράτευση, δεν έχει υπάρξει κάποιο μεγάλο κύμα ταραχών και αμφισβήτησης της πολιτικής εξουσίας.

Η κατάσταση στην Ουκρανία

Για να δοθεί μια ερμηνεία των πολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία από το 2013 και μετά, είναι αναγκαίο και σε αυτή την περίπτωση να παρουσιαστούν αρχικά και εν τάχει ορισμένα βασικά οικονομικά δεδομένα. Καταρχάς, σε αντίθεση με τη Ρωσία, η Ουκρανία δεν ανέκαμψε ουσιαστικά ποτέ μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Ο πληθυσμός της μειώθηκε από 53 σε 42 εκατομμύρια από το 1990 μέχρι το 2021, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της σε σταθερές τιμές μειώθηκε κατά 30% το ίδιο διάστημα! Το 1998, το κατά κεφαλήν εισόδημα είχε σχεδόν υποτριπλασιαστεί σε σχέση με το 1989. Πρόκειται για μια ακραία κοινωνική καταστροφή χωρίς προηγούμενο. Αν συγκρίνει κανείς την πορεία της ουκρανικής οικονομίας από το 1999 έως το 2008 με την αντίστοιχη της Ρωσίας θα διαπιστώσει μια σχετικά παρόμοια πορεία: ήταν μια περίοδος ανάκαμψης που βασίστηκε στην αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για τα προϊόντα της βιομηχανίας της Ουκρανίας (κυρίως προϊόντα μεταλλουργίας) λόγω του ανοδικού παγκόσμιου κύκλου και στην αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης μέσω της αύξησης του δανεισμού των νοικοκυριών.

Μετά το 2008 η πορεία της οικονομίας της Ουκρανίας ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική πορεία. Ήδη από το 2005, μετά την «Πορτοκαλί Επανάσταση», η Ρωσία ασκούσε μεγάλη οικονομική πίεση στην Ουκρανία μέσω της τιμής του φυσικού αερίου, η οποία αποτελεί μεγάλο παράγοντα κόστους για την ουκρανική βιομηχανία. Η εν λόγω οικονομική πίεση αποτελούσε ένα πρώτο οικονομικό μέτρο αποτροπής της προσέγγισης της Ουκρανίας με το ευρωατλαντικό μπλοκ. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 μετατράπηκε στην Ουκρανία σε κρίση του κρατικού χρέους, λόγω της μείωσης των εξαγωγών, η οποία οδήγησε σε τραπεζική κρίση. Για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους η κυβέρνηση της Ουκρανίας έλαβε δάνειο ύψους 16,4 δισ. δολαρίων στα τέλη του 2008 από το ΔΝΤ με όρο την επιβολή ενός «προγράμματος σταθεροποίησης», δηλαδή αφαίμαξης των προλετάριων (υποτίμηση του νομίσματος, κατάργηση της επιδότησης και αύξηση της τιμής της ενέργειας, μείωση των φόρων και επέκταση της φορολογικής βάσης, μη υλοποίηση της υπεσχημένης αύξησης του κατώτατου μισθού, συγκράτηση των μισθών στον δημόσιο τομέα και των συντάξεων κ.λπ.).

Το 2012 σημειώθηκε νέα αύξηση του εμπορικού ελλείμματος της Ουκρανίας λόγω της μείωσης των εξαγωγών της μεταλλουργίας και των χαμηλών τιμών, ενώ το 2013 έπρεπε να αποπληρώσει το ΔΝΤ. Η οικονομική κατάσταση της Ουκρανίας χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο το 2013 όταν η Ρωσία απαγόρευσε την εισαγωγή αγαθών από αυτήν γονατίζοντας τη βιομηχανία της. Στόχος της Ρωσίας ήταν να μπλοκάρει την υπογραφή μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ουκρανίας και ΕΕ. Δεδομένου ότι το 25% των εξαγωγών της Ουκρανίας κατευθύνονταν προς τη Ρωσία, ο τότε πρόεδρος Γιανουκόβιτς αναγκάστηκε να μην την υπογράψει.

Αυτό έδωσε το έναυσμα για την εξέγερση του Μαϊντάν, την πτώση του Γιανουκόβιτς, την άνοδο του Ποροσένκο στην εξουσία και στη συνέχεια την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την απόσχιση των επαρχιών στο Ντονέτσκ και στο Λουχάνσκ. Η σύγκρουση με τη Ρωσία και τους φιλορώσους αυτονομιστές είχε σαν αποτέλεσμα τη συνολική διακοπή των εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία, που με τη σειρά της επέφερε τεράστια ύφεση το 2014 και το 2015 (-6,5 και -9,8% αντίστοιχα). Η Ουκρανία απέφυγε την απόλυτη οικονομική κατάρρευση μέσω της παύσης πληρωμών του χρέους προς τη Ρωσία, ενός χρέους που δεν αποπλήρωσε ποτέ, καθώς και ενός νέου δανείου από το ΔΝΤ ύψους 17,5 δισ. δολαρίων, το οποίο συνοδεύτηκε από ένα ακόμα σκληρότερο πρόγραμμα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων το οποίο προέβλεπε τα εξής: αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, διακοπή επιδομάτων καυσίμων, πώληση αγροτικών και δασικών εκτάσεων, πάγωμα του ελάχιστου μισθού και παύση αναπροσαρμογής του βάσει του κόστους ζωής, μείωση επιδομάτων πρόνοιας και συντάξεων μέσω της διακοπής της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, μείωση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, αύξηση του ορίου των υπερωριών, εντατικοποίηση της επιτήρησης στους χώρους εργασίας, μεγάλη αύξηση των τιμών των υπηρεσιών κοινής ωφελείας, μορατόριουμ στους ελέγχους της επιθεώρησης εργασίας, μείωση των εισφορών, μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, κλείσιμο εκατοντάδων (332) νοσοκομείων, απόλυση 50.000 γιατρών, μείωση της χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης και των πολιτιστικών οργανισμών, κόψιμο των επιδομάτων γέννας και παιδικής μέριμνας. Τέλος, το ΔΝΤ «συνέστησε» την «απελευθέρωση» της αγοράς γης, η οποία κρίθηκε ως «πολύ κατακερματισμένη» (καθώς 14% του πληθυσμού είναι ακόμα μικροϊδιοκτήτες αγρότες), ώστε να «προωθηθεί η ανάπτυξη» (δηλαδή η καπιταλιστική ιδιοκτησία και συσσώρευση).

Στη βάση όλων αυτών, οι πραγματικοί μισθοί δεν έχουν αυξηθεί στην Ουκρανία εδώ και 12 χρόνια ενώ οι τιμές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Οι κοινωνικές δαπάνες, δηλαδή ο κοινωνικός μισθός, μειώθηκαν από 20% του προϋπολογισμού το 2014 σε 13% σήμερα. Η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού είναι φτωχή και θα γίνει ακόμα φτωχότερη από τον πόλεμο. Οι λεγόμενοι «ολιγάρχες», δηλαδή οι Ουκρανοί καπιταλιστές, έχουν συσσωρεύσει από το 2014 ακόμα περισσότερο πλούτο καθώς η οικονομική ανισότητα έχει αυξηθεί, η οποία μάλιστα υποεκτιμάται αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλούτου αποκρύπτεται σε offshore φορολογικούς παράδεισους.

Δεν είναι παράξενο λοιπόν που πριν από τον πόλεμο σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις 70% του πληθυσμού ήταν εξαγριωμένο με την αύξηση της ανισότητας, 58% με την απώλεια θέσεων εργασίας (με ποσοστό ανεργίας 10% παρά τη μαζική μεταναστευτική έξοδο από τη χώρα) και 54% με την ανάμειξη της Δύσης στη διακυβέρνηση της Ουκρανίας.

Το πολιτικό σκηνικό στην Ουκρανία μετά το Μαϊντάν και η εθνικιστική ριζοσπαστικοποίηση

Η εξέγερση του Μαϊντάν δεν οδήγησε σε καμία αλλαγή της ταξικής δομής της Ουκρανίας ούτε είχε κάποιο ταξικό περιεχόμενο. Όπως εύστοχα αναφέρει ο Volodymyr Ishchenko, αποτέλεσε έκφραση μιας κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης, την οποία και αναπαρήγαγε. Πέραν του ανοργάνωτου κόσμου που συμμετείχε, ο οποίος ήταν σαφώς υπέρ της προσέγγισης με το ευρωατλαντικό μπλοκ με τη (φρούδα) ελπίδα ότι η Ουκρανία θα ακολουθούσε, μετά το αρχικό «σοκ», μια πορεία καπιταλιστικής ανάπτυξης παρόμοια με αυτή της Πολωνίας, η μία από τις δύο οργανωμένες δυνάμεις που συμμετείχαν ήταν ένα σύνολο από ΜΚΟ και οργανισμούς μέσων ενημέρωσης που λειτουργούσαν περισσότερο σαν επιχειρήσεις παρά σαν συλλογικότητες αγώνα και οι οποίες λάμβαναν γενναίες δωρεές από τη Δύση. Οι οργανώσεις αυτές δημιούργησαν την εικόνα μιας υποτιθέμενης δημοκρατικής επανάστασης ενάντια σε μια (όντως) αυταρχική κυβέρνηση. Η δεύτερη οργανωμένη δύναμη ήταν οι ακροδεξιές ομάδες που ήταν καλά οργανωμένες και είχαν ισχυρή παρουσία στις διαδηλώσεις. Καθώς το ουκρανικό κράτος αποδυναμώθηκε και έχασε το μονοπώλιο της βίας λόγω της εξέγερσης αλλά και της προσάρτησης της Κριμαίας και της αποσχιστικής εξέγερσης στο Ντονμπάς, οι ακροδεξιές ομάδες ήρθαν να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε και ανέλαβαν αστυνομικές και στρατιωτικές λειτουργίες του κράτους.

Οι ηττημένοι της εξέγερσης ήταν συγκεκριμένα κόμματα και «ολιγάρχες». Βέβαια, οι εν λόγω καπιταλιστές δεν άργησαν να αναδιοργανωθούν και να διατηρηθούν στη λίστα του Forbes, συνεχίζοντας να ελέγχουν κεντρικούς τομείς της ουκρανικής οικονομίας. Επίσης, στους ηττημένους της εξέγερσης περιλαμβάνεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας καθώς και η αριστερά γενικά (πολιτικές οργανώσεις που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι φίλα προσκείμενες στη Ρωσία). Το ΚΚΟ απαγορεύτηκε το 2015 στη βάση των νόμων περί «αποκομμουνιστικοποίησης» που επέβαλε η κυβέρνηση Ποροσένκο. Το 2012 είχε λάβει το 13% των ψήφων. Το 2014 δεν μπήκε στο κοινοβούλιο λόγω της απώλειας της Κριμαίας και του Ντονμπάς όπου ήταν και πιο ισχυρό.

Μια αλλαγή που επέφερε το Μαϊντάν ήταν η επαναφορά του κοινοβουλευτικού έναντι του προεδρικού μοντέλου δημοκρατίας. Ο Γιανουκόβιτς είχε εγκαθιδρύσει προεδρικό μοντέλο δημοκρατίας όταν εκλέχθηκε το 2010, εγκαταλείποντας το κοινοβουλευτικό μοντέλο που λειτουργούσε μετά την «Πορτοκαλί Επανάσταση». Το 2014, μετά την πτώση του, υποτίθεται ότι ο πρόεδρος αποδυναμώθηκε και ότι ενισχύθηκε το κοινοβούλιο. Παρ’ όλα αυτά, δεν άλλαξε το σύστημα της νεο-πατρωνίας, όπως ονομάζεται στις μετασοβιετικές σπουδές: δηλαδή τα άτυπα δίκτυα/οι φατρίες πατρώνων-πελατών που κυριαρχούν στην πολιτική. Τον Οκτώβριο του 2014 μπήκαν στο κοινοβούλιο πέντε κόμματα υπέρ του Μαϊντάν και εκλέχθηκε πρόεδρος ο Ποροσένκο. Τα κόμματα αυτά είχαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά σύντομα ο συνασπισμός άρχισε να καταρρέει. Ο Ποροσένκο δεν ήθελε να πάει σε εκλογές γιατί το κόμμα του θα έχανε δυνάμεις. Οπότε η κυβέρνηση στηριζόταν σε μια συγκυριακή πλειοψηφία και κάθε φορά έπρεπε να εξασφαλιστούν οι ψήφοι.

Στην πολιτική «βάση» του Μαϊντάν δεν υπάρχει κάποια ισχυρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ακροδεξιών ομάδων και των υποστηριζόμενων από τη Δύση φιλελεύθερων ΜΚΟ. Συναντήθηκαν στο Μαϊντάν πάνω στον αντικομμουνισμό τους, καθώς και πάνω στη ρητορική της «εναντίωσης στη διαφθορά» – έναν λόγο που προωθείται ακόμα και από το ΔΝΤ και που ταιριάζει άψογα με την ακροδεξιά εθνικιστική ιδεολογία. Ταυτόχρονα, επειδή υπάρχουν πολλές αντιμαχόμενες φατρίες «ολιγαρχών» και η κατηγορία της «εθνοπροδοσίας» και του «φιλορωσισμού» χρησιμοποιείται συχνά στις μεταξύ τους διαμάχες, είναι αναγκασμένοι να υιοθετούν την εθνικιστική ατζέντα, χωρίς απαραίτητα να είναι πεισμένοι ιδεολόγοι εθνικιστές.

Αυτή η συνθήκη επέτρεψε μια διαδικασία εθνικιστικής ριζοσπαστικοποίησης, που χρησιμοποιήθηκε από τους πάτρωνες-καπιταλιστές για να καλυφθεί η απουσία οποιουδήποτε μετασχηματισμού και βελτίωσης μετά το Μαϊντάν. Η κακή εκλογική επίδοση των ακροδεξιών κομμάτων δείχνει ότι δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστούν κομματικούς μηχανισμούς που έχουν από πίσω τους χρήματα «ολιγαρχών» και τα ΜΜΕ. Πόσο μάλλον που ο εθνικιστικός τους λόγος υιοθετήθηκε από τα υποτιθέμενα κεντρώα κόμματα των ολιγαρχών. Ωστόσο, η συνηθισμένη εστίαση στις κακές εκλογικές επιδόσεις της ακροδεξιάς ως απόδειξη της μικρής βαρύτητάς της στην Ουκρανία, παραβλέπει την αναπτυσσόμενη και πρωτοφανή εξωκοινοβουλευτική ισχύ της: έχει εισχωρήσει στις ανώτερες θέσεις των σωμάτων ασφαλείας, έχει σχηματίσει ημιαυτόνομες μονάδες εντός των δυνάμεων ασφαλείας και του στρατού και έχει ισχυροποιήσει τη θέση της και τη νομιμοποίησή της στην κοινωνία των πολιτών έχοντας κεντρικό ρόλο σε δίκτυα βετεράνων, εθελοντών και ακτιβιστών. Η διαπόμπευση και το λιντσάρισμα, λόγου χάρη, όσων κατηγορούνται για το αδίκημα της λεηλασίας κατά τη διάρκεια του πολέμου, συχνά επειδή απλώς παίρνουν είδη πρώτης ανάγκης, ακολουθεί πρακτικές εξευτελισμού «βασανιστών ζώων» και «παιδόφιλων» που σκηνοθετούνταν πριν τον πόλεμο από το Αζόφ και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις (όπως και λιντσαρίσματα Ρομά). Η λογική της τιμωρίας και του κυνηγιού των «θυτών» έχει βρει ευήκοα ώτα σε κόσμο της πανκ υποκουλτούρας, σε αριστερούς-φιλελεύθερους υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων κ.ο.κ.

Η συμφωνία του Μινσκ στην οποία σύρθηκε ο Ποροσένκο –ο οποίος είχε εκλεγεί με σύνθημα την ειρήνη αλλά δεν το τήρησε, αντιθέτως εντατικοποίησε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την καλυμμένη επέμβαση της Ρωσίας– θεωρήθηκε κάτι που επιβλήθηκε διά της βίας από τη Ρωσία και η ακροδεξιά αντέδρασε στην υλοποίησή της ακόμα και δια της τρομοκρατίας, με τη ρίψη χειροβομβίδας που σκότωσε 4 αστυνομικούς και τραυμάτισε 100.

Μετά το 2014, η κατηγορία του «φιλορώσου» επεκτάθηκε και δεν στρεφόταν μόνο εναντίον όσων υποστήριζαν την ένταξη στο μπλοκ της Ρωσίας αλλά και εναντίον όσων υποστήριζαν το καθεστώς της αδέσμευτης χώρας, έβλεπαν με σκεπτικισμό το Μαϊντάν ή αντιτίθεντο στην «αποκομμουνιστικοποίηση» ή τους περιορισμούς στη χρήση της ρωσικής γλώσσας. Θέσεις που μπορεί να υποστηρίζονταν ακόμα και από την πλειοψηφία των Ουκρανών τσουβαλιάστηκαν και δέχτηκαν επίθεση μέσω στιγματισμού ή ακόμα και φυσικής βίας από τους εθνικιστές. Πάνω σε αυτή τη βάση προχώρησαν και οι κυρώσεις στα αντιπολιτευτικά ΜΜΕ και σε ορισμένους πολιτικούς μερικούς μήνες πριν τη ρωσική εισβολή. Εκτός από την αριστερά, η άκρα δεξιά στοχοποίησε επίσης τους Ρομά, το φεμινιστικό κίνημα και τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Όσοι εντάσσονταν στην αριστερά είχαν ουσιαστικά αναγκαστεί να λειτουργούν υπόγεια.

Η ατζέντα της ακροδεξιάς επί της ουσίας κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο και την κυβερνητική πολιτική μετά το 2014 – μια ατζέντα που προϋπήρχε του Μαϊντάν: αποκομμουνιστικοποίηση, απαγόρευση της διδασκαλίας των ρωσικών στα σχολεία, ενίσχυση μιας εθνικιστικής ιστορικής αφήγησης, Ουκρανοποίηση, περιορισμοί στα ρωσικά πολιτιστικά προϊόντα, δημιουργία της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Τα παραπάνω υποστηρίζονταν κατά βάση από την ενεργό μειοψηφία της κοινωνίας που συμμετείχε στο Μαϊντάν. Η πλειοψηφία ήταν μάλλον παθητικά εναντίον τους.

Η άνοδος του Ζελένσκι

Ο Ζελένσκι εκλέχτηκε λαμβάνοντας αρχικά θέση ενάντια στην εθνικιστική ατζέντα και σε αυτή τη βάση έλαβε το 75% των ψήφων. Προχώρησε αρχικά σε εκεχειρία με τη Ρωσία, που διήρκεσε σχετικά μεγάλο διάστημα, σε ανταλλαγή αιχμαλώτων και φάνηκε ότι είχε αρχίσει να κινείται προς την υλοποίηση της συμφωνίας του Μινσκ. Το Τάγμα του Αζόφ και άλλες ακροδεξιές ομάδες δεν υπάκουαν στις εντολές για απεμπλοκή στο Ντονμπάς και απειλούσαν διαρκώς να δολοφονήσουν τον Ζελένσκι. Ταυτόχρονα, μόνο το 25% του κόσμου ήταν ενεργά ενάντια στη συμφωνία του Μινσκ.

Μετά την επιβολή κυρώσεων στον πάτρωνα του Ζελένσκι, τον Κολομοΐσκι, από τις ΗΠΑ για την υποτιθέμενη ανάμειξή του στη χειραγώγηση των αμερικανικών εκλογών, και δεδομένου ότι δεν είχε από πίσω του κάποια πολιτικά οργανωμένη νέα δύναμη, κινήθηκε προς την σφαίρα επιρροής των φατριών των «ολιγαρχών», των εθνικιστών, των φιλελεύθερων ΜΚΟ και των δυτικών κυβερνήσεων. Σύντομα έφτασε να επιβάλλει κυρώσεις στα πιο «φιλορωσικά» πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ, που έπαιζαν και τον ρόλο του διαμεσολαβητή στις συνομιλίες με τη Ρωσία. Αυτή η διαδικασία πλήρους εξοβελισμού της ρωσικής επιρροής από την εγχώρια πολιτική της Ουκρανίας θεωρείται ότι αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες για την απόφαση του Πούτιν να εισβάλει, πόσο μάλλον που η κυβέρνηση του απερχόμενου προέδρου Ποροσένκο πέρασε το 2019 στο Σύνταγμα της Ουκρανίας την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Η πτώση της δημοτικότητας του Ζελένσκι και η απώλεια της ισχύος του τον οδήγησε επί της ουσίας να κλείσει όλα τα ΜΜΕ της αντιπολίτευσης μέχρι τις αρχές του 2022. Ήρθε επίσης σε σύγκρουση με τη φατρία του Αχμέτοφ που δεν είναι φιλορωσική. Έτσι, πριν τον πόλεμο βρισκόταν ουσιαστικά στην γωνία. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου αυτή η κατάσταση άλλαξε πλήρως, καθώς εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία για να ανεβάσει τη δημοτικότητά του.

Η εισβολή της Ρωσίας νομιμοποίησε πλήρως, όπως ήταν αναμενόμενο, την εθνικιστική ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση. Συνεχίζει βέβαια να υπάρχει κόσμος στην Ουκρανία που δεν είναι διατεθειμένος να πεθάνει για την ψευδή κοινότητα της πατρίδας και που δεν παρασύρεται από τις απάνθρωπες ηρωικές αφηγήσεις των εθνικιστών, όπως δείχνει ο σημαντικός αριθμός λιποταξιών, η φυγή του κόσμου που έχει τη δυνατότητα από τις εμπόλεμες ζώνες και, εντελώς μειοψηφικά, η ύπαρξη κόσμου που αντιλαμβάνεται ότι οι προλετάριοι στη Ρωσία και την Ουκρανία έχουν τα ίδια προβλήματα και τον ίδιο εχθρό: το κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκφραστές.

Καπιταλιστικός πόλεμος σημαίνει κοινωνική ειρήνη

Τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο που μας πέρασε, οι νοσηλεύτριες στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέβηκαν αρκετές ημέρες σε απεργία ενάντια στην προβλεπόμενη αύξηση του μισθού τους που ήταν χαμηλότερη από τον πληθωρισμό. Μία από τις αντιδράσεις από την κυβέρνηση των Συντηρητικών ήταν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τα μισθολογικά τους αιτήματα, ώστε να σταλεί ένα σαφές μήνυμα στον Πούτιν ότι είναι όλοι ενωμένοι και ότι δεν πρόκειται να διχαστούν για τέτοιου είδους λόγους. Οι νοσηλεύτριες δεν πείστηκαν βέβαια με το επιχείρημα και συνέχισαν τον αγώνα τους. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι ένα μικρό δείγμα τόσο για τη διάχυση του πολέμου εκτός των πεδίων των μαχών στην Ουκρανία, όσο και για το γεγονός ότι η τάξη των καπιταλιστών διεξάγει έναν ακόμα πόλεμο που τον πληρώνει η εργατική τάξη είτε με την ίδια της τη ζωή είτε με τη χειροτέρευση των συνθηκών της ζωής της. Και φυσικά είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα για το γεγονός ότι προϋπόθεση του καπιταλιστικού πολέμου είναι η επιβολή της κοινωνικής ειρήνης.

Αυτό γίνεται πολύ πιο ξεκάθαρο αν εξετάσει κανείς το τι συμβαίνει στο εσωτερικό της Ουκρανίας. Στο πλαίσιο του στρατιωτικού νόμου που κηρύχτηκε από την αρχή του πολέμου, έχουν ανασταλεί σε μεγάλο βαθμό οι νόμοι προστασίας των εργαζομένων καθώς και η εκπροσώπησή τους από τους συνδικαλιστικούς τους φορείς, με αποτέλεσμα να επιτρέπονται οι μαζικές απολύσεις και οι αναστολές εργασίας, η αύξηση των ωρών εργασίας από 40 σε 60, η μονομερής ακύρωση των συλλογικών συμβάσεων από τη μεριά των αφεντικών, η μη καταβολή μισθών, η υποχρεωτική αλλαγή του αντικειμένου εργασίας βάσει των στρατιωτικών αναγκών του κράτους, η μείωση των αργιών κ.ο.κ. Εκατοντάδες επιχειρήσεις έχουν αναστείλει μονομερώς, είτε συνολικά είτε εν μέρει, τις συλλογικές συμβάσεις που ίσχυαν μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου και ειδικά τις διατάξεις που αφορούν τη συνδικαλιστική δραστηριότητα, τις κοινωνικές παροχές, τις συνθήκες ασφαλείας και τις ώρες εργασίας. Μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων είναι η ArcelorMittal, η μεγαλύτερη χαλυβουργία της χώρας, ο πυρηνικός σταθμός του Τσερνομπίλ, η εθνική σιδηροδρομική εταιρεία της Ουκρανίας, το λιμάνι της Οδησσού και το μετρό του Κιέβου. Βάσει του στρατιωτικού νόμου, απαγορεύονται επίσης οι απεργίες και οι διαδηλώσεις.

Η καταστροφή σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου λόγω του πολέμου συνοδεύεται επομένως στους χώρους εργασίας από ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα αφεντικά. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Ζελένσκι εν μέσω πολέμου έφερε για ψήφιση στο κοινοβούλιο έναν νόμο πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, τον οποίο προσπαθούσε να περάσει από τον Απρίλιο του 2021. Τότε είχε αποτύχει λόγω των αντιδράσεων των συνδικάτων και της αντιπολίτευσης. Τώρα όμως έχει απαλλαγεί από τα διάφορα εμπόδια, όπως η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων ή η ύπαρξη της αντιπολίτευσης, και έχει καταφέρει μέσω του πολέμου να επιβάλει κοινωνική ειρήνη. Ο εν λόγω νόμος, που εντάσσεται στο γενικό ιδεολογικό πλαίσιο της «αποσοβιετοποίησης», ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2022 με ταχείες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Κεντρικός πυρήνας αυτής της επίθεσης στο ουκρανικό προλεταριάτο είναι ότι οι εργαζόμενοι σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έως 250 ατόμων δεν θα καλύπτονται πλέον από συλλογικές συμβάσεις εργασίας αλλά θα συνάπτουν ατομικές συμβάσεις με τον εκάστοτε καπιταλιστή, χωρίς να απολαμβάνουν καμία κάλυψη από την εργατική νομοθεσία. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από το 70 τοις εκατό του εργατικού δυναμικού της Ουκρανίας θα έχει ατομικές συμβάσεις εργασίας, γεγονός που θα οδηγήσει εν τέλει στη συνολική απαξίωση της εργασιακής δύναμης του μεγαλύτερου κομματιού του προλεταριάτου της χώρας. Το μόνο που θα μπορούσε να το σταματήσει αυτό θα ήταν η μαζική ανταρσία ενάντια στον στρατιωτικό νόμο, δηλαδή ενάντια στον πόλεμο, και άρα η διάρρηξη της κοινωνικής ειρήνης.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, ποιος είναι άραγε ο ρόλος εκείνης της μερίδας Ουκρανών αναρχικών που με το ξέσπασμα του πολέμου διακήρυτταν ότι πήραν τα όπλα για να υπερασπιστούν την Ουκρανία και τον λαό της ενάντια στη Ρωσία, η οποία «έχει μακροπρόθεσμο σχέδιο να καταστρέψει τη δημοκρατία στην Ευρώπη»; Καλούσαν μάλιστα τον κόσμο να τους στηρίξει οικονομικά, να τους στείλει όπλα και να καταταγεί στη «Διεθνή Λεγεώνα Εδαφικής Άμυνας», που είχε δημιουργηθεί από τον ίδιο τον Ζελένσκι! Στην πραγματικότητα αυτό που συγκρότησαν ήταν μια κανονική στρατιωτική μονάδα, όπως όλες οι άλλες, ενταγμένη πλήρως στον εθνικό στρατό της Ουκρανίας στο πλαίσιο της Εδαφικής Άμυνας της χώρας. Τα προπαγανδιστικά κείμενα των εν λόγω αναρχικών, συνοδευόμενα από τις αναγκαίες ηρωικές φωτογραφίες πάνοπλων αντρών με τη σημαία με το αλφάδι στα χέρια, διαδόθηκαν αστραπιαία σε όλα τα δυτικά κινηματικά αλλά και mainstream δίκτυα. Κάτι που βέβαια ήταν αναμενόμενο: καθετί που προάγει τον εθνικισμό, ακόμα και αν εκπορεύεται από αναρχικούς, καθετί που προτρέπει σε στράτευση με τη μία από τις δύο πλευρές ενός εθνικού πολέμου, είναι όχι μόνο θεμιτό για το κεφάλαιο και το κράτος του αλλά και η μόνη αποδεκτή στάση. Από προλεταριακή διεθνιστική σκοπιά, οι εν λόγω αναρχικοί και όλοι όσοι τους υπερασπίζονται συμβάλλουν με τη στάση τους στην επιβολή της κοινωνικής ειρήνης, στη συνέχιση του καπιταλιστικού πολέμου και στην ενδοταξική σφαγή.

Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τους αριστερούς υποστηριχτές του Πούτιν, που επιχειρηματολογούν υπέρ της ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία. Με όχημα τον αντιαμερικανισμό και το αντι-νατοϊκό αφήγημα, υπερασπίζονται τις πολεμικές επιχειρήσεις και τον εθνικισμό ενός καπιταλιστικού εθνικού σχηματισμού που, όπως κάθε άλλος τέτοιος σχηματισμός, βασίζει την ύπαρξή του και την αναπαραγωγή του στην εκμετάλλευση του μεγαλύτερου κομματιού του πληθυσμού του: του προλεταριάτου. Πρόκειται για τέτοιου είδους εχθροί του προλεταριάτου που στράφηκαν ενάντια ακόμα και στην πρόσφατη εξέγερση στο Ιράν, ως υποκινούμενη από τους Αμερικάνους. Στέκονται ενεργά στο πλευρό κάθε σφαγέα αρκεί να πληροί τα κριτήρια αντιαμερικανισμού, στρεφόμενοι όπως και οι προαναφερόμενοι Ουκρανοί αναρχικοί ενάντια στα συμφέροντα του προλεταριάτου. Το δήθεν ενδιαφέρον τους, ως αριστερών, για την εργατική τάξη είναι απλώς απάτη, αφού στηρίζουν ανοιχτά την πολεμική εξόντωση της ισχύς της και της φυσικής της ύπαρξης μέσω της συμμετοχής της στους ενδοϊμπεριαλιστικούς πολέμους.

Στο σφαγείο του καπιταλιστικού πολέμου, είμαστε πάντα με τους λιποτάκτες

«Δεν θέλουμε να το σκάσουμε», δήλωναν πριν ένα χρόνο οι Ουκρανοί αναρχικοί που εντάχθηκαν στην εθνική Εδαφική Άμυνα της χώρας. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με επίσημες πηγές, πάνω από οχτώ εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα από την αρχή του πολέμου. Κυρίως γυναίκες και παιδιά, αφού οι άνδρες 18 έως 60 χρονών απαγορεύεται να βγουν από τη χώρα. Το γεγονός ότι το κράτος επέβαλε με στρατιωτικό νόμο την απαγόρευση της εξόδου από τη χώρα και τους συνεχείς ελέγχους στα σύνορα δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι ένα σημαντικό κομμάτι των ανδρών δεν έχει καμία διάθεση να γίνει κιμάς στην εθνικιστική μηχανή του πολέμου. Πολλοί προσπάθησαν να διασχίσουν τα σύνορα κρυμμένοι μέσα σε βαλίτσες, κουτιά, πορτ-παγκάζ, ακόμα και ντυμένοι γυναίκες. Κάποιοι τα κατάφεραν, άλλοι πιάστηκαν από τους συνοριοφύλακες και οδηγήθηκαν σε υποχρεωτική στράτευση. Ούτε οι τρανς γυναίκες κατάφεραν να ξεφύγουν από τα νύχια της πολεμικής μηχανής, αφού για το κράτος και τον στρατό είναι άνδρες και άρα απαγορεύεται να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Από προλεταριακή διεθνιστική σκοπιά, οφείλουμε να αναδείξουμε και να στηρίξουμε την απόφαση και τη δράση αυτών των ανθρώπων που, είτε για λόγους αυτοσυντήρησης είτε για πολιτικούς λόγους, αρνούνται να θυσιαστούν για την πατρίδα, «το σκάνε» από την εθνική πολεμική προσπάθεια. Οφείλουμε να αναδείξουμε το παράδειγμά τους ως γνήσια προλεταριακή πρακτική ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία του μιλιταρισμού και του εθνικισμού.

Φαινόμενα λιποταξίας έχουν υπάρξει, έστω και μειοψηφικά, και στον ουκρανικό και τον ρωσικό στρατό. Μπορεί σε πολλές από τις περιπτώσεις να μην πρόκειται για λιποταξίες με καθαρά διεθνιστικό περιεχόμενο, αλλά για φυγή από έναν στρατό που τους στέλνει ανεκπαίδευτους και άοπλους σε αποστολές αυτοκτονίας, σαν πρόβατα επί σφαγή. Ακόμα κι έτσι όμως αποτελούν σίγουρα μια ρωγμή στον πολεμικό παροξυσμό και ένα παράδειγμα αντίστασης ενάντια στην κρατικο-στρατιωτική εξουσία.

Επαναστατικός ντεφετισμός

Ο επαναστατικός ντεφετισμός αποτέλεσε το πρόταγμα των επαναστατών διεθνιστών στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με εκείνο το κομμάτι της Δεύτερης Διεθνούς που αποφάσισε να συμμετάσχει ενεργά στο σφαγείο του Μεγάλου Πολέμου. Έκτοτε ο επαναστατικός ντεφετισμός αποτελεί την πάγια θέση κάθε κομμουνιστή ή αναρχικού διεθνιστή απέναντι στον καπιταλιστικό πόλεμο.

Επομένως, δεν κομίζουμε γλαύκας εις Αθήνας, απλώς αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σε αυτή την ιστορική τάση του επαναστατικού κινήματος για το οποίο ο επαναστατικός ντεφετισμός αποτελεί την έμπρακτη κριτική της «υπεράσπισης της πατρίδας», δηλαδή της υπεράσπισης του κόσμου του κεφαλαίου. Η πιο διαδεδομένη κριτική που δέχεται ο επαναστατικός ντεφετισμός είναι ότι στους περισσότερους πολέμους η πλειοψηφία των προλετάριων «πάνε να πολεμήσουν», και άρα ο επαναστατικός ντεφετισμός είναι ανέφικτος. Κατ’ αρχάς, δεν επιλέγουμε να διαβάζουμε την ιστορία από τη θεαματική σκοπιά των νικητών. Αντίθετα, αναζητούμε πάντα εκείνες τις στιγμές όπου εξαπολύεται μια επίθεση εναντίον της τάξης αυτού του κόσμου, και κάποιες από αυτές τις στιγμές ιστορικά ήταν όταν οι προλετάριοι, έστω και μειοψηφικά, έστρεψαν τα όπλα ενάντια στους αξιωματικούς τους, αρνήθηκαν να γίνουν κιμάς για τα κανόνια του πολέμου, αποπειράθηκαν να μετατρέψουν τον καπιταλιστικό πόλεμο σε ταξικό πόλεμο. Κατά δεύτερον, εάν το προλεταριάτο είχε συγκροτηθεί ως επαναστατική τάξη, τότε ο καπιταλισμός θα ήταν ήδη μέρος της προϊστορίας του ανθρώπου. Δυστυχώς, όμως, παραμένουμε βυθισμένοι μέσα στην εκμετάλλευση και εξακολουθούμε να αναπνέουμε μέσα στα σύννεφα της αστικής ιδεολογίας. Ωστόσο, η αλλοτρίωση δεν είναι ένα τετελεσμένο γεγονός αλλά μια διαδικασία. Η έννοια της αλλοτρίωσης υπονοεί το αντίθετό της, δηλαδή την άρνηση και την αντίσταση στην αλλοτρίωση μέσα στην εξέλιξη της αφανούς ή έκδηλης ταξικής πάλης. Εν καιρώ πολέμου, ο επαναστατικός ντεφετισμός είναι ο μόνος δρόμος για τη διάλυση του νέφους της αστικής ιδεολογίας και για την υπεράσπιση των προλεταριακών συμφερόντων. Κάθε σύμπραξη με το εθνικό κράτος, όποιο επιχείρημα και αν προβάλλεται για αυτό, απλώς ανανεώνει το ρεπερτόριο του εθνικισμού στους κόλπους της τάξης μας.

Επαναστατικός ντεφετισμός δεν σημαίνει πασιφισμός. Σημαίνει μετατροπή του εθνικού πολέμου σε ταξικό πόλεμο, δηλαδή ανατροπή της κοινωνικής ειρήνης που επιχειρεί να επιβάλει με τη βία η αστική τάξη για να διεξάγει με επιτυχία τον πόλεμό της. Σημαίνει ταξικός αγώνας ενάντια στη δική μας αστική τάξη και αλληλεγγύη προς τους προλετάριους των άλλων χωρών που αναπτύσσουν και εκείνοι τον δικό τους αγώνα ενάντια στις δικές τους αστικές τάξεις. Αγωνιζόμαστε ενάντια στη δική μας αστική τάξη όχι για να ηττηθεί έναντι του πιο ισχυρού κράτους, του κράτους δηλαδή που θα καταφέρει να πειθαρχήσει καλύτερα το δικό του προλεταριάτο, αλλά για να ηττηθούν συνολικά τα συμφέροντα της αστικής τάξης όπως αυτά εκφράζονται και μέσα στον εθνικό πόλεμο. Επαναστατικός ντεφετισμός είναι η ενεργή κινητοποίηση ενάντια στην αναγκαστική επιστράτευση, η στήριξη των λιποτακτών, οι αγώνες μέσα στους χώρους εργασίας ενάντια στη μείωση των μισθών, ενάντια στην αύξηση των ωρών εργασίας ή στην καταναγκαστική εργασία λόγω πολέμου, το σαμποτάρισμα της πολεμικής βιομηχανίας, η διεθνιστική προπαγάνδα στους στρατιώτες όλων των αντίπαλων στρατοπέδων, η συνεργασία και η έμπρακτη αλληλεγγύη με τους προλετάριους όλων των εμπλεκόμενων χωρών και η κυκλοφορία των αγώνων, η λεηλασία αγαθών για την ικανοποίηση των προλεταριακών αναγκών και οποιεσδήποτε άλλες δράσεις θα μπορούσαν να συμβάλουν στον σκοπό του επαναστατικού ντεφετισμού, που δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος ενάντια στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που εμπεριέχουν την πολεμική ενδοπρολεταριακή αλληλοσφαγή.

Επαναστατικός ντεφετισμός σημαίνει για εμάς εδώ σήμερα, εν μέσω του πολέμου που εξελίσσεται στην Ουκρανία, ότι οφείλουμε να οξύνουμε τους ταξικούς-κοινωνικούς αγώνες εκεί που βρισκόμαστε, εστιάζοντας στο αίτημα να μην πληρώσει η τάξη μας για τον πόλεμο. Πόσο μάλλον όταν τα κράτη που ζούμε συμμετέχουν ενεργά στην πολεμική σύρραξη και οι επιπτώσεις του πολέμου στην τάξη μας είναι ήδη καταστροφικές. Σημαίνει επίσης στήριξη κάθε ταξικής απόπειρας εναντίωσης στον πόλεμο και υπονόμευσης της εθνικής πολεμικής συστράτευσης εντός των δύο αντιμαχόμενων πλευρών: της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Στον αντίποδα όσων στηρίζουν τη μία έναντι της άλλης πλευράς, στον αντίποδα κάθε είδους εθνικιστών – αναρχικών, αριστερών ή δεξιών. Από την πλευρά μας, οφείλουμε να διαρρήξουμε αυτόν ακριβώς τον κυρίαρχο εθνικιστικό μονόλογο και να επιβάλουμε αυτό που διέπει πάντα τα συμφέροντα της τάξης μας: τον αγώνα της ζωής ενάντια στον θάνατο.

Αντίθεση και Σύντροφοι,
17 Μαρτίου 2023