για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του χρήματος και του κράτους ─ για τον κομμουνισμό

Εισήγηση της παρουσίασης του βιβλίου “We Unhappy few” στα 21α γενέθλια της Κατάληψης Ευαγγελισμού

Share with:


Εισήγηση της παρουσίασης του βιβλίου We Unhappy Few στα 21α γενέθλια της Κατάληψης Ευαγγελισμού

I. Eισαγωγή

Θα ξεκινήσουμε την παρουσίαση από το βασικό ζήτημα που θέτει το κείμενο του περιοδικού Endnotes, που είναι και το βασικό κείμενο του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα: ποιοι είμαστε «εμείς» που συγκροτούμαστε σε πολιτικές ομάδες και ποια η σχέση μας με αυτούς που βρίσκονται «έξω» από αυτές; Το κείμενο του Endnotes επιχειρεί να ερευνήσει αυτό το ζήτημα ταυτόχρονα σε δύο κατευθύνσεις. Στη μία κατεύθυνση βρίσκονται τα ομαδικά φαινόμενα τα οποία θα παράγουν τον κομμουνισμό – αυτό είναι ξεκάθαρα το επίπεδο της ταξικής πάλης και των κοινωνικών κινημάτων, των μαζικών απεργιών, των καταλήψεων, των συνελεύσεων, των ταραχών, των εξεγέρσεων και τελικά των επαναστάσεων και της κομμουνιστικοποίησης. Στην άλλη κατεύθυνση βρίσκεται η εμπειρία της συμμετοχής σε μια μικρή ομάδα, λιγότερο ή περισσότερο τυπικά οργανωμένη, η οποία προσανατολίζεται προς τη σκέψη περί του καπιταλισμού και του πραγματικού κινήματος για το ξεπέρασμά του και προς την ανάληψη πρωτοβουλιών εντός του ευρύτερου κινήματος.

Υιοθετώντας τη διάκριση που έκανε ο Ανρί Σιμόν, γάλλος συμβουλιακός, βασικό μέλος της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και αργότερα της ICO και του Echanges et Mouvement, μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη περίπτωση παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της αυθόρμητης οργάνωσης ενώ η δεύτερη περίπτωση χαρακτηρίζεται από τις μορφές της ηθελημένης οργάνωσης. Όπως σημειώνει, «η αυθόρμητη οργάνωση εμφανίζεται όταν κάποια συλλογικότητα δρα για την υπεράσπιση των συμφερόντων της σε μια άμεση συγκεκριμένη κατάσταση και έχει την ικανότητα να αλλάζει τις μορφές και τους στόχους της καθώς εξελίσσεται η κατάσταση. Αντιθέτως, η ηθελημένη οργάνωση δημιουργείται από έναν “περιορισμένο (…) αριθμό ανθρώπων” που συναντιούνται στη βάση ορισμένων εκ των προτέρων εδραιωμένων αντιλήψεων περί των συμφερόντων τους, τα οποία στη συνέχεια επιχειρούν να προωθήσουν».

Αυτή η πόλωση αντιστοιχεί στην εμπειρία της διαίρεσης ανάμεσα στις μικρές, τυπικά οργανωμένες ή άτυπες ομάδες στις οποίες συμμετέχουμε και στα ευρύτερα, δυναμικά μεταβαλλόμενα κινήματα και συλλογικότητες αγώνα που αναδύονται και υποχωρούν βάσει μιας λογικής που ξεπερνάει τη βούλησή μας. Όσοι συμμετέχουν σε ηθελημένες οργανώσεις συχνά προσελκύονται ιδιαίτερα από τα κινήματα της αυθόρμητης οργάνωσης, διότι την αναγνωρίζουν ως τον πόλο από τον οποίο θα προκύψει ο κοινωνικός μετασχηματισμός.

Τίθεται ωστόσο το ερώτημα: ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην ηθελημένη κομμουνιστική ή αναρχική ομάδα που σκέφτεται ρητά το ζήτημα του ξεπεράσματος του καπιταλισμού και τα αυθόρμητα ομαδικά φαινόμενα που θα πραγματοποιήσουν αυτό το ξεπέρασμα; Υπάρχει σε κάποιες ομάδες του α/α χώρου η αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο κεντρικός τους ρόλος είναι να πείσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους για την εγκυρότητα των ιδεών τους ή/και να καθοδηγήσουν τις μάζες ή την τάξη στους αγώνες τους. Μπροστά στην αδυναμία τους να επηρεάσουν την πορεία του κόσμου, συχνά κύρια δραστηριότητά τους γίνεται η αύξηση των μελών τους –η οικοδόμηση της ομάδας, της οργάνωσης ή του κόμματός τους– έτσι ώστε να αυξηθεί η επιρροή τους.

Φυσικά, εντός της αυθόρμητης οργάνωσης των υφιστάμενων αγώνων και κοινωνικών κινημάτων, υπάρχουν δραστηριότητες που επιτελούνται από όσους συμμετέχουν. Συχνά όσοι επιτελούν αυτές τις δραστηριότητες ή αναλαμβάνουν τέτοιους ρόλους αναδύονται από την ίδια την κατάσταση του αγώνα. Σε άλλες περιόδους, ένας ρόλος μπορεί να επιτελεστεί από όσους συνδέονται με τους αγώνες στη βάση μιας προϋπάρχουσας πολιτικής ταυτότητας ή στη βάση της συμμετοχής μιας «ηθελημένης ομάδας» σε αυτούς. Σε ένα επαναστατικό κίνημα υπάρχουν επίσης προκαθορισμένες δραστηριότητες που πρέπει να επιτελεστούν. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές αν υπάρχουν επαναστατικές δραστηριότητες σε σχέση με τους υφιστάμενους κοινωνικούς αγώνες και κινήματα. Ούτε είναι καθορισμένος ο ρόλος (καλός ή κακός) που θα μπορέσουν να παίξουν αυτοί που έχουν προϋπάρχουσες πολιτικές ταυτότητες σε οποιαδήποτε μελλοντική επαναστατική συγκυρία.

Θα πρέπει επομένως να προσεγγίσουμε επιφυλακτικά το ερώτημα του ποιοι είμαστε και του τι κάνουμε από τη σκοπιά του πόλου της ηθελημένης οργάνωσης. Η εστίαση στη μικρή ομάδα ή τον «χώρο» μπορεί να φαίνεται ως ομφαλοσκόπηση μπροστά στην απεραντοσύνη των εξελίξεων στον κόσμο που φαίνεται να ζητούν την προσοχή μας. Η συζήτηση γύρω από το ερώτημα του ποιοι είμαστε, ακόμα κι όταν γίνεται με κριτικό τρόπο, κινδυνεύει να καταπέσει σε ζητήματα σχηματισμού ταυτότητας και τυφλής υιοθέτησης συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων, θυμίζοντας ορισμένες από τις κακές συνήθειες των αδιόρθωτων «επαναστατών» που περνάνε τον περισσότερο καιρό τους μιλώντας για (και προς) τον εαυτό τους και το «κίνημά» τους. Αυτό δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της τυφλής υιοθέτησης πολιτικών θέσεων αλλά της ταύτισης των θέσεων αυτών με το υποκείμενο (ατομικό ή συλλογικό) που τις εκφέρει. Οι ιδέες που φαίνεται ότι είναι ανεξίτηλα εγγεγραμμένες στην υποτιθέμενη ταυτότητα όσων τις διαθέτουν –είτε πρόκειται για ένα άτομο («αυτή είναι η άποψή μου»), είτε για μια ομάδα («αυτό που εμείς σκεφτόμαστε»), είτε ακόμη για μια φαντασιακή παράδοση όπως του Μαρξισμού, του Λενινισμού, του Τροτσκισμού, του Αναρχοσυνδικαλισμού, του Συμβουλιακού και του Αριστερού Κομμουνισμού, ή του Σιτουασιονισμού– είναι σχεδόν πάντα ύποπτες. Ακόμα κι αν αυτές οι παραδόσεις προέκυψαν κάποτε ως δυναμικοί τρόποι κατανόησης της εμπειρίας μιας περιόδου ταξικής πάλης, τείνουν να μετατραπούν σε άκαμπτα πλαίσια εντός των οποίων επιχειρείται εξαναγκαστικά να στριμωχτεί η εμπειρία. Μπορεί κανείς να δει τους «-ισμούς» αυτού του είδους ως μια πληθώρα μηχανισμών σκέψης που στην πραγματικότητα έχουν γενικά μετατραπεί σε μηχανισμούς για να μη σκέφτεται κανείς και πολύ.

Η πιο ακραία σκεπτικιστική θέση σχετικά με αυτό το ζήτημα έχει διατυπωθεί από τον Sam Moss, συμβουλιακό κομμουνιστή που έγραφε στο περιοδικό του Πάουλ Μάτικ Living Marxism, ο οποίος παρατηρεί ότι η διαφορά ανάμεσα στις ριζοσπαστικές ομάδες και τις μάζες εμφανίζεται σαν διαφορά στόχων: φαίνεται να υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στο «εμείς» και στο «έξω», στους «επαναστάτες» και τις μάζες ή την εργατική τάξη. Οι πρώτοι θέλουν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό αλλά δεν μπορούν, οι δεύτεροι μπορούν αλλά δεν το κάνουν – ασχολούνται με τις καθημερινές τους ανάγκες. Σύμφωνα με τον Moss, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μεν μάζες παράγονται και κοινωνικοποιούνται προκειμένου να αναπαράγουν τον καπιταλισμό «παίζοντας τον ρόλο της μηχανής» ενώ οι ριζοσπάστες αποτελούν μια παρέκκλιση. Πρόκειται στην ουσία για «μεμονωμένες περιπτώσεις εργατών οι οποίοι, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων στην ατομική τους ζωή, παρέκκλιναν από τη συνηθισμένη πορεία ανάπτυξης».

Θα μπορούσαμε επίσης, σύμφωνα με τον Moss, να τους αντιμετωπίσουμε ως εργάτες που απέκτησαν τα προσόντα να διαχωριστούν από την τάξη τους αλλά εμποδίζεται η προσωπική τους ανέλιξη. Υποβιβάζονται σε εξαρτήματα της μηχανής ενώ είχαν άλλες προσδοκίες και εξεγείρονται απέναντι σε αυτό. Έτσι βρίσκονται σε μια παράδοξη θέση: είναι διαχωρισμένοι από τους συναδέλφους τους την ίδια στιγμή που αυτοί αποτελούν το σημείο αναφοράς τους. Συνεπώς, τείνουν να ενώνονται με τους ομοίους τους –με ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την αλλαγή της κοινωνίας– εκτός εργασιακών χώρων δημιουργώντας ριζοσπαστικές ομαδοποιήσεις. Εγκλωβίζονται όμως έτσι, εκ των πραγμάτων, σε ένα δίλημμα: στον βαθμό που οι συνθήκες δεν είναι επαναστατικές, είτε θα δράσουν αποτελεσματικά προσαρμόζοντας τη δράση τους στα όρια του κινήματος, παύοντας έτσι να είναι επαναστάτες, είτε θα παραμείνουν επαναστάτες παύοντας να είναι αποτελεσματικοί στην παρέμβασή τους. Σύμφωνα με τον Moss αυτό είναι ένα δίλημμα που αφορά αποκλειστικά τους ίδιους, καθότι η δράση τους δεν επηρεάζει την Ιστορία. Είναι διαχωρισμένοι όχι επειδή είναι επαναστάτες αλλά επειδή οι συνθήκες δεν είναι επαναστατικές, και μοιραία θα διαλυθούν εντός μιας ενδεχόμενης επαναστατικής διαδικασίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον Moss είναι η αφήγηση που έχουν για τον εαυτό τους οι μη λενινιστικές ή αντι-πρωτοποριακές ομάδες. Τονίζει ότι η διακήρυξή τους ότι δεν θέλουν να καθοδηγήσουν την εργατική τάξη δεν είναι παρά μια ιδεολογική διαφορά σε σχέση με τη λενινιστική θέση, η οποία δεν καταργεί την πραγματική, εξωτερική σχέση που έχουν οι ομάδες αυτές με την εργατική τάξη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και αν επιτευχθεί ο στόχος της «όξυνσης της ταξικής πάλης», μια μη λενινιστική ομάδα, στον βαθμό που παραμένει διαχωρισμένη ομάδα, θα αναλάβει, μοιραία, τον καθοδηγητικό ρόλο που δηλώνει ότι απαρνείται.

Αντί λοιπόν να προσπαθούμε ως ριζοσπάστες να δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας αναφερόμενοι στην αναγκαιότητα του ρόλου μας ως επαναστατών, είναι προτιμότερο να αναγνωρίσουμε ότι η πολιτική μας δραστηριότητα προκύπτει από μια προσωπική, συναισθηματική ανάγκη. Αυτό, σύμφωνα με το Endnotes, δεν είναι ψυχολογικοποίηση της επαναστατικής δράσης αλλά τεκμήριο της αναγκαιότητάς της, θεμελιωμένο όχι σε θεωρητικά σχήματα αλλά στην ίδια την εμπειρία των ατόμων. Η ύπαρξη μειοψηφιών που αισθάνονται την ανάγκη να δαπανούν μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους σε διαδικασίες αλλαγής της κοινωνίας δείχνει ότι όταν μεγαλύτερες μάζες νοιώσουν την ίδια ανάγκη θα δράσουν με παρόμοιο τρόπο: Δεν θα δράσουν «επειδή οι ιδέες τους θα έχουν αλλάξει αλλά λόγω μιας αλλαγμένης αίσθησης για το τι είναι αναγκαίο να γίνει, η οποία όταν οδηγήσει σε δράση θα έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή των ιδεών τους».

Αυτή η θέση ανοίγει έναν δρόμο κατανόησης μιας πολύ οικείας σε όλους μας κατάστασης: ανεξαρτήτως της θεωρητικής προτίμησης και των πολιτικών θέσεων του καθένα, οι πολιτικές ομάδες παρουσιάζουν μια μάλλον απογοητευτική εικόνα. Όπως γράφουν οι Endnotes, «Υπάρχουν τόσο πολλές απερίσκεπτες και αφελείς παραδοχές, τόσο πολλές υπεκφυγές, ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, αναίσχυντες αντιφάσεις ανάμεσα σε αυτό που κάνουν οι άνθρωποι και σε αυτό που νομίζουν ότι κάνουν, ανάμεσα στην ιστορία που λένε στον εαυτό τους και την πραγματικότητα της επιρροής τους στον κόσμο, ανάμεσα στις πομπώδεις φιλοδοξίες τους και τη μιζέρια της πραγματικότητάς τους».

Άλλωστε, όπως αναφέρει το κείμενο, «η κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων εμπεριέχει συγχρόνως την κριτική των εαυτών μας και των κατηγοριών μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας και διαμορφωνόμαστε». Αυτή την αυτοκατανόηση του ποιοι είμαστε και τι κάνουμε αναζητά λοιπόν το κείμενο, βασισμένο σε τρείς άξονες: Πρώτον, στις έννοιες και κριτικές της οργάνωσης που εμφανίστηκαν στο δεύτερο επαναστατικό κύμα του 20ου αιώνα, κυρίως ανάμεσα στους συμβουλιακούς, τους καταστασιακούς και τους αριστερούς κομμουνιστές. Δεύτερον, στην κατανόηση της θεωρίας από το ρεύμα του «Ανοιχτού Μαρξισμού», βασισμένης σε μια συζήτηση η οποία περιλαμβάνει την αμοιβαία αναγνώριση, την πρακτική αναστοχαστικότητα και την εμμενή κριτική. Τρίτον, στις ψυχαναλυτικές έννοιες των ομάδων και του σκέπτεσθαι. Στη σημερινή παρουσίαση θα εστιάσουμε κυρίως στον πρώτο άξονα του κειμένου, καθώς κάθε ξεχωριστός άξονας αποτελεί από μόνος του αντικείμενο μιας τεράστιας συζήτησης. Θα αγγίξουμε επίσης την ψυχαναλυτική θεωρία των ομάδων του Μπίον, προκειμένου να εξεταστεί η βασική αντίφαση που διέπει τη λειτουργία όλων των ομάδων σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κάτι που ίσως μπορεί να φωτίσει τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε μέσα στις συλλογικότητές μας.

 

II. Για το ζήτημα της οργάνωσης του επαναστατικού κινήματος

Το πρώτο μέρος του κειμένου των Endnotes εστιάζει, όπως αναφέραμε, στη συζήτηση και την κριτική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της οργάνωσης που πραγματοποιήθηκε μέσα στο δεύτερο επαναστατικό κύμα του 20ου αιώνα ανάμεσα στους συμβουλιακούς, τους καταστασιακούς και τους αριστερούς κομμουνιστές.

Ως γνωστόν, οι εξεγέρσεις του ’68 στη Γαλλία και αλλού χαρακτηρίζονταν από το αντιεξουσιαστικό και αντιγραφειοκρατικό τους πνεύμα. Τα συνδικάτα και τα επίσημα κομμουνιστικά κόμματα έπαιζαν έναν αντιδραστικό ρόλο και αυτό διαπιστωνόταν στην πράξη από πολύ κόσμο που συμμετείχε στο κίνημα. Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι επανεμφανίστηκε η κριτική που είχε ασκήσει το ρεύμα του συμβουλιακού κομμουνισμού σχετικά με την αποτυχία των επαναστάσεων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Σε αντίθεση με τους τροτσκιστές, με τους μαοϊκούς ή ακόμα και με τους αναρχικούς, το ρεύμα αυτό δεν απέδιδε την αντεπαναστατική δράση των μεγάλων οργανώσεων του παλιού εργατικού κινήματος στην προδοσία των ηγετών τους. Για τους συμβουλιακούς κομμουνιστές το πρόβλημα δεν ήταν ο ένας ή ο άλλος ηγέτης αλλά το φαινόμενο της εξάρτησης από την ηγεσία και τη γραφειοκρατική οργάνωση συνολικά, στα οποία αντιπαρέθεταν την αυτενέργεια και την αυτόνομη οργάνωση των εργατών. Αυτή η αντίληψη υποδεικνύει μια πάλη εντός της τάξης ανάμεσα, αφενός, στις δικές της ικανότητες και τη βούλησή της να οργανώσει τους αγώνες της και, αφετέρου, στην τάση της να εναποθέτει την εμπιστοσύνη της σε οργανώσεις και ηγέτες που είναι εν τέλει εξωτερικοί προς αυτή.

Παρόλο που ο συμβουλιακός κομμουνισμός είχε πάψει να υπάρχει ως οργανωμένη τάση του επαναστατικού κινήματος από το τέλος του Β’Π.Π., μετά την επανεμφάνιση των συμβουλίων στην Ουγγαρία το 1956 εμφανίστηκαν ομάδες στις παρυφές του εργατικού κινήματος –αναρχικοί, εργατιστές/αυτόνομοι, αντιεξουσιαστές κομμουνιστές κ.α.– που υιοθέτησαν πλευρές αυτές της κριτικής. Σημαντικότερη από αυτές τις ομάδες ήταν η γαλλική ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Οι κριτικές θέσεις αυτών των ομάδων άσκησαν μεγάλη επιρροή στο κίνημα του ’68. Μάλιστα, η εν λόγω προβληματική της ταξικής αυτονομίας μπορούσε να προσαρμοστεί ώστε να καταστεί μέσο κατανόησης και έκφρασης των νέων αγώνων που ξέσπασαν εκτός της παραγωγής – της εξέγερσης της νεολαίας και των κινημάτων αντικουλτούρας της εποχής, των αγώνων γύρω από τη φυλή, το φύλο, τη σεξουαλικότητα κ.ο.κ. Η σκοπιά της αυτονομίας εξέφραζε τη γενική ελευθεριακή ή αντιεξουσιαστική διάθεση μεγάλων κομματιών των εν λόγω κινημάτων που θεωρούσαν ότι το περιεχόμενο της επανάστασης δεν είναι η διαχείριση της κοινωνίας από μια νέα εξουσία αλλά η επίτευξη της αυτονομίας σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Επιπλέον, οι μεγάλες εργατικές οργανώσεις ήταν συχνά αδιάφορες ή εχθρικές απέναντι σε αυτούς τους αγώνες.

Αλλά ενώ υπήρχε ευρεία συμφωνία ότι οι ιδέες της «αυτενέργειας των εργατών» και της «απόδοσης όλης της εξουσίας στα εργατικά συμβούλια» αντιπροσώπευαν μια εναλλακτική στα λενινιστικά όνειρα των μικρών μαοϊκών και τροτσκιστικών γκρουπούσκουλων, υπήρχε διαφωνία για το τι σήμαινε αυτό ως προς τη δραστηριότητα των ανθρώπων.

1. Η συμβουλιακή ιδεολογία της ICO

 

Μια από τις βασικές τοποθετήσεις σε αυτή τη συζήτηση έγινε από το ρεύμα των υποστηριχτών της συμβουλιακής ιδεολογίας [μετάφραση του councilists], του οποίου βασικότερος εκπρόσωπος ήταν η ομάδα ICO. Η εν λόγω τοποθέτηση χαρακτηρίζεται από βαθιά δυσπιστία για τη σπουδαιότητα των επίδοξων επαναστατικών ομάδων. Όπως υποστήριζαν, το ερώτημα «τι να κάνουμε» το οποίο θέτουν στους εαυτούς τους οι επίδοξες επαναστατικές ομάδες προκύπτει γενικά γιατί αυτές βρίσκονται «έξω» από τους κοινωνικούς χώρους όπου ξεσπάνε αγώνες. Νιώθοντας την ανάγκη να έρθει σε επαφή με όσους συμμετέχουν άμεσα στους αγώνες, ιδιαίτερα με τους «εργάτες», ο επίδοξος επαναστάτης θα επιχειρήσει να ασκήσει επιρροή μέσω προκηρύξεων ή κειμένων που αν δεν προσφέρουν με ρητό τρόπο «καθοδήγηση», προσφέρουν τουλάχιστον «συμβουλές» και «μαθήματα». Ή, ενδεχομένως, αναγνωρίζοντας την αποτυχία μιας τέτοιας εξωτερικής παρέμβασης, οι πιο ακτιβιστές μπορεί να επιχειρήσουν να εισέλθουν στον αγώνα πηγαίνοντας στα εργοστάσια ή όπου αναμένεται να υπάρξει δράση. Οι συμβουλιακοί αποκηρύσσουν την επιθυμία των «επαναστατών» για έναν τέτοιο ρόλο. Πέρα από την άμεση δραστηριότητα που μπορεί να έχουν στον δικό τους χώρο εργασίας, οι υποστηρικτές της συμβουλιακής ιδεολογίας κυρίως κυκλοφορούν πληροφορίες και αναλύσεις, και προσπαθούν απλώς να κατανοήσουν «τι πραγματικά κάνουν οι άνθρωποι και ποιο είναι το πραγματικό νόημα των πράξεών τους».

Μια συχνή κριτική που έχει δεχτεί αυτό το ρεύμα είναι ότι η τοποθέτησή του συνεπάγεται το να είναι κανείς παθητικός θεατής της ταξικής πάλης. Οι περισσότεροι που έλκονται από την ιδέα της επανάστασης υποστηρίζουν συνήθως ότι πρέπει να υπάρχει κάτι παραπάνω που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ο συμβουλιακός θα απαντούσε ότι όσοι θεωρούν αυτόν τον ρόλο εξαιρετικά περιοριστικό συνήθως κλείνουν τα μάτια στα φτωχά αποτελέσματα των προσπαθειών τους να «κάνουν κάτι παραπάνω», να παίξουν επαναστατικό ρόλο. Όπως υποστηρίζει ο Ανρί Σιμόν, βασικός εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος, η μορφή της «ηθελημένης ομάδας», η οργάνωσή της γύρω από ένα κοινό σύνολο ιδεών αντί για την κοινή κατάσταση από την οποία αναδύεται η αυθόρμητη οργάνωση, οδηγεί σε συγκεκριμένα και καθορισμένα είδη δράσης: «Τις περισσότερες φορές μια μικρή συλλογικότητα απευθύνεται με λόγο και δράση σε μια μεγαλύτερη, αναπόφευκτα εντός ενός πλαισίου στο οποίο οι άνθρωποι που “γνωρίζουν” (ή νομίζουν ότι γνωρίζουν) απευθύνονται στους ανθρώπους που “δεν γνωρίζουν” (ή γνωρίζουν ατελώς) και οι οποίοι πρέπει να πειστούν». Η έννοια της καθοδήγησης δεν είναι για τους συμβουλιακούς τίποτα παραπάνω από «μια ελιτίστικη έννοια που δημιουργήθηκε από όσους επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τους αγώνες των εργατών και να κυριαρχήσουν πάνω τους».

2. Καταστασιακή Διεθνής

 

Οι θέσεις αυτές δέχτηκαν αυστηρή κριτική από τους καταστασιακούς, οι οποίοι έγραφαν ότι για το ρεύμα της συμβουλιακής ιδεολογίας «το να κάνεις κάτι, μετετράπη αυτομάτως σε μια επαίσχυντη στάση υποκατάστασης του “εργάτη”». Αυτή τη στάση την χαρακτηρίζουν ως «ιδεολογική επιλογή του διασκορπισμού», η οποία συγκρούεται με την ανάγκη του συντονισμού και της επικοινωνίας των αγώνων και των ιδεών.

Αντιθέτως, η ΚΔ συνδύαζε τη θέση που εκφράζει το σύνθημα «όλη η εξουσία στα συμβούλια» με μια ισχυρή αντίληψη για τη σπουδαιότητα της επαναστατικής ομάδας ως του πιο προωθημένου κομματιού του κινήματος. Οι θέσεις της ΚΔ για την οργάνωση συνδέονται άμεσα με την ευρύτερη θεωρία της. Μέσα από τις έννοιες της κριτικής της μιζέριας της καθημερινής ζωής και της άρνησης της εργασίας, η ΚΔ αναγνώρισε τα νέα στοιχεία του επαναστατικού κύματος μέσα στο οποίο βρισκόταν. Σύμφωνα με αυτή την αναγνώριση, η ΚΔ υποστήριζε ότι τα συμβούλια θα πρέπει να αποκτήσουν νέο περιεχόμενο, το οποίο δεν θα βασίζεται στη διαχείριση της εργασίας και του υπάρχοντος κόσμου αλλά στην κατάργηση της εργασίας –«με την τρέχουσα έννοια»– και τον αδιάκοπο ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του κόσμου. Στην ΚΔ ο κομμουνισμός τίθεται πάντα ως οικοδόμηση της ανθρώπινης κοινότητας μέσα από την κατάργηση της ανταλλαγής, του εμπορεύματος και της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις. Τίθεται δηλαδή ως προς το περιεχόμενό του και όχι ως μορφή διαχείρισης.

Αυτό το νέο περιεχόμενο όμως προϋποθέτει ότι το προλεταριάτο θα καταστεί επαναστατικό υποκείμενο. Η μορφή του συμβουλίου αποτελεί τη μορφή της ύπαρξης του προλεταριάτου ως τάξης της συνείδησης και γι’ αυτό έχει τεράστια σπουδαιότητα. Από την ανάγκη του προλεταριάτου να καταστεί υποκείμενο προκύπτει ο θεμελιώδης ρόλος της επαναστατικής οργάνωσης. Απορρίπτεται το μοντέλο προσηλυτισμού και στρατολόγησης αδαών μελών που στη συνέχεια διδάσκονται την κομματική γραμμή. Αντιθέτως, η ΚΔ απαιτεί από τα επίδοξα μέλη της την αυτόνομη και πλήρη αφομοίωση της θεωρίας και ένα επίπεδο «πρακτικής αλήθειας», δηλαδή τη συνοχή της πρακτικής συμπεριφοράς τους με τη θεωρία.

Το έργο της επαναστατικής οργάνωσης σύμφωνα με την ΚΔ είναι να συλλάβει ό,τι συμβαίνει, ό,τι προεικονίζεται στις εξεγέρσεις που πραγματοποιούνται, εντός μιας ενιαίας επαναστατικής θεωρίας, και να το επικοινωνήσει σε όσους αναζητούν τη διαύγαση της κατάστασης. Παρόλο που η ΚΔ αναφέρεται στην ανάγκη αυτοδιάλυσης της επαναστατικής οργάνωσης τη στιγμή της νίκης της, αυτή η νίκη θα είναι η πραγμάτωση της καθολικής κριτικής της οργάνωσης από τις ίδιες τις μάζες μέσα στα συμβούλια. Για να συναντηθεί η καθολική κριτική με τις μορφές της αυτόνομης οργάνωσης, θα πρέπει η ίδια η καθολική κριτική να αποκτήσει ύπαρξη και το όχημα για αυτό είναι η επαναστατική «ηθελημένη» οργάνωση. Παρόλα αυτά, η δραστηριότητά της είναι μόνο μια στιγμή που δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον στόχο: οι ίδιοι οι εργάτες θα πρέπει να οργανωθούν, θα χειραφετηθούν με τις δικές τους προσπάθειες κ.λπ.

Η εν λόγω σύλληψη του προλεταριάτου ως τάξης της συνείδησης προϋπέθετε για την ΚΔ την αναγκαιότητα της ύπαρξης της διαχωρισμένης επαναστατικής οργάνωσης. Ωστόσο, δεν συμφωνούμε με τους Endnotes ότι αυτό είναι κάτι το αναπόδραστο. Το ζήτημα που τίθεται είναι η δημιουργία μη-αλλοτριωτικών μεσολαβήσεων και μορφών θεωρητικής και πρακτικής οργάνωσης της εμπειρίας μέσα στους αγώνες.

3. Ο Ζιλ Ντωβέ και η έννοια του ιστορικού κόμματος

 

Μια άλλη σημαντική κριτική της συμβουλιακής ιδεολογίας διατυπώθηκε από τον Ζιλ Ντωβέ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η «συμβουλιακή» θέση για την οργάνωση ήταν μια κριτική του «λενινισμού» η οποία συνδεόταν αρνητικά με το αντικείμενό της – αποτελούσε αντίδραση σε αυτόν και όχι ξεπέρασμά του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η συμβουλιακή ιδεολογία όπως και ο αναρχισμός αποδέχονται την ταύτιση του κόμματος με το λενινιστικό κόμμα. Ως αντίδραση στον ιστορικά αντεπαναστατικό ρόλο που κατέληξαν να παίξουν οι μπολσεβίκοι, θεωρήθηκε ότι η διαχωρισμένη συλλογικότητα επαναστατών ή κομμουνιστών, ό,τι και να κάνει, αποτελεί υποκατάσταση της τάξης και απειλεί να την καθυποτάξει. Σύμφωνα με τον Ντωβέ, αυτή η θέση παραβλέπει το γεγονός ότι μπορεί να βρεθεί στον Μαρξ μια διαφορετική έννοια για το κόμμα, η οποία βασίζεται στη διάκριση ανάμεσα στο «ιστορικό» και το «τυπικό» κόμμα.

Ο Ντωβέ είναι επηρεασμένος από τις θέσεις που πρωτοδιατύπωσε ο Ζακ Καμάτ το 1961 σύμφωνα με τις οποίες το κομμουνιστικό κόμμα προσδιορίζεται από το «πρόγραμμά» του. Το κομμουνιστικό πρόγραμμα, με τη σειρά του, δεν είναι προϊόν του Μαρξ ή οποιουδήποτε άλλου ατόμου, αλλά γέννημα του αγώνα του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο. Κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα, το προλεταριάτο επιχειρεί να σχηματίσει μια κοινότητα για να αντικαταστήσει την ατομικοποίηση της καπιταλιστικής κοινωνίας, και το κομμουνιστικό πρόγραμμα μπορεί απλώς να εκφράζεται, συχνά αρκετά ατελώς, από άτομα και ομάδες. Κατά συνέπεια, ο Ζακ Καμάτ υποστηρίζει ότι, υπό την ιστορική του έννοια, το κόμμα είναι μια «απρόσωπη δύναμη πέρα από συγκεκριμένες γενιές, εκπροσωπεί το ανθρώπινο είδος, την ανθρώπινη ύπαρξη που πια βρέθηκε. Είναι η συνείδηση του είδους». Οι οργανώσεις που ισχυρίζονται ότι αποτελούν το κόμμα είναι στην καλύτερη περίπτωση τυπικά οργανωμένες ομάδες που προσωρινά εκφράζουν αυτή την ιστορική δύναμη, αλλά που εξίσου συχνά αποτυγχάνουν να την εκφράσουν ή την εκπροσωπούν για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και μέχρι έναν ορισμένο βαθμό προτού περάσουν στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης.

Η εν λόγω διάκριση ανάμεσα στην ιστορική και την τυπική έννοια του κόμματος μετατρέπει την αντίθεση ανάμεσα στην ανάγκη για το κόμμα και τον φόβο για αυτό σε ψευδοδίλημμα. Με τη διάρρηξη της σχέσης του με τον λενινισμό, το κόμμα δεν αποτελεί πια πρόβλημα: το κόμμα δεν είναι κάτι που δημιουργείται και οικοδομείται μέσα από μια διαδικασία στρατολόγησης και κατήχησης αλλά αντίθετα αποτελεί αυθόρμητο προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας που μπορεί να εμφανιστεί μόνο σε επαναστατικές περιόδους. Ο καπιταλισμός παράγει ανθρώπους που επιχειρούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να κατανοήσουν και να αγωνιστούν ενάντια στην κατάσταση εντός της οποίας βρίσκονται. Ο Ντωβέ έκρινε ότι μπορούμε να αποκαλέσουμε ορισμένους τέτοιους ανθρώπους επαναστάτες ή κομμουνιστές και υποστήριξε ότι, κόντρα στους φόβους των συμβουλιακών, δεν θα πρέπει να ανησυχούν για το γεγονός ότι επιδιώκουν θεωρητική συνοχή και ότι ενεργούν συλλογικά για τη διάδοση των αντιλήψεών τους. Σε «κανονικές περιόδους», όσοι επιχειρούν να «εκφράσουν το πλήρες νόημα του τι συμβαίνει και να κάνουν πρακτικές προτάσεις» δεν θα έχουν μεγάλη επιρροή. Αλλά σε επαναστατικές περιόδους αν η εν λόγω έκφραση είναι σωστή και οι προτάσεις κατάλληλες, τότε αποτελούν κομμάτι του προλεταριακού κινήματος και συμβάλλουν στη δημιουργία του «κόμματος» της κομμουνιστικής επανάστασης.

4. Ζακ Καμάτ και οι πολιτικές ομάδες ως συμμορίες

 

Την εποχή που ο Ντωβέ διατύπωσε τις προηγούμενες θέσεις, ο ίδιος ο Καμάτ είχε μετακινηθεί προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Στη θρυλική στους κύκλους της υπεραριστεράς επιστολή του για την οργάνωση, ασκεί συντριπτική κριτική στις πολιτικές ομάδες. Προχωράει πέρα από την απόρριψη του λενινισμού, εντοπίζοντας την τάση που εμφανίζεται σε κάθε οργάνωση, όποια ιδεολογία και αν αυτή υιοθετεί, να μετατρέπεται σε συμμορία. Αυτή η τάση είναι σύμφωνα με τον Καμάτ το αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής, αντίζηλης ύπαρξης που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επιβάλλει στις ατομικές και στις συλλογικές υποκειμενικότητες. Θέτει ως παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι πολιτικές ομάδες μεταξύ τους καθώς ανταγωνίζονται για τη στρατολόγηση νέων μελών. Αν στον πρώιμο καπιταλισμό ήταν δυνατό για τις οργανώσεις της εργατικής τάξης να αποτελούν ένα είδος κοινότητας ενάντια στο κεφάλαιο, στην περίοδο της πραγματικής κυριαρχίας του σε όλες τις σφαίρες της ζωής, το κεφάλαιο διαμορφώνει τόσο τις ατομικές όσο και τις συλλογικές υποκειμενικότητες. Στη θεώρηση του Καμάτ, ακόμα και η ομάδα στην οποία συμμετείχε –η οποία μέσω της πρακτικής της ανωνυμίας και της απόρριψης της δημοκρατικής ψηφοφορίας αντιτίθετο στον αστικό ατομικισμό, στη «στείρα και παθολογική απομόνωση του Εγώ»– εξελίχθηκε σε συμμορία, μια συλλογική μορφή αυτού του παθολογικού Εγώ στη σχέση του με τον κόσμο.

Όπως έγραφε: «Σήμερα το κόμμα μπορεί να είναι μόνο το ιστορικό κόμμα. Κάθε τυπική οργάνωση αποτελεί αναπαραγωγή αυτής της κοινωνίας και το προλεταριάτο είναι ουσιαστικά έξω από αυτή». Παρόλο που ο Καμάτ συλλαμβάνει μια πραγματική πλευρά της ύπαρξης των ριζοσπαστικών ομάδων, θεωρούμε ότι πρόκειται για μια ακραία και υπερβολική θέση που στηρίζεται σε μια άποψη πλήρους ατομικοποίησης και κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην κοινωνική ζωή και την υποκειμενικότητα, η οποία δεν ισχύει.

5. Η θέση των Endnotes

 

Οι Endnotes εντοπίζουν μια συνέχεια στη θέση του Καμάτ για τη μετατροπή της ομάδας σε συμμορία με τη συμβουλιακή θεώρηση του Ανρί Σιμόν ότι η ηθελημένη ομάδα θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στο να προσανατολιστεί προς την επιβίωσή της εντός του καπιταλισμού και επομένως να προσαρμοστεί σε αυτόν. Και οι δύο εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην αυθόρμητη οργάνωση προς την οποία οδηγείται η τάξη (ή το ανθρώπινο είδος για τον ύστερο Καμάτ). Στην αυθόρμητη οργάνωση υπάρχει πολύς χώρος για μια δυναμική μάθησης στην οποία η ταυτότητα και η αυτοκατανόηση όσων συμμετέχουν μετασχηματίζεται διαρκώς. Στην ηθελημένη ομάδα υπάρχει μια μεγαλύτερη επένδυση σε μια παγιωμένη ταυτότητα που οδηγεί σε συμπεριφορές υπεράσπισης αυτής της ταυτότητας. Η ηθελημένη ομάδα έχει την τάση να διατηρείται σε ύπαρξη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό για το οποίο εξυπηρετεί έναν σκοπό και κυριαρχείται από μια νοοτροπία συμμορίας ή «ωθείται προς ρεφορμιστικούς ή καπιταλιστικούς χώρους και εξαναγκάζεται να έχει μια πρακτική που έρχεται σε όλο και μεγαλύτερη αντίθεση με τις διακηρυγμένες αρχές της», όπως γράφει ο Σιμόν.

Για τον Καμάτ, αυτό αποτελεί λόγο για να αποφεύγεται πλήρως η μορφή της ομάδας. Για τους Endnotes, ένας διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης αυτών των τάσεων είναι η αναγνώριση ότι κάθε «ηθελημένη» συλλογική πρωτοβουλία, ιδιαίτερα έξω από τον ενθουσιασμό της επαναστατικής στιγμής, θα έχει την ταυτοτική, συμμορίτικη πλευρά της – το ζήτημα είναι να υπάρχει εγρήγορση σε σχέση με αυτή την πλευρά, να κατονομάζεται ρητά όταν εμφανίζεται και να γίνεται συλλογική προσπάθεια για την αποφυγή ή τον περιορισμό της.

6. Τα συμπεράσματα από την αυτοκριτική της Επιτροπής Δράσης στη Σιτροέν στο Censier

Πέραν της θεωρητικής συζήτησης και αντιπαράθεσης που περιγράφηκε προηγουμένως για το ζήτημα της οργάνωσης και της παρέμβασης των ομάδων στους αγώνες, θεωρούμε ότι ιδιαίτερη σημασία έχει η αυτοκριτική μιας συγκεκριμένης εμπειρίας από το κίνημα του Μάη του ‘68, της εμπειρίας της Επιτροπής Δράσης στο Censier, όπως τη διατύπωσαν δύο μέλη αυτής της επιτροπής Φρέντι Πέρλμαν και Ροζέρ Γκρεγκουάρ.

Οι διαφορετικές αντιλήψεις που είχαν πάνω στο ερώτημα του «τι να κάνουμε» η ICO και η ΚΔ το ’68 εκδηλώθηκαν στην Επιτροπή Δράσης στη Σιτροέν στο Censier. Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου, καθώς οι απεργίες άρχισαν να διευρύνονται, σχηματίστηκαν επιτροπές δράσης φοιτητών-εργατών σε ολόκληρη τη Γαλλία, οι οποίες προσπάθησαν να στηρίξουν το κίνημα. Οι Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ υποστηρίζουν ότι αυτές οι επιτροπές φοιτητών-εργατών ήταν μια αυθόρμητη αναβίωση της δημιουργικής κοινωνικής δραστηριότητας από τα κάτω που σημάδεψε προηγούμενα επαναστατικά ξεσπάσματα όπως η Παρισινή Κομμούνα. Στο βιβλίο τους, περιγράφουν τη συμμετοχή τους στην Επιτροπή Δράσης Φοιτητών-Εργατών στη Σιτροέν, μια από τις πολλές ανάλογες επιτροπές που είχαν ως βάση τους το κατειλημμένο κτίριο Censier στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Η επιτροπή αυτή αποτελούνταν κυρίως από ανθρώπους που είχαν συναντηθεί στις οδομαχίες των προηγούμενων ημερών και συγκροτήθηκε μετά τον σχηματισμό απεργιακής επιτροπής στα εργοστάσια της Σιτροέν που καλούσε σε επ’ αόριστον απεργία. Οι Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ περιγράφουν τις προκηρύξεις που γράφονταν και τις δράσεις που γίνονταν: τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν το ζήτημα της διαίρεσης ανάμεσα στους μετανάστες και τους ντόπιους Γάλλους εργάτες (από τους οποίους προέρχονταν οι συνδικαλιστές)· τον τρόπο με τον οποίο η επιτροπή δράσης χρησιμοποιήθηκε από την ελεγχόμενη από το συνδικάτο απεργιακή επιτροπή του εργοστασίου αλλά στη συνέχεια αποκλείστηκε από το εργοστάσιο· και τις σχέσεις που ανέπτυξαν με ομάδες μη-συνδικαλιστών εργατών στα εργοστάσια. Τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοιες εμπειρίες από τη συμμετοχή σε συνελεύσεις αλληλεγγύης σε απεργίες και κοινωνικούς αγώνες έχει πιθανόν και πολύς κόσμος που συμμετέχει στη σημερινή εκδήλωση.

Η επιτροπή ήταν αυτόνομη υπό την έννοια ότι δεν αναγνώριζε τη νομιμότητα κανενός «ανώτερου» θεσμού και καμιάς εξωτερικής «εξουσίας». Καθένας μπορούσε να συμμετέχει επί ίσοις όροις στην καθημερινή συνάντηση όπου επινοούνταν εγχειρήματα και σχεδιάζονταν δράσεις απέναντι στη διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση. Η κατεύθυνση που πήρε η επιτροπή έδειξε ότι, όποιος και αν ήταν ο πολιτικός προσανατολισμός των μελών της πριν από τον Μάη, η τάση που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια των γεγονότων ήταν σε γενικές γραμμές συμβουλιακή, με τη δημιουργία συνελεύσεων και την ανάπτυξη της αυτενέργειας των εργατών.

Ως προς τη διάκριση του Ανρί Σιμόν ανάμεσα στην ηθελημένη και την αυθόρμητη οργάνωση, αυτές οι επιτροπές ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία καθώς επρόκειτο για ομάδες όπου σε σημαντικό βαθμό τα μέλη τους άφησαν πίσω τους τις προηγούμενες πολιτικές τους δεσμεύσεις προσανατολιζόμενα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κατάστασης. Ωστόσο, είχαν επίσης χαρακτηριστικά ηθελημένης οργάνωσης διότι ένας από τους βασικούς στόχους της επιτροπής στο Censier ήταν να απευθυνθεί και να δράσει προς το ευρύτερο κίνημα και, ειδικά, προς τους εργάτες στα εργοστάσια.

Όπως είπαμε, αυτό που είναι αξιοσημείωτο στον απολογισμό των Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ είναι η αυτοκριτική που περιλαμβάνει. Ασκώντας αυστηρή κριτική στις επιτροπές φοιτητών-εργατών στις οποίες συμμετείχαν, οι Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ γράφουν ότι για αυτούς που είχαν μαζευτεί στο Censier, το να είναι κανείς επαναστάτης σήμαινε το να συμμετέχει σε κάτι του οποίου η δυναμική βρισκόταν αλλού. Αντί να κατανοήσουν τον εαυτό τους ως μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων που θα προχωρούσε μέσω του ξεπεράσματος συγκεκριμένων εμποδίων, που θα μπορούσε να πάρει πρωτοβουλίες, αυτοπαγιδεύτηκαν στο να ακολουθούν την «αυθόρμητη» δραστηριότητα μιας αφηρημένης φαντασιακής ομάδας: «των ίδιων των εργατών». Όπως υποστηρίζουν, η συγκεκριμένη επιτροπή στην οποία συμμετείχαν (η επιτροπή φοιτητών-εργατών) ενώ υποκειμενικά ένιωθε έτοιμη να προχωρήσει στην επανάσταση, αναζητούσε κάποια άλλη ομάδα που θα πυροδοτούσε την κατάσταση και δεν εστίαζε στον ίδιο τον εαυτό της. Ως προς αυτό έμοιαζαν, ενδεχομένως, με τη συντριπτική πλειοψηφία όσων συμμετείχαν στο κίνημα του ’68.

Οι Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ περιγράφουν την εμβληματική στιγμή κατά την οποία μια πορεία δέκα χιλιάδων ανθρώπων ήρθε αντιμέτωπη με τα στελέχη της CGT στην είσοδο του εργοστασίου της Ρενώ στο Μπιγιανκούρ, το οποίο είχε καταληφθεί την προηγούμενη μέρα από τους εργάτες. Θα ήταν εύκολο να πηδήξουν τους φράχτες και να μπουν στο εργοστάσιο, αλλά οι διαδηλωτές ανέχτηκαν την απώθησή τους. Ένα τεράστιο πλήθος, που θεωρούσε ότι υποστήριζε την επανάσταση και που είχε πρόσφατα συγκρουστεί με τους πραγματικούς μπάτσους των γαλλικών ΜΑΤ, απωθήθηκε παρόλα αυτά από έναν μικρό αριθμό μπάτσων του συνδικάτου. Η αιτία για αυτό, σύμφωνα με τους Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ, βρισκόταν στον συγκεκριμένο τρόπο συσχέτισης με τους «εργάτες».

Αν σύμφωνα με τη «λενινιστική» θέση θα πρέπει οι εργάτες να δεχτούν συμβουλές για το τι να κάνουν, και οι λενινιστές πρότειναν τα κόμματά τους ως εναλλακτική ηγεσία προς το ΚΚΓ και τη CGT, η θέση της υπεραριστεράς και των συμβουλιακών, αντίθετα, ήταν ότι θα έπρεπε να περιμένουν τους εργάτες να κάνουν από μόνοι τους ό,τι χρειάζεται. Δεν μπόρεσαν να θεωρήσουν τον εαυτό τους ικανό να δημιουργήσει μια κατάσταση η οποία θα επέβαλλε μια τέτοια επιλογή. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι άφησαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στους γραφειοκράτες συνδικαλιστές.

Οι Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ υποστηρίζουν ότι η πιο ριζοσπαστική υπεραριστερή ή «συμβουλιακή» κατεύθυνση που δινόταν από τον κόσμο στο Censier ήταν απλώς ένας διαφορετικός λόγος στον οποίο τα καλέσματα των μαοϊκών και των τροτσκιστών για το «επαναστατικό κόμμα» και την «εθνικοποίηση» αντικαταστάθηκαν από το κάλεσμα για την «αυτοοργάνωση των εργατών» και την «κοινωνικοποίηση της παραγωγής». Γραφούν σχετικά τα εξής:

Τα μεγάλα λόγια δεν συνοδεύονταν από ισχυρές πράξεις, καθώς οι ομιλητές δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους αποστερημένο. Ήταν οι «εργάτες» που ήταν αποστερημένοι και, συνεπώς, μόνο οι «εργάτες» μπορούσαν να δράσουν. Οι ομιλητές καλούσαν τους εργάτες να έχουν μια βεβαιότητα την οποία οι ίδιοι δεν διέθεταν· καλούσαν τους εργάτες να περάσουν από τα λόγια στις πράξεις, αλλά η δική τους «δράση» αποτελείτο μόνο από λόγια.

Και όπως αναφέρουν για την αντιπαράθεση στο Μπιγιανκούρ:

Υπήρχαν ξεκάθαρα πολύ λίγοι «επαναστάτες» στη διαδήλωση ή μέσα στο εργοστάσιο· υπήρχε πολύ λίγος κόσμος που ένιωθε πως οτιδήποτε υπήρχε μέσα στο εργοστάσιο του ανήκε… Δεν υπήρχε κατά τα φαινόμενα κανένας μέσα κι έξω από το εργοστάσιο που να το θεωρεί κοινωνική ιδιοκτησία. Ένας άνθρωπος που γνωρίζει ότι το εργοστάσιο αποτελεί κοινωνική ιδιοκτησία δεν θα αποδεχόταν να του κλείσει την πόρτα ένας γραφειοκράτης. Ο κόσμος σε εκείνη τη διαδήλωση προέβαλλε διάφορες προφάσεις για να μην κάνει τίποτα. «Αυτή η δράση είναι πρόωρη· είναι τυχοδιωκτική! Το εργοστάσιο δεν είναι ακόμα κοινωνική ιδιοκτησία». Φυσικά, οι γραφειοκράτες της CGT συμφωνούσαν με αυτόν τον συλλογισμό, έναν συλλογισμό που υπονομεύει απολύτως κάθε «δικαίωμα» που έχουν οι εργάτες στην απεργία. Και δέκα χιλιάδες αγωνιστές… αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα την εξουσία των τραμπούκων του συνδικάτου που φύλαγαν τις πύλες του εργοστασίου.

Όπως σημειώνουν οι Endnotes, αναφέροντας την αυτοκριτική των Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ, δεν θέλουν να πουν ότι το Μπιγιανκούρ ήταν η μεγάλη στιγμή που αν είχε συμβεί όλα θα είχαν πάει διαφορετικά. Αν το πλήθος έξω από το Μπιγιανκούρ δρούσε διαφορετικά, προφανώς το γεγονός αυτό θα είχε αντίχτυπο. Αλλά ό,τι συνέβη, συνέβη για συγκεκριμένους λόγους, που εξαρτώνται από τη συνολική κατάσταση του πλήθους, συμπεριλαμβανομένης της αντίληψής του για τον εαυτό του και για το τι συνεπάγεται η επανάσταση.

Όπως προσθέτει το κείμενο του Endnotes, η ιδεολογία περί της «δράσης των ίδιων των εργατών» –η θέση ότι μόνο οι εργάτες μπορούν να κάνουν κάτι– αποτελούσε ένα όριο στη δραστηριότητα πολλών από τους συμμετέχοντες το ’68. Η ιδέα ότι η επανάσταση είναι αυτοοργάνωση, η οποία όμως δεν αναφέρεται σε εμάς, όποιοι και να είμαστε, αλλά στους «ίδιους τους εργάτες» ήταν ένα αντικειμενικό στοιχείο της κατάστασης. Αυτή η αντίληψη για την επανάσταση δεν ήταν απλώς μια ιδέα που θα μπορούσε τυχαία να αντικατασταθεί από μια άλλη, αλλά το προϊόν ολόκληρου του κύκλου αγώνων που οδήγησε σε αυτή την κατάσταση. Αυτό που δείχνει το κείμενο των Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ είναι ότι ορισμένοι από τους πιο διαυγείς συμμετέχοντες είχαν ξεκινήσει να αμφισβητούν αυτή την αντίληψη. Ενώ η ιδέα ότι οι «εργάτες και οι φοιτητές πρέπει να συναντηθούν και να συζητήσουν» ήταν σε γενικές γραμμές κυρίαρχη, το κείμενό τους θέτει το ζήτημα διαφορετικά. Κάνει την εξής πρόταση: γιατί να μην πάρουμε το εργοστάσιο; Όχι για να ξεκινήσουμε πάλι την παραγωγή (άλλωστε ήταν ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων) αλλά για να το στερήσουμε από τον εχθρό και, ναι, με τον κίνδυνο να μας αποκαλέσουν υποστηριχτές της ιδεολογίας της υποκατάστασης των εργατών, να επιχειρήσουμε να ωθήσουμε τα πράγματα προς τα εμπρός.

Αυτή η διάκριση ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό που, στην κανονική πορεία των γεγονότων, είναι θεμελιώδης θα πρέπει να αμφισβητηθεί σε καταστάσεις έντονης ταξικής πάλης και κοινωνικής σύγκρουσης. Τα εργοστάσια, τα μέσα παραγωγής, αναπαραγωγής και επικοινωνίας δεν ανήκουν στους εργάτες τους. Η κομμουνιστική επανάσταση απαιτεί το ξεπέρασμα της διαίρεσης της παραγωγής σε ξεχωριστές επιχειρήσεις και του διαχωρισμού ανάμεσα σε αυτούς που είναι εντός και σε αυτούς που είναι εκτός της παραγωγής. Αν αυτό αναγνωρίζεται τώρα θεωρητικά ως ένα πρόβλημα που θα πρέπει να ξεπεράσει ο κομμουνισμός, σε καταστάσεις έντονης ταξικής πάλης αυτό μπορεί να αρχίσει να τίθεται ως πρακτικό πρόβλημα.

Τέθηκε αυτό το ζήτημα πραγματικά το ’68; Σαφώς όχι. Θα τεθεί στο μέλλον; Είτε μιλάμε για την Αργεντινή το 2001, είτε για την Ελλάδα το 2008, είτε για το Κάιρο το 2011, είτε για τα Κίτρινα Γιλέκα πρόσφατα στη Γαλλία, μια από τις πιο ξεκάθαρες πλευρές των πιο πρόσφατων αγώνων είναι ότι συμβαίνουν σε ένα κοινωνικό πεδίο όπου το ζήτημα της διάκρισης εσωτερικού/εξωτερικού τίθεται με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το ’68. Δεν γίνονται καν αγώνες στους χώρους εργασίας. Η ισχύς της εργατικής τάξης μέσα σε αυτούς είναι πολύ μικρότερη για διάφορους λόγους.

Αυτό που διακυβεύεται σε αυτό το ζήτημα είναι το ίδιο το νόημα της επανάστασης και του κομμουνισμού. Αν η κομμουνιστική επανάσταση αφορά την εργατική αυτοδιαχείριση της παραγωγής, τότε σίγουρα μόνο οι εργάτες μπορούν να την κάνουν (και το ’68 οι εργάτες έδειξαν πολύ μικρό ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο). Αλλά αν η επανάσταση και ο κομμουνισμός είναι το ξεπέρασμα του διαχωρισμού, τότε η ίδια η έννοια του εργάτη και του μη-εργάτη, του δικού μου και του δικού σου χώρου εργασίας, είναι κάτι το οποίο πρέπει να αμφισβητηθεί και να ανατραπεί. Όπως υποστηρίζουν οι Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ, όσοι παρέμειναν αδρανείς ενώ περίμεναν τον αυθορμητισμό των εργατών, φαίνονταν να απορρίπτουν το γραφειοκρατικό μοντέλο του σοσιαλισμού ενώ αποδέχονταν τις οντολογικές προϋποθέσεις του:

Συνεπώς, οι επαναστάτες που έχουν ως στόχο τη χειραφέτηση της καθημερινής ζωής προδίδουν το εγχείρημά τους όταν πέφτουν στην παθητικότητα ή τοποθετούν τον εαυτό τους πάνω από την καθημερινή ζωή: το ζήτημα είναι να ξυπνήσουν οι νεκροί, να εξαναγκαστούν οι παθητικοί να επιλέξουν τη συνειδητή αποδοχή του περιορισμού τους ή τη συνειδητή κατάφαση της ζωής.

Ο «εξαναγκασμός των παθητικών να επιλέξουν» είναι, βέβαια, συχνά ο τρόπος που μια μειοψηφία εργατών μέσα σε μια επιχείρηση ξεκινά οποιαδήποτε άγρια απεργία – αυτό που υποστηρίζουν οι Πέρλμαν και Γκρεγκουάρ είναι ότι, αν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, αυτό θα μπορούσε επίσης να το κάνει και μια ενεργή «εξωτερική» ομάδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μια τέτοια απόπειρα θα ήταν ανάξια προσοχής και θα αποτύγχανε –και είναι πιθανό ότι αυτό θα συνέβαινε το ‘68– αλλά αυτή η αποτυχία θα ήταν αυτό στο οποίο θα έπρεπε να ασκηθεί κριτική κι όχι στο γεγονός ότι μια ομάδα έκανε κάτι σε σχέση με μια άλλη ομάδα.

ΙΙΙ. Θεωρία των Ομάδων

Αφού εξετάσαμε το ζήτημα της οργάνωσης του ταξικού κινήματος και της παρέμβασης των ομάδων μέσα στους αγώνες, θα μιλήσουμε εν συντομία για την ψυχαναλυτική θεωρία των ομάδων του Γούιλφρεντ Μπίον υπό το πρίσμα των δυσκολιών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι ριζοσπαστικές ομάδες.

Σύμφωνα με τον Μπίον κάθε ομάδα που υπάρχει ή μπορούμε να φανταστούμε λειτουργεί ταυτοχρόνως σε δυο επίπεδα. Στο πρώτο, ως «ομάδα εργασίας», τα μέλη της οποίας συνεργάζονται για την επίτευξη ενός ρητού σκοπού. Εξετάζουν από κοινού την πραγματικότητα, και βρίσκουν τις πρακτικές που πραγματοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τον εκάστοτε στόχο. Όμως η ομάδα έχει και μια δεύτερη όψη, η οποία λειτουργεί κάτω από, ή μέσα, στην πρώτη, τη λεγόμενη «ομάδα βασικής υπόθεσης». Ως «ομάδα βασικής υπόθεσης» η ομάδα διαπερνάται από υπόρρητες, υπόγειες δυναμικές, οι οποίες παρεμβάλλονται στις ρητές διαδικασίες, και ενδέχεται να παρεμποδίζουν την ομαλή της λειτουργία.

O Μπίον μιλά για 3 βασικές υποθέσεις: την υπόθεση της εξάρτησης (όπου η ομάδα κρέμεται από έναν «γκουρού», κάποιον που είναι π.χ. διαβασμένος ή σούπερ-μάχιμος ή κάτι τέτοιο)· την υπόθεση της σύγκρουσης-φυγής (όπου η ομάδα δρα υπό την απειλή μιας εξωτερικής ή εσωτερικής διασπαστικής δύναμης) και την υπόθεση του ζευγαρώματος (όπου η ομάδα αισθάνεται ότι αναπτύσσεται υπό τη σκέπη της γόνιμης αλληλεπίδρασης δυο στοιχείων – 2 μελών, δύο υποομάδων, δύο θεωρήσεων).

Σύμφωνα με τον Μπίον, ομάδα που η όψη της βασικής υπόθεσης έχει εξουδετερωθεί δια παντός δεν υφίσταται. Θα ήταν κάτι αντίστοιχο με ένα άτομο χωρίς ασυνείδητο και ασυνείδητες ενορμήσεις. Όμως, η εκάστοτε ομάδα μπορεί να εργαστεί έτσι ώστε να αναδείξει, να επεξεργαστεί και εντέλει να μετασχηματίσει αυτές τις ασύνειδες όψεις της. Αυτό στην καθημερινή ζωή γίνεται κατά περίσταση ή όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες. Όμως οι ομάδες Μπίον, οι ομάδες δηλαδή που φτιάχτηκαν στα πλαίσια της ομαδικής ψυχοθεραπείας υπό την επίβλεψη και σύμφωνα με τις μεθόδους του Μπίον έχουν το εξής χαρακτηριστικό: θέτουν ως ρητό σκοπό τους την κατανόηση του ίδιου τους του εαυτού, την κατανόηση των βαθύτερων δυναμικών που τις διαπερνούν: με άλλα λόγια η όψη της ομάδας εργασίας θέτει ως αποστολή τη διερεύνηση, ανάλυση και εντέλει μετασχηματισμό της όψης της ομάδας βασικής υπόθεσης.

Τι μπορούμε να σκεφτούμε ως προς τις πολιτικές, ηθελημένες ομάδες με βάση τα παραπάνω; Το πρώτο ζήτημα που φωτίζεται είναι ότι θέτουν έναν σκοπό (π.χ. την κατάργηση του κεφαλαίου, την επίτευξη του κομμουνισμού) τον οποίον όμως δεν μπορούν να επιτελέσουν οι ίδιες: μόνο η δραστηριότητα της μεγάλης πλειονότητας της ανθρωπότητας είναι σε θέση να τον φέρει εις πέρας. Συνεπώς η πολιτική ομάδα, ως ομάδα εργασίας, μένει τρόπον τινά ξεκρέμαστη, χωρίς άμεσα επιτεύξιμο τελικό αντικειμενικό στόχο.

Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ότι ο ρητός στόχος των ομάδων που προσανατολίζονται προς το κομμουνιστικό ξεπέρασμα του καπιταλισμού δεν αφορά κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από τις ομάδες. «Ο καπιταλισμός δεν είναι κάπου εκεί έξω, μας διαπερνά, είναι εμείς». Όπως σημειώνει ένας μαρξιστής ψυχαναλυτής, εμείς οι ίδιοι είμαστε το πρόβλημα που προσπαθούμε να επιλύσουμε. Συνεπώς η κομμουνιστική ομάδα θέτει ως αντικείμενο έρευνας την ανάλυση όσων μας κάνουν να είμαστε ό,τι είμαστε και να κάνουμε ό,τι κάνουμε και ταυτόχρονα τη διερεύνηση πιθανών τρόπων ξεπεράσματος των παραπάνω. Υπ’ αυτή την έννοια προκύπτει εδώ μια σημαντική αναλογία ανάμεσα σε «ομάδα Μπίον» και «κομμουνιστική ομάδα».

Ίσως τα δυο παραπάνω χαρακτηριστικά, 1ον η απόσταση ανάμεσα στη μεγαλοσύνη των στόχων και τη μικροσκοπική μας κλίμακα και 2ον το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε αξεδιάλυτα μπλεγμένοι με ό,τι θέλουμε να κατανοήσουμε και να μετασχηματίσουμε. να συμβάλλουν έτσι ώστε ειδικά ομάδες που θέτουν επαναστατικούς στόχους να τρέφουν αυταπάτες ως προς τον εαυτό τους και τη σπουδαιότητά τους, τη σχέση τους με το «υποκείμενο που έχει έναν ιστορικό ρόλο» ή και τον χαρακτήρα του ίδιου του μετασχηματισμού, ή να αποτελούν πεδία όπου αναπτύσσονται όχι σπάνια τόσο άσχημες συμπεριφορές.

Αναφέραμε πριν ότι η επαναστατικοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, η διαδικασία της καθολικής χειραφέτησης, δεν μπορεί να νοηθεί ως αποστολή ή εφικτό έργο των πολιτικών ομάδων. Τις δε πολιτικές ομάδες που πιστεύουν ότι μπορούν να το κάνουν αυτό, θεωρώντας μάλιστα ότι το βασικό που τους λείπει είναι τα παραπάνω μέλη, έχουμε κάθε λόγο να τις θεωρούμε αντεπαναστατικά μορφώματα. Μόνο η δραστηριότητα της μεγάλης πλειονότητας της ανθρωπότητας είναι σε θέση να φέρει εις πέρας έναν τέτοιο μετασχηματισμό. Όμως οι πολιτικές ομάδες μπορούν να κάνουν πολλά και διάφορα, τα οποία πιστεύουμε ότι συμβάλλουν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα, σε αυτόν τον σκοπό: συνελεύσεις, διαδηλώσεις, κινήσεις αλληλεγγύης, αυτομορφώσεις, εκδόσεις, αφισοκολλήσεις, εκδηλώσεις, πάρτυ, κοινότητες αγώνα. Προχωρούμε σε τέτοιες δράσεις γιατί πιστεύουμε ότι υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσα σε ό,τι εδώ και τώρα οξύνει τον κοινωνικό ανταγωνισμό και στην πάλη για το ιστορικό ξεπέρασμα του κεφαλαίου. Συνεπώς, εν τη απουσία της επανάστασης, μια βασική μας δραστηριότητα, που συγκεκριμενοποιείται με διάφορους τρόπους στις παραπάνω μορφές δράσης, είναι ότι προσπαθούμε να κατανοήσουμε, να σκεφτούμε, όσο καλύτερα μπορούμε, τι λογής πράγμα είναι αυτό που ζούμε, και τι θα μπορούσε να συμβάλλει στον μετασχηματισμό του.

Αντίθεση

Ιούνιος 2023