Εισαγωγή
Η ανακοίνωση που ακολουθεί, γραμμένη τον Μάιο του 1976, αποτυπώνει την προσπάθεια μιας γενιάς επαναστατών να δώσουν προλεταριακή και διεθνιστική διέξοδο σε μια περιοχή όπου κυριαρχούν οι εθνικιστικές ιδεολογίες, ο πόλεμος και οι ψευδαισθήσεις της «εθνικής απελευθέρωσης». Σε μια διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι την 1η και 2 Μαΐου 1976, επαναστάτες από τη Μέση Ανατολή –οι μισοί από τους οποίους εκπροσωπούσαν κομμουνιστικές ομάδες και οργανώσεις– συνέταξαν ένα μανιφέστο που, απ’ όσο γνωρίζουμε, υπήρξε η πρώτη επαναστατική διακήρυξη που δημοσιεύτηκε από κοινού από Άραβες και Ισραηλινούς. Η ίδια η ύπαρξή του, λοιπόν, αποτελεί ιστορικό ορόσημο: έθεσε στο προσκήνιο την ανάγκη για ταξική ενότητα «από τα κάτω» και την υπέρβαση των εθνικών συνόρων ως αναγκαία προϋπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Το κείμενο κινείται αποφασιστικά ενάντια στον εθνικισμό –είτε αραβικό είτε σιωνιστικό– και αναδεικνύει τον ρόλο του κεφαλαίου και των κρατικών γραφειοκρατιών ως πραγματικών υπεύθυνων για τον πόλεμο και την εκμετάλλευση. Υποστηρίζει πως ο μόνος δρόμος για τους προλετάριους της περιοχής είναι η μετατροπή του πολέμου των αφεντικών σε κοινωνική επανάσταση. Είναι, συνεπώς, μια από τις πιο καθαρές εκφράσεις του προλεταριακού διεθνισμού στην ιστορία του μεσανατολικού επαναστατικού κινήματος.
Ωστόσο, το κείμενο δεν είναι χωρίς αστοχίες. Γραμμένο στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του λιβανέζικου εμφυλίου και εν αναμονή της αμερικανο-σοβιετικής «ειρήνευσης», κάνει εκτιμήσεις που σήμερα φαίνονται υπεραισιόδοξες ή μονοδιάστατες. Επίσης, παρότι αρνείται να στοιχηθεί πίσω από οποιοδήποτε «εθνικό μέτωπο», διατηρεί την έννοια της εθνικής αυτοδιάθεσης, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα αυτοδιάθεσης τόσο στον παλαιστινιακό λαό όσο και στον εβραϊκό λαό του Ισραήλ. Η παραδοχή αυτή, που τότε φαινόταν αυτονόητη, δείχνει και τα όρια ενός λόγου που παλεύει να ξεπεράσει τον εθνικισμό, αλλά δεν μπορεί ακόμη να αποκοπεί πλήρως από τις κατηγορίες που εκείνος κληροδοτεί.
Παρά τις αντιφάσεις του, το μανιφέστο της Παρισινής Διάσκεψης παραμένει ένα μοναδικό τεκμήριο: μαρτυρά την ύπαρξη ενός ρεύματος που, μέσα στις συμπληγάδες πέτρες του αραβικού εθνικισμού και του σιωνιστικού μιλιταρισμού, επιχείρησε να θέσει στην ημερήσια διάταξη την υπόθεση της κοινής προλεταριακής επανάστασης.
Αντίθεση, 31 Αυγούστου 2025
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ ΚΑΙ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΥΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ[1]
Η συνολική κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι τόσο μπερδεμένη που είναι δύσκολο να την κατανοήσει κανείς με την πρώτη ματιά. Ο λόγος είναι ότι η σύγχυση, η ανάμειξη ανόμοιων πραγμάτων, η οργάνωση των ψεμάτων είναι οι πιστοί σύμμαχοι των τάξεων που βρίσκονται στην εξουσία και στις επιχειρήσεις.
Εμείς, οι επαναστάτες των αραβικών χωρών και του Ισραήλ, συναντηθήκαμε τον Μάιο του 1976 στο Παρίσι για να αποκαλύψουμε τις μυστικές προθέσεις των κυρίαρχων τάξεων, να καταρρίψουμε τις ψευδείς τους προτάσεις, να ρίξουμε μια διαυγή ματιά στην τρέχουσα κατάσταση και να διαμορφώσουμε μια σαφή προοπτική για τη δράση του επαναστατικού προλεταριάτου και των συμμάχων του.
Με αυτή την προοπτική, δεσμευόμαστε να συνεργαστούμε εντατικά για να θέσουμε τα θεμέλια μιας αναγκαίας αραβοϊσραηλινής οργάνωσης βασισμένης στο πρόγραμμα των Εργατικών Συμβουλίων και των καταπιεσμένων μαζών. Η δραστηριότητά της, όχι μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική, θα πρέπει να επικεντρωθεί στους ταξικούς αγώνες στις αραβικές χώρες και στο Ισραήλ, ιδίως μέσω της συνάντησης των πιο προωθημένων προλεταριακών στοιχείων της περιοχής.
Μια συμβιβαστική λύση για την κρίση στον Λίβανο, που έχει αντίκτυπο σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, φαίνεται σήμερα να είναι ώριμη. Είναι προάγγελος της επίτευξης του μεγάλου συμβιβασμού στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, που μαγειρεύεται εδώ και καιρό στα διεθνή μαγειρεία. Το σημαντικό για τα εμπλεκόμενα μέρη είναι να συμφωνήσουν για τον τρόπο με τον οποίο θα σκηνοθετηθεί. Το ταξίδι του Ράμπιν στην Ουάσιγκτον, το ταξίδι του Χουσεΐν, ο οποίος έγινε, μεταξύ άλλων, μέλος της αντιπροσωπείας του Άσαντ στην Ουάσιγκτον, το ταξίδι του Σαντάτ στην Ευρώπη και η πιθανή επίσκεψη του Φορντ στη Μέση Ανατολή κινούνται όλα προς αυτή την κατεύθυνση. Η καθαρή νίκη του Φορντ στις εκλογές του 1976 αποτελεί ένα ζητούμενο που απασχολεί όλους τους φίλους του, από τη Μόσχα έως το Κάιρο, από τη Δαμασκό έως το Τελ Αβίβ. Η μεγαλύτερη συμβολή τους σε αυτή τη νίκη δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την αποδοχή μιας «αμερικανικής ειρήνης», όσο μερική και αν είναι αυτή –η αραβοϊσραηλινή σύγκρουση δεν θα μπορούσε να επιλυθεί, από τη σκοπιά του Κεφαλαίου, παρά μόνο σταδιακά–, αλλά θα μπορέσει να προσφέρει στην προεκλογική του εκστρατεία ένα εντυπωσιακό επίτευγμα «ειρήνευσης» στη Μέση Ανατολή.
Εφημερίδες με πρόσβαση σε απόρρητα στοιχεία, όπως η λιβανέζικη Al–Hawadès, ανέφεραν μια αμερικανολιβανέζικη πρόταση που διαβιβάστηκε στα ενδιαφερόμενα αραβικά κράτη. Η πρόταση αυτή συνίσταται στην επίτευξη τελικής συμφωνίας σε δύο στάδια:
– Στο πρώτο, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί φέτος, τα ενδιαφερόμενα αραβικά κράτη θα δεσμεύονταν να κηρύξουν το τέλος της εμπόλεμης κατάστασης με το κράτος του Ισραήλ. Σε αντάλλαγμα, το Ισραήλ θα τους επέστρεφε όλα τα εδάφη που έχει καταλάβει, εκτός από τα σημεία που θεωρούνται στρατηγικά και, επομένως, απαραίτητα για την άμυνά του.
– Στο δεύτερο, που έχει προγραμματιστεί για το 1977, οι ενδιαφερόμενοι θα συνάψουν υπό την αιγίδα των μεγάλων δυνάμεων μια επίσημη «ειρήνη», στη Γενεύη ή αλλού. Σε αντάλλαγμα, η ισραηλινή κυβέρνηση θα επιστρέψει σχεδόν όλα τα εδάφη που παραμένουν υπό κατοχή.
Μπορούν να επιτύχουν τον στόχο τους χωρίς να πάνε σε πόλεμο;
Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Διότι, αν η τρέχουσα πορεία δεν είναι πλέον αυτή του πολέμου, ενός πραγματικού πολέμου που θα κατέληγε στη νίκη των μεν και την ήττα των δε, ωστόσο ένας θεαματικός πόλεμος, στον οποίο οι προλετάριοι και οι νέοι θα ήταν το κρέας για τα κανόνια, θα ήταν σίγουρα επωφελής, ιδίως για το κράτος του Ισραήλ και για αυτό της Συρίας. Στην πραγματικότητα, μια πολιτική διευθέτηση με τη Συρία και την ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) εξακολουθεί να προσκρούει στην αδυναμία της ομάδας Ράμπιν να αναμορφώσει την κοινή γνώμη προς την κατεύθυνση του ρεαλισμού και της «ειρήνης», σε αντίθεση με την προπαγάνδα που της είχε ενσταλαχτεί από τον σιωνισμό, η οποία τείνει να γίνει αναχρονιστική, σύμφωνα με την οποία η κατάκτηση και η διατήρηση της αραβικής γης είναι οι καλύτεροι εγγυητές της ασφάλειας και της ειρήνης του Ισραήλ. Ένας πόλεμος, ο οποίος λογικά θα οδηγούσε σε μια συντονισμένη επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, είναι πιθανός για:
α) να χωρίσει τις εμπόλεμες πλευρές και να τις επαναφέρει στα προκαθορισμένα όρια,
β) να αποστείλει ειρηνευτικές δυνάμεις,
γ) να κηρυχτεί εκεχειρία,
α) να καθοριστεί το χρονοδιάγραμμα της απόσυρσης των ισραηλινών στρατευμάτων,
ε) να αναγνωριστεί η ΟΑΠ και να δημιουργηθεί ένα παλαιστινιακό κράτος στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας.
Αυτό το σχέδιο «ειρήνης» αποκαλύφθηκε από τον γερουσιαστή James Abourezk στον Ghassan Tuaini, ο οποίος σήμερα είναι υπουργός με πολλαπλά χαρτοφυλάκια στον Λίβανο. Ο τελευταίος το δημοσίευσε σε άρθρο στην εφημερίδα Annahar πριν από 21 μήνες.
Μόλις πριν από δύο μήνες, ο Σαντάτ προειδοποίησε επίσημα το συριακό καθεστώς να μην προχωρήσει σε πολεμική ενέργεια που θα το έφερνε σε σύγκρουση με το Ισραήλ, διευκρινίζοντας ότι ο αιγυπτιακός στρατός –ο οποίος αντιμετωπίζει έλλειψη εξοπλισμού λόγω του ρωσικού αποκλεισμού– δεν θα κινηθεί.
Πράγματι, ορισμένα σημάδια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η συριακή ηγεσία, όπως και η ισραηλινή, μπορεί να μπει στον πειρασμό ενός προσχηματικού πολέμου. Η υπερβολικά θορυβώδης καταγγελία της για τη συμφωνία του Σινά, καθιστά λίγο δύσκολη την υπογραφή μιας ανάλογης συμφωνίας, χωρίς την κάλυψη ενός έστω και ελάχιστα πιστευτού προσχήματος. Η συριακή κοινωνία απειλείται, όπως και το 1973, με διάλυση: ενθαρρυμένοι από τη θρησκευτική διάσταση του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο, οι ηγέτες των αιματηρών θρησκευτικών ταραχών που, την παραμονή του πολέμου του 1973, κλόνισαν την εύθραυστη συνοχή αυτής της κοινωνίας, είναι επί του παρόντος έτοιμοι να αναλάβουν δράση. Ο εφιάλτης ενός φιλοϊρακινού πραξικοπήματος στοιχειώνει και πάλι τις νύχτες των Σύριων ηγετών.
Η κατάσταση αυτή είναι από ορισμένες απόψεις παρόμοια με εκείνη που επικρατούσε στις παραμονές του πολέμου του 1973. Ο τελευταίος ξεκίνησε από τον Άσαντ και τον Σαντάτ –ο τελευταίος το αναγνώρισε αργότερα– αφενός ως διέξοδος από μια ανησυχητική εσωτερική κατάσταση και, αφετέρου, ως τρόπος να «αναθερμανθεί το μέτωπο» και να επιτραπεί έτσι στον Κίσινγκερ να αναζητήσει μια συμβιβαστική λύση «εν θερμώ». Το νέο στοιχείο στην τρέχουσα κατάσταση είναι η γενική λαϊκή κούραση απέναντι σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο: οι αναμνήσεις του πολέμου του 1973 είναι οδυνηρές ακόμη και στο εσωτερικό του συριακού στρατού, ενώ οι ασαφείς συμφωνίες, που πλασάρονται χονδροειδώς ως νίκες, έχουν υπονομεύσει αισθητά το εθνικό αίσθημα, το οποίο τα καθεστώτα της Αιγύπτου και της Συρίας είχαν εκμεταλλευτεί το 1973 για να διεξάγουν τον θεαματικό πόλεμό τους.
Αυτή τη φορά, ο ελιγμός είναι μεγάλος και, ως εκ τούτου, θα ήταν εμφανής σε όλους, όπως ήδη αποδείχθηκε προφανές ψέμα ο αντιαμερικανισμός της Συρίας. Η Δαμασκός, που πριν από λίγο καιρό απέρριψε ως έργο του Σατανά την αμερικανική πρόταση για τη σύναψη συμφωνίας για το Γκολάν παρόμοιας με εκείνη για το Σινά, δεσμεύεται έναντι της Ουάσιγκτον να τηρήσει, στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της παλιάς αστικής τάξης του Λιβάνου και των δυνάμεων της σύγχρονης αστικής τάξης, τη γνωστή αρχή «δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι»· να αφοπλίσει τις ένοπλες μάζες στον Λίβανο· να καταργήσει την –σχετική– ελευθερία έκφρασης, την οποία ο μπααθικός ολοκληρωτισμός θεωρεί υπεύθυνη για όλες τις συμφορές του· να κρατήσει υπό έλεγχο την παλαιστινιακή ηγεσία –που, από προστατευόμενη, έχει γίνει όμηρός της– και να την οδηγήσει πειθήνια και υπάκουη στη Γενεύη ή αλλού· να αναστείλει, σε αυτή τη χρονιά των αμερικανικών εκλογών, την αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους· να παρατείνει την εντολή της δύναμης του ΟΗΕ στο Γκολάν για έξι ακόμη μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει ομαλά την «ειρηνευτική» της διαδικασία. Για όλα αυτά, η Δαμασκός άξιζε ένα αμερικανικό πιστοποιητικό καλής συμπεριφοράς: Ο Κίσινγκερ δήλωσε στη Γερουσία ότι ο ρόλος της Συρίας στον Λίβανο είναι «υπεύθυνος και γενικά εποικοδομητικός», καθώς «συγκρατεί τα εξτρεμιστικά στοιχεία του Λιβάνου» (14/04/76). Ο ίδιος ο Φορντ δήλωσε στις 19/04/76 «ότι η Συρία και το Ισραήλ συμπεριφέρονται με μεγάλη υπευθυνότητα στον Λίβανο». Ποιος όμως θα πίστευε ότι ένας ενδεχόμενος πόλεμος που θα ξεκινούσε από τους Μπααθιστές της Δαμασκού θα είχε ως στόχο «να αντισταθεί στην επίθεση του σιωνισμού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού κατά του απόρθητου φρούριου του αραβικού αγώνα: τη Δαμασκό;».
Αυτός ο πόλεμος δεν είναι φυσικά μοιραίος, αλλά δεν είναι και απίθανος. Είναι αναμφίβολα μία από τις εναλλακτικές λύσεις που έχουν τεθεί στην ημερήσια διάταξη από τα ενδιαφερόμενα κεφάλαια. Η άγνοια των προθέσεων αυτών των κεφαλαίων κόστισε ακριβά στο προλεταριάτο και στη νεολαία των αραβικών χωρών και του Ισραήλ το 1973.
Η αμέλειά τους, αυτή τη φορά, θα τους κοστίσει εξίσου, αν όχι περισσότερο. Από εδώ και στο εξής, κανείς δεν πρέπει να αγνοεί τις πονηριές και τα κόλπα της εξουσίας. Ιστορικά, οι αντεπαναστατικοί πόλεμοι πάντα προκαλούνταν από την ήττα ή την αδράνεια των εργαζόμενων.
Σε αυτόν τον ενδεχόμενο πόλεμο, εμείς, οι διεθνιστές των αραβικών χωρών και του Ισραήλ, καλούμε τους προλετάριους και τους νέους και των δύο πλευρών να αδελφωθούν, να στρέψουν τα όπλα και τη μαχητικότητά τους εναντίον των ανώτερών τους και των τάξεων που εκπροσωπούν, να μετατρέψουν αυτόν τον θεαματικό πόλεμο σε πραγματικό εμφύλιο πόλεμο για να τερματίσουν μια για πάντα όλους τους πολέμους.
Όπως και να έχει, αυτός ο ενδεχόμενος πόλεμος δεν μπορεί παρά να επιταχύνει αυτό που είχε ήδη ξεκινήσει ο προηγούμενος: τη σταδιακή συμφιλίωση των γραφειοκρατών και της αστικής τάξης του Ισραήλ και των αραβικών κρατών, και τη στενή και ορθολογική ενσωμάτωσή τους στη διεθνή αγορά.
Με ή χωρίς πόλεμο, αυτή η συμφιλίωση και αυτή η ενσωμάτωση είναι στην ημερήσια διάταξη του διεθνούς και του ντόπιου κεφαλαίου, των οποίων τα συμφέροντα διαπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται.
Για το διεθνές κεφάλαιο, ο αραβικός κόσμος, και κυρίως η Μέση Ανατολή, αποτελεί ζωτικό χώρο ως πηγή ενέργειας που δεν μπορεί ακόμα να αντικατασταθεί Αντιπροσωπεύει επίσης μια εύρωστη αγορά στην οποία υπολογίζει εν μέρει για να επιλύσει την κρίση του – αυτή, που χαρακτηρίζεται από το ανησυχητικό επίπεδο που έχει φτάσει η πραγματική πτώση του ποσοστού κέρδους, και που εκδηλώνεται με έναν καλπάζοντα πληθωρισμό, την αυξανόμενη ανεργία και έναν γενικευμένο κορεσμό των ισχυρών αγορών. Γι’ αυτό, οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί, που από καιρό έχουν συμφωνήσει να μην οδηγηθούν σε κοινή κατάρρευση, σκοπεύουν να επιλύσουν φιλικά τις μικρές εδαφικές διαμάχες που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων αυτόχθονων διευθύνοντων συμβούλων τους στη Μέση Ανατολή.
Από την πλευρά τους, οι κυρίαρχες τάξεις της περιοχής, που πλήττονται από τη διαρκή κρίση τους, που κάθε φορά επιδεινώνεται από μια παγκόσμια κρίση, είναι πιο πεπεισμένες από ποτέ ότι καμία από αυτές δεν είναι πλέον σε θέση να επιλύσει μόνη της τη δική της κρίση και να αντιμετωπίσει την απειλή της λαϊκής διαμαρτυρίας. Η αλληλεξάρτησή τους έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που η πτώση μιας άρχουσας τάξης, μέσω μιας πραγματικής επανάστασης, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα οδηγήσουν στην πτώση όλων των άλλων καθεστώτων. Έτσι, η συνέχιση των παλαιών ένοπλων συγκρούσεών τους θα σήμαινε τελικά τη δική τους καταδίκη σε θάνατο. Υπό αυτή την έννοια πρέπει να κατανοήσουμε τη συμφιλίωση μεταξύ του σωβινιστικού Μπααθικού Ιράκ και του Ιράν, που μέχρι πρόσφατα αποκαλούνταν επίσημα «δεύτερο Ισραήλ», καθώς και τη συμφιλίωση που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ των αραβικών κρατών και του Ισραήλ. Η τελευταία θα µπορούσε να βασιστεί, ουσιαστικά, σε μια βαθιά οικονομική συνεργασία, με στόχο την εκβιομηχάνιση αυτής της «σημαντικής περιοχής που παραμένει βιομηχανικά υπανάπτυκτη παρά τις σημαντικές δυνατότητές της (…) Αντί να βάλουμε ειρηνευτικές δυνάμεις εκατέρωθεν των συνόρων, η καλύτερη εγγύηση για μια διαρκή ειρήνη μεταξύ των Αράβων και του Ισραήλ θα ήταν η εντατική εκβιομηχάνιση (ή ακόμη και η κοινή εκμετάλλευση) των ίδιων περιοχών του Σινά, του Γκολάν, της Δυτικής Όχθης και των γειτονικών περιοχών του Ισραήλ».
Το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο Τι να κάνουμε αφού σιγήσουν τα κανόνια; ενός συντάκτη της Al Ahram,[2] που εκδόθηκε το 1975 στη Βηρυτό. Το περιοδικό Time ισχυρίζεται ότι ο Σαντάτ το είχε διαβάσει και είχε εγκρίνει τη δημοσίευσή του. Ο Αμπά Εμπάν[3] το εξήρε στο Nouvel Observateur, δηλώνοντας ότι το βιβλίο αυτό εκφράζει τις ιδέες που ο ίδιος υπερασπιζόταν από τον πόλεμο του 1967.
Ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της μεταπολεμικής συνεργασίας βρίσκεται σε μια «λύση» του παλαιστινιακού ζητήματος.
Αντιμέτωποι με μια πληθώρα αρθρογραφίας, συνήθως ιδιοτελούς, σχετικά με το ανέφικτο ενός παλαιστινιακού κράτους, πιστεύουμε ότι η έλευση αυτού του κράτους θα ήταν μια πρώτη προϋπόθεση για τη συμφιλίωση που επιδιώκει το Κεφάλαιο.
Σήμερα, όλα τα κράτη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και των «νεωτεριστών» σιωνιστών, υποστηρίζουν «το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να έχει το δικό του κράτος». Για εμάς, η δημιουργία αυτού του «ανεξάρτητου» κράτους, ενταγμένου ή όχι στην επίσημη συνομοσπονδία της Μεγάλης Συρίας, δεν θα θέσει τέλος στη διπλή καταπίεση που υφίσταται ο παλαιστινιακός λαός. Ωστόσο, εμείς που δεν ανήκουμε σε κανένα στρατόπεδο, ούτε σε αυτό που αγωνίζεται υπέρ ενός παλαιστινιακού κράτους (της ΟΑΠ και σχεδόν όλων των κρατών του κόσμου) ούτε σε αυτό που αγωνίζεται εναντίον του (του Παλαιστινιακού Μετώπου της Άρνησης[4] και του στρατοπέδου της σκληρής σιωνιστικής γραμμής), διαπιστώνουμε ότι αυτό το παλαιστινιακό κράτος, το οποίο το κεφάλαιο απαιτεί τώρα για την ειρήνευση του ζωτικού του χώρου στη Μέση Ανατολή και ταυτόχρονα για την αποδυνάμωση του ολοένα και ισχυρότερου αγώνα των παλαιστινιακών μαζών, θα μπορούσε να είναι ο τελικός νεκροθάφτης του αραβικού εθνικιστικού άλλοθι και, ως τέτοιο, θα ευνοούσε αντικειμενικά την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων στον αραβικό κόσμο, στο Ισραήλ και στο εσωτερικό του ίδιου αυτού του κράτους. Μόλις υποταχθούν στην άμεση καταπίεση της παλαιστινιακής αστικής τάξης, οι Παλαιστίνιοι εργάτες θα ανακαλύψουν ότι η κατάκτηση της πραγματικής τους χειραφέτησης μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της καταστροφής της ταξικής κοινωνίας. Οι Παλαιστίνιοι, που σήμερα είναι αλυσοδεμένοι από την ισραηλινή και ιορδανική κατοχή και από την αστυνομική «προστασία» των αραβικών κρατών, δεν θα μπορέσουν να απελευθερωθούν όσο οι εργάτες είναι παντού σκλάβοι.
Χαιρετίζουμε εδώ τους Παλαιστίνιους συντρόφους, ιδίως στον Λίβανο, τη Συρία, τα κατεχόμενα εδάφη και το Ισραήλ, οι οποίοι, αντιμέτωποι με την παραπλάνηση της ταξικής συνείδησης που συντηρούν οι γραφειοκρατικές-αστικές ηγεσίες της ΟΑΠ και του «Μετώπου της Άρνησης», υπερασπίζονται αυτή την αλήθεια διακηρύσσοντας φωναχτά την απαραίτητη αυτονομία της παλαιστινιακής εργατικής τάξης έναντι όλων των οργανώσεων που δεν είναι δικές της.
Χαιρετίζουμε τους ενωτικούς αγώνες των νέων και των εργατών, Εβραίων και Αράβων, ενάντια στο ταξικό καθεστώς στο Ισραήλ.
Μακριά από εμάς η ιδέα να απευθύνουμε ανόητες εκκλήσεις στις λαϊκές μάζες να «αποτρέψουν τη συμφωνία της εθνικής προδοσίας», όπως κάνει, περισσότερο για λόγους τακτικής παρά από πεποίθηση, το παλαιστινιο-ιρακινο-λιβυκό «Μέτωπο της Άρνησης», το οποίο, σε αντίθεση με το κράτος που πλασάρει στους Παλαιστίνιους η ΟΑΠ και οι σύμμαχοι της ως πανάκεια, δεν προσφέρει στους Παλαιστίνιους των κατεχόμενων εδαφών παρά μόνο μια απαράδεκτη εναλλακτική: ή να παραμείνουν υπό ισραηλινή κατοχή ή να επιστρέψουν σε αυτή του Χουσεΐν. Οι αραβικές και παλαιστινιακές μάζες, βαθιά κουρασμένες από τις απογοητεύσεις τεσσάρων παράλογων πολέμων, όχι μόνο δεν το πιστεύουν, αλλά ούτε καν το ακούν.
Οι επαναστατικές δυνάμεις, ιδίως εκείνες που αγωνίζονται εντός του Ισραήλ, πρέπει να υπερασπιστούν τον αγώνα των αραβικών μαζών της Παλαιστίνης ενάντια στους σιωνιστές καταπιεστές. Υποστηρίζουμε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του αραβικού λαού της Παλαιστίνης και του εβραϊκού λαού του Ισραήλ, προκειμένου να τερματιστεί μια για πάντα κάθε εθνική και κοινωνική καταπίεση. Αντιτιθέμεθα σθεναρά σε κάθε απόπειρα του σιωνιστικού κράτους, του ιμπεριαλισμού και των συμμάχων τους να επιβάλουν οποιαδήποτε μορφή εθνικής καταπίεσης στον παλαιστινιακό λαό. Ταυτόχρονα, καταγγέλλουμε τις διώξεις που εξακολουθούν να υφίστανται οι Εβραίοι της Συρίας και του Ιράκ, καθώς και τις εθνικές, κοινωνικές, εθνοτικές, θρησκευτικές κ.λπ. που υφίστανται διάφορες μειονότητες στον αραβικό κόσμο. Το καθήκον μας, για εμάς που εκφράζουμε το μέλλον του σημερινού επαναστατικού κινήματος, είναι να αναλύσουμε κριτικά τα γεγονότα που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας: να αναγγείλουμε «μια εποχή, αυτή των εθνικών αγώνων, που φτάνει στο τέλος της, και να προαναγγείλουμε την άλλη, αυτή των ταξικών αγώνων, που τη διαδέχεται».
Η εμφάνιση της παλαιστινιακής αντίστασης, μετά την ήττα των αραβικών κρατών το 1967, δεν ήταν στην πραγματικότητα προάγγελος μιας επαναστατικής αναγέννησης, αλλά μάλλον η τελευταία σπασμωδική κίνηση του παλιού αραβικού εθνικισμού, για τον οποίο η σιωνιστική πρόκληση ήταν ταυτόχρονα ο καταλύτης από το 1917 και ο νεκροθάφτης το 1967. Ο τελευταίος πραγματικά εθνικιστής Άραβας ηγέτης, ο Νάσερ, του οποίου η απαράμιλλη επιρροή στον αραβικό κόσμο οφειλόταν στη διπλή υπόσχεσή του να απελευθερώσει την Παλαιστίνη από το κράτος του Ισραήλ και να αποκαταστήσει την ενότητα του αραβικού έθνους, διέψευσε την ίδια του την υπόσχεση μετά το 1967, αναβάλλοντας την αραβική ενότητα επ’ αόριστον και υπογράφοντας το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας που προέβλεπε την αναγνώριση του ίδιου του κράτους του Ισραήλ εντός «ασφαλών» συνόρων.
Με τη σειρά του, ο σιωνισμός, ο οποίος με τον τελευταίο πόλεμο κατάκτησης το 1967 είχε φτάσει στο απόγειό του, αλλά ταυτόχρονα άρχισε και να παρακμάζει, θα δει το 1973 να καταρρέουν οι μύθοι για τη δύναμη του κράτους του, το αήττητο του στρατού του και το αλάθητο των υπηρεσιών ασφαλείας του. Ακόμα χειρότερα, αναγκάζεται τώρα όχι μόνο να επιστρέψει το μεγαλύτερο μέρος των κατεχόμενων εδαφών, αλλά και να αναγνωρίσει την εθνική ύπαρξη του παλαιστινιακού λαού, την οποία πάντα αρνιόταν.
Με την παρακμή των κυρίαρχων τάξεων και των ιδεολογιών τους, παρατηρούμε την άνοδο των ταξικών αγώνων.
Σε όλα σχεδόν τα αραβικά κράτη, δεν υπάρχει ούτε ένα καθεστώς που να μην περνά κάθε εβδομάδα από μια εργατική εξέγερση, ένα πραξικόπημα, τη δολοφονία ενός ηγέτη του, μια σύγκρουση με κάποιον γείτονά του κ.λπ.
Η κρίση του Κεφαλαίου, σε συνδυασμό με τη δική τους, τους έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο. Ακόμη και τα πετρελαιοπαραγωγικά κράτη, λόγω της απαρχαιωμένης δομής τους και της ανορθολογικής νοοτροπίας τους, είναι ανίκανα να αξιοποιήσουν επαρκώς τα τεράστια έσοδά τους.
Σε όλα αυτά τα κράτη, μια πραγματική εσωτερική αποικιοκρατία έχει επιβληθεί στο προλεταριάτο και σε άλλα θύματα του Κεφαλαίου και της αυθαιρεσίας του. Η συναινετική παραίτηση των μαζών, που κάποτε ήταν υποταγμένες, οδεύει παντού προς το τέλος της.
Στην Αίγυπτο του Σαντάτ, της οποίας η οικονομία είναι σε κατάρρευση, ο πληθωρισμός έφτασε σε δύο χρόνια το 45%. Οι συνθήκες και οι ρυθμοί εργασίας είναι αφόρητοι. Η απόλυτη εξαθλίωση των μισθωτών είναι μια καθημερινή πραγματικότητα. Είναι προφανές ότι η κυρίαρχη τάξη θέλει να επιβαρύνει το προλεταριάτο με το κόστος της κρίσης, των χαμένων πολέμων, της σπατάλης και της διαφθοράς της.
Μετά τον πόλεμο του 1973, τη «συμφωνία του 101ου χιλιομέτρου»[5] και την εντατικοποίηση της επίσημης προπαγάνδας για μια «ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων» που ακολούθησε, το αιγυπτιακό προλεταριάτο απομακρύνθηκε από την εθνικιστική δημαγωγία και άρχισε να επιδεικνύει όλο και πιο κριτικό πνεύμα απέναντι στους καταπιεστές του. Το άλλοθι ότι «κανένας δρόμος δεν πρέπει να προηγείται του εθνικού αγώνα», «οι εργάτες πρέπει να είναι οι πρώτοι που θα κάνουν θυσίες και θα θυσιαστούν για την πατρίδα που κινδυνεύει», πλέον δεν είναι όχι μόνο πιστευτό, αλλά ούτε καν κατανοητό. Αυτός ο πόλεμος, ιδιαίτερα θανατηφόρος για το προλεταριάτο και τους μορφωμένους νέους, που κατέληξε σε ήττα και σε ένα παζάρι «ανατολίτικης αγοράς», τους αποξένωσε από τον μύθο της εθνικής απελευθέρωσης, ενώ το Κεφάλαιο, πρωταρχική αιτία κάθε σκλαβιάς, κυριαρχεί παντού. Έκτοτε, το αιγυπτιακό προλεταριάτο, πνευματικός οδηγός του αραβικού προλεταριάτου, εγκατέλειψε οριστικά το σύνθημα «λευτεριά στο Σινά» για να διατυπώσει τα δικά του αιτήματα. Η όξυνση και η δυναμικότητα των αγώνων του θα το οδηγήσουν τελικά να διεκδικήσει τη συνολική απελευθέρωσή του. Δεν απευθύνεται πλέον στις επίσημες επιτροπές «πολιτικής άμυνας» για να στρατολογηθεί, αλλά αρχίζει να δημιουργεί τα δικά του ταξικά όργανα: τις «Εργατικές Επιτροπές» (με 200 εκπροσώπους) που εκλέγονται και μπορούν να ανακληθούν από τις Γενικές Συνελεύσεις, συγκεντρώνοντας όλους τους εργάτες κάθε εργοστασίου. Αυτές οι επιτροπές είναι ανεξάρτητες από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών και το μονοκομματικό σύστημα. Δεν χρησιμοποιούν πλέον το συνδικάτο για να μεταφέρουν τα αιτήματά τους στην εξουσία, όπως στο παρελθόν, αλλά καταφεύγουν αποκλειστικά σε άγριες απεργίες, έξω από το καπιταλιστικό συνδικάτο και ενάντια σε αυτό, στην κατάληψη εργοστασίων, σε απαγωγές των επικεφαλής των συνδικάτων, των εκπροσώπων της εξουσίας κ.λπ. στην εκδίωξη από τους χώρους εργασίας των οργανωτών της εκμετάλλευσης: διευθυντών, εργοδηγών, συνδικαλιστικών υπευθύνων και άλλων παρασίτων.
Την Πρωτοχρονιά του 1975, ολόκληρο το βιομηχανικό προλεταριάτο του Χελουάν καταλαμβάνει τα εργοστάσια αυτού του βιομηχανικού προαστίου του Καΐρου, σχηματίζει εργατικά συμβούλια και στέλνει τους αντιπροσώπους του στο Κάιρο για να ηγηθούν, μαζί με τους φοιτητές, μιας γιγαντιαίας διαδήλωσης, με σκοπό να ενημερώσουν τον λαό για τα αιτήματά τους. Αρκετά πολυτελή καταστήματα λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν, μεταξύ των οποίων και μια σοβιετική ντισκοτέκ. Προς έκπληξη των ευυπόληπτων και των δήθεν αντισυμβατικών στην Αίγυπτο και αλλού, κανένα πατριωτικό σύνθημα δεν ακούστηκε. Μια αραβική εθνικιστική εφημερίδα της Βηρυτού αναγκάστηκε, μία εβδομάδα αργότερα, να στείλει στον εαυτό της μια «ειδική ανταπόκριση» από το Κάιρο, για να επινοήσει δύο συνθήματα: το ένα υπέρ του εκλιπόντος Νάσερ, το άλλο που απαιτούσε την απελευθέρωση του Σινά, και να χρεώσει τις δολιοφθορές, τις λεηλασίες και ορισμένα προλεταριακά αντιεθνικιστικά συνθήματα σε «πράκτορες της εξουσίας».
Στην πραγματικότητα, όλα τα συνθήματα ήταν ταξικά:
- «Ω Ήρωα του πολέμου της διάβασης (της διώρυγας), πού είναι το δείπνο μας;»
- «Αστοί, ο τύπος σας είναι ελεύθερος, αλλά η ζωή μας είναι χωρίς χαρά»
- «Χεγκάζι[6], η κυβέρνησή σου είναι κυβέρνηση Ναζί»
- «Τζιχάν,[7] η βασιλεία σου είναι βασιλεία του Νταγιάν»[8]
και άλλα συνθήματα ενάντια στην αύξηση των τιμών και τις ταξικές διακρίσεις.
Οι λακέδες της εξουσίας γελοιοποιήθηκαν εκφράζοντας την έκπληξή τους που οι εργάτες-στρατιώτες, οι οποίοι είχαν αντικρίσει τον θάνατο στις όχθες της διώρυγας ή στο Σινά το 1973, αδιαφορούσαν για τα πατριωτικά συνθήματα και έφταναν στην προδοσία να «θέλουν να δυσφημίσουν τη μεγαλειώδη νίκη του πολέμου του Οκτωβρίου» (Μούσα Σάμπρι, αρθρογράφος και προσωπικός φίλος του Σαντάτ).
Τον Μάρτιο του 1975, οι 27.000 εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας της ΑΛ ΜΑΧΑΛΑ ΑΛ ΚΟΥΜΠΡΑ κατέλαβαν με τη σειρά τους τα εργοστάσια, σχημάτισαν συμβούλια, κράτησαν ομήρους ή έδιωξαν το διευθυντικό προσωπικό. Αμέσως, οι ειδικές δυνάμεις καταστολής ταραχών και ο στρατός, με την υποστήριξη αρμάτων μάχης και αεροπλάνων, περικύκλωσαν τους εργάτες. Η άνιση μάχη κατέληξε με 50 νεκρούς και 200 τραυματίες από την πλευρά του προλεταριάτου.
Αν και η αφύπνιση της ταξικής πάλης στην Αίγυπτο βρίσκεται ακόμα στα αρχικά της στάδια, έχει ήδη προκαλέσει ένα φαινόμενο συλλογικής παράνοιας που έχει καταλάβει την άρχουσα τάξη. Παντού βλέπει πλέον μόνο «εξωτερικά καθοδηγούμενη» ανατροπή. Πολύ πρόσφατα, ο Σαντάτ, σε έναν φασιστικό λόγο, απείλησε το προλεταριάτο με μετωπικό πόλεμο όπου, όπως διευκρίνισε, θα χρησιμοποιηθούν άρματα μάχης και αεροπλάνα. Με την παντελή απουσία μιας στοιχειωδώς αξιόπιστης προοπτικής και την παρουσία ενός προλεταριάτου αποφασισμένου να υπερασπιστεί τα ταξικά του συμφέροντα, η αιγυπτιακή γραφειοκρατία και η αστική τάξη ετοιμάζονται, κατά δική τους ομολογία, για εμφύλιο πόλεμο.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το προλεταριακό πρόγραμμα δεν μπορεί παρά να είναι η διεκδίκηση όλης της εξουσίας από το προλεταριάτο και τους συμμάχους του· και το σύνθημα μάχης του: να απαντήσει στο ατσάλι με ατσάλι, στη φωτιά με φωτιά.
Αν και η σιωνιστική γραφειοκρατική αστική τάξη είναι ακόμα, αλλά όλο και λιγότερο, ικανή να διοχετεύει το μίσος για την κοινωνική αδικία, βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση των εβραϊκών εργαζόμενων μαζών που καταπιέζονταν ανά τους αιώνες, ενάντια στον «εκδικητικό Άραβα γείτονα», ο οποίος θα έπρεπε να τιμωρηθεί με κατακτητικούς πολέμους που παρουσιάζονται κάτω από τον παραπλανητικό όρο της «άμυνας», οι κοινωνικές δυνάμεις, που κυοφορούν τον «εσωτερικό κίνδυνο», δεν λείπουν από το Ισραήλ.
Ασφαλώς, με πολύ λιγότερη ένταση, ριζοσπαστικότητα και αποστασιοποίηση από την κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά κινούμενο προς την ίδια κατεύθυνση με την ταξική πάλη στην Αίγυπτο, το ισραηλινό προλεταριάτο, ιδίως αυτό των θαλάσσιων λιμανιών, επαναλαμβάνει, σε μια συγκυρία διαρκούς διαρθρωτικής κρίσης, τους κοινωνικούς του αγώνες των ετών 1965 έως 1967, που χαρακτηρίζονταν από άγριες απεργίες οργανωμένες από προλεταριακές «επιτροπές δράσης».
Από την απεργία του Σεπτεμβρίου 1971, όταν η Μέιρ και ο Νταγιάν μιλούσαν, με φασιστικό ύφος, για τον «εσωτερικό κίνδυνο», μεγάλες άγριες απεργίες ξεσπούν κατά καιρούς, όπως η απεργία των εργατών του λιμανιού της Ασκελόν τον Μάιο του 1975, την οποία ο αραβικός τύπος, από τον Κόλπο έως τον Ατλαντικό, αποσιώπησε. Οι απεργοί απέρριψαν με περιφρόνηση την εξουσία της Histadrut, του δεξιού χεριού του ιδιωτικού και κρατικού κεφαλαίου μέσα στους χώρους εργασίας. Ο τύπος, ανήσυχος, διαπιστώνει με πικρία «την κατάρρευση του συστήματος των εργασιακών σχέσεων στο Ισραήλ». Αν στην Αίγυπτο ο τύπος αποκαλεί τους εργάτες που καταλαμβάνουν τα εργοστάσια «προδότες», στο Ισραήλ, οι απεργοί απλώς καταγγέλλονται ως «εγκληματίες».
Μόλις επιτευχθεί η «ειρήνη» μεταξύ των αστικών τάξεων στη Μέση Ανατολή, όλα όσα σήμερα βρίσκονται σε αρχικό στάδιο ή αποτελούν δυνατότητες θα γίνουν πραγματικότητα. Και αυτοί οι «προδότες» και «εγκληματίες», απελευθερώνοντας τον εαυτό τους από τις ψευδαισθήσεις που τους επιβάλλουν οι εκμεταλλευτές τους, θα βάλουν τέλος στην ήδη ταραγμένη κοινωνική ειρήνη. Ο αγώνας τους θα περάσει από την άμυνα στην επίθεση, από την οικονομική σφαίρα σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, από το εθνικό στο περιφερειακό και στη συνέχεια αναγκαία στο διεθνές επίπεδο, διότι η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να νικήσει μόνο αν γενικευτεί σε όλες τις αραβικές χώρες και στο Ισραήλ. Με την καταστροφή του ιδιωτικού και κρατικού κεφαλαίου και του μηχανισμού διατήρησής του, του κράτους, το προλεταριάτο και οι σύμμαχοί του πρέπει να καταστρέψουν ταυτόχρονα όλα τα υπάρχοντα εθνικά σύνορα καθώς και κάθε ίχνος εθνικού μίσους, το οποίο καλλιεργεί όλο και περισσότερο η αστική τάξη, η οποία δεν έχει πλέον τίποτα εθνικό.
Στο σημερινό στάδιο της ταξικής πάλης, το καθήκον μας, ημών των οποίων το ουσιαστικό μέρος των επαναστατικών δραστηριοτήτων είναι προσανατολισμένο προς τις αραβικές χώρες και το Ισραήλ, είναι:
– να προσδώσουμε πραγματικό νόημα και ριζοσπαστική συνείδηση σε κάθε επαναστατική πρακτική, όσο περιορισμένη και αν είναι χρονικά και χωρικά,
– να ενθαρρύνουμε κάθε διατάραξη των υφιστάμενων θεσμών, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οργανωμένη ταξική βία, κάθε αντίσταση στον κομφορμισμό, τις αδικίες και την αυθαίρετη εξουσία των ηγετικών στρωμάτων, των οποίων η κύρια δραστηριότητα, ανέκαθεν, συνίστατο στην επιτήρηση και την τιμωρία,
– να στρέψουμε το όπλο της κριτικής εναντίον όλων των θρησκευτικών και ιδεολογικών θεσμών.
Στην Ανατολή, που έφτασε στον σύγχρονο καπιταλισμό υπό την επίδραση των καιρών και όχι μέσω μιας εσωτερικής εξέλιξης που εμπόδιζαν οι παραλυτικές δομές της, η κριτική όλων των αναχρονισμών του σύγχρονου κόσμου, που διατηρούν στην Ανατολή μια τεράστια επιρροή, όπως της θρησκείας που εξακολουθεί να μπλοκάρει τη σκέψη των πλατιών μαζών, παραμένει η προϋπόθεση κάθε κριτικής που επιτίθεται ταυτόχρονα στο κεφάλαιο, στην εξουσία και στις ιερές και κοσμικές δικαιολογήσεις τους.
Αντιμέτωποι με τις τάξεις που υπερασπίζονται παντού και με κάθε μέσο την ιδιωτική και κρατική ιδιοκτησία, την αγάπη για την μισθωτή εργασία, την τάξη, την οικογένεια, την ηθική, την παράδοση, τη θρησκεία, την εξουσία, τον πατριωτισμό, τη θυσία, τη στρατιωτική θητεία, το σχολείο, τα κόμματα και τα συνδικάτα που τα υπηρετούν, οι επαναστάτες θα επικεντρώσουν την κριτική τους σε όλα αυτά τα θεσμικά όργανα και σε αυτό το σύστημα αξιών που υπερασπίζονται οι εχθροί τους:
– Στον καταπιεστικό οικογενειακό ζυγό που συνθλίβει, με τον πατριαρχικό του συντηρητισμό, την προσωπικότητα και τη δημιουργικότητα των παιδιών και διατηρεί τη γυναίκα σε κατάσταση σκλαβιάς.
– Στη σχολική μηχανή, τόπο αποθέωσης των αποβλακωτικών αφαιρέσεων και των θανάσιμων πραγματικοτήτων, που παραλαμβάνει τα παιδιά, ήδη τιθασευμένα, από την οικογένεια για να ολοκληρώσει το έργο της, δηλαδή να σκοτώσει μέσα τους κάθε ελεύθερη σκέψη, να τους κάνει πλύση εγκεφάλου, να τα διαμορφώσει με όλη την τρέχουσα ημιμάθεια, να τα υποτάξει στις απαιτήσεις μιας ηλίθιας και ολοκληρωτικής κοινωνίας, να τα προετοιμάσει να γίνουν ειδικευμένοι και πειθαρχημένοι εργάτες.
– Στο πανεπιστήμιο, το οποίο, με τη σειρά του, παραλαμβάνει τους μαθητές που έχουν επιλεγεί μέσω των τιμωρητικών εξετάσεων, για να τους υποβάλει στις καταστροφικές επιρροές των οπισθοδρομικών και μοντερνιστικών ιδεολογιών που συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται στην ίδια την κοινωνία, για να τους κάνει, στην καλύτερη περίπτωση, ασήμαντα στελέχη στην υπηρεσία του κράτους και εξειδικευμένους καθηγητές ανίκανους να έχουν μια πλατιά και βαθιά αντίληψη της εποχής τους, και στη χειρότερη περίπτωση, άνεργους πτυχιούχους.
– Στο περιεχόμενο της κυρίαρχης κουλτούρας και στα οπτικοακουστικά μέσα που την διαδίδουν με μοναδικό σκοπό να παραπλανήσουν τη συνείδηση της επαναστατικής τάξης, διαδίδοντας ακατάσχετα ψευδοπροβλήματα και αποκρύπτοντας το πραγματικό, αυτό της χειραφέτησης του προλεταριάτου, μέσω της απολογίας του νεκρού παρελθόντος και του θεολογικού καθεστώτος που εξακολουθεί να επικρατεί.
– Στον στρατό, τον τελευταίο χώρο διαμόρφωσης της νεολαίας, ο οποίος είναι στα πρόθυρα να γίνει –πλήρως μετά την «ειρήνη»– μια μειωμένη σε αριθμό ειδική δύναμη, με αποκλειστικό προορισμό την αντιμετώπιση του προλεταριάτου στους επερχόμενους εμφύλιους πολέμους.·
– Στα κόμματα και τα κρατικά και παρακρατικά συνδικάτα, τα οποία αποτελούν ήδη την κύρια δύναμη αδράνειας για την εργατική τάξη και των οποίων το καθήκον, ως ιμάντων μεταβίβασης της εξουσίας, συνίσταται στην εξουδετέρωση των ανατρεπτικών πόλων της κοινωνίας, στη διαιώνιση της υποταγής όσων υφίστανται εκμετάλλευση, στη δημιουργία και διατήρηση της ψευδούς συνείδησης και, σε τελική ανάλυση, στην καθυπόταξη του προλεταριάτου.
Στην εποχή μας, που είναι επαναστατική, όλα τα κράτη της περιοχής αναγκάζονται να εφαρμόσουν κάποιου είδους κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Για να επιβιώσει και να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, το κεφάλαιο υποχρεώνεται να εκσυγχρονίσει τις υποδομές του, να χρησιμοποιήσει τους πολεοδόμους του για τη διαμόρφωση των πόλεων με γνώμονα τον εμφύλιο πόλεμο, για τον χωροταξικό σχεδιασμό με βάση τις ανάγκες της ρυπογόνου βιομηχανίας, για τον εγκλεισμό ενός απειλητικού πληθυσμού σε κλουβιά κουνελιών, και τέλος να αναλάβει, ακόμη και στις καθυστερημένες χώρες της περιοχής, ορισμένες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ικανές να μεταστρέψουν το προλεταριάτο, που έχει συνειδητοποιήσει τα ταξικά του συμφέροντα, προς τη μετριοπάθεια.
Εκσυγχρονισμός, μετριοπάθεια, αυτοσυγκράτηση, αυτές είναι οι κυρίαρχες λέξεις της επίσημης προπαγάνδας στη Μέση Ανατολή.
Αυτή η βιωμένη αλήθεια απαγορεύει στους επαναστάτες κάθε συμμετοχή σε δράσεις με ρεφορμιστικό σκοπό και κάθε συμμαχία με τα ρεφορμιστικά κόμματα, που δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η αριστερά του κεφαλαίου.
Η ιστορική χρεοκοπία όλων των αριστερών κομμάτων στις αραβικές χώρες και στο Ισραήλ εξηγείται, σε μεγάλο βαθμό, από το γεγονός ότι τα τελευταία 25 χρόνια ήταν ρεφορμιστικά στα λόγια, ενώ αντιμετώπιζαν μια εξουσία που ήταν ρεφορμιστική στην πράξη. Μετά από μια ολόκληρη περίοδο χρήσης μουμιοποιημένων ιδεών, επανάληψης ψευδών βεβαιοτήτων, αναμασήματος ψευδών προβλημάτων, διάδοσης της ψευδούς συνείδησης, παραποιημένων μεταφράσεων μαρξιστικών κειμένων, αυτά τα «κομμουνιστικά» κόμματα εμφανίζονται ως αυτό που πραγματικά είναι: όχι κόμματα της εργατικής τάξης, αλλά της άρχουσας τάξης, με την οποία μοιράζονται άθλια την εξουσία στη Συρία, στο Ιράκ και σύντομα στον Λίβανο, και την υπηρετούν ως «έντιμη και εποικοδομητική αντιπολίτευση» σε κάθε άλλη χώρα.
Σχεδόν όλες οι αραβικές αριστερίστικες ομάδες, οι περισσότερες από τις οποίες εμφανίστηκαν μετά το ξέσπασμα της παλαιστινιακής αντίστασης για να αντικαταστήσουν τα παλιά κομμουνιστικά κόμματα «που πρόδωσαν τον αληθινό μαρξισμό-λενινισμό», μετά την ήττα της αντίστασης τον Σεπτέμβριο του 1970 στο Αμμάν, εξαφανίστηκαν ή επανεντάχθηκαν στα παλιά τους «προδοτικά» ρεφορμιστικά κόμματα. Και, μαζί με τα κόμματά τους όπου γρήγορα επανεντάχθηκαν, άρχισαν να κραυγάζουν «για την ανάγκη δημιουργίας εθνικών μετώπων με τα προοδευτικά και αντι-ιμπεριαλιστικά καθεστώτα για να αντιμετωπιστεί ο ιμπεριαλισμός και οι πράκτορές του στο Ισραήλ και στο Ιράν».
Τώρα που όλα τα προοδευτικά καθεστώτα συνεργάζονται ανοιχτά με τον ιμπεριαλισμό, έχουν συμφιλιωθεί με την ιρανική αστική τάξη και ετοιμάζονται να αγκαλιάσουν τους ηγέτες του Ισραήλ, οι μάσκες έπεσαν. Οι «κριτικοί» ή εθελοτυφλούντες υποστηρικτές των εθνικών μετώπων εμφανίζονται ως φανατικοί υποστηρικτές της υποταγής της εργατικής τάξης στην εξουσία της γραφειοκρατίας και της αστικής τάξης.
Το προλεταριάτο και οι σύμμαχοί του[9] δεν έχουν κανένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα με καμία φράξια των ιδιοκτητριών τάξεων, είτε βρίσκονται στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση.
Το πρόσχημα του «αγώνα για τη δημοκρατία» είναι ακόμη πιο παραπλανητικό από τα προηγούμενα, ήδη απαξιωμένα προσχήματα, καθώς η περίοδος της ισχυρής εξουσίας με την απροκάλυπτη καταστολή, αλά Νάσερ, οδεύει προς το τέλος της. Επί του παρόντος, η αραβική γραφειοκρατία και η αστική τάξη συμφωνούν να παραχωρήσουν έναν ορισμένο φιλελευθερισμό, με το σταγονόμετρο, ικανό να εκτρέψει την αυξανόμενη μαχητικότητα του προλεταριάτου και των συμμάχων του. Ακόμη και ένας ορισμένος πολιτικός πλουραλισμός και μια κάποια ελευθερία του τύπου μπορούν να γίνουν ανεκτά.
Η θέση σύμφωνα με την οποία ο ρεφορμισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο για τη σωτηρία του κεφαλαίου, μετατρέποντας την κρίση του σε μια «ήπια» μετάλλαξη, επιβεβαιώνεται στον Λίβανο, όπου έπεσαν 25.000 νεκροί και άλλοι 80.000 τραυματίστηκαν ώστε, πάνω στα ερείπια της παλιάς γαιοκτησίας, να ανεγερθεί το κράτος της σύγχρονης χρηματοπιστωτικής αστικής τάξης. Όλα τα αριστερά κόμματα, με επικεφαλής το ΚΚ, και όλοι οι αριστεροί σχηματισμοί του «Μετώπου Πατριωτικών Κομμάτων» και των «Προοδευτικών Δυνάμεων» και οι «κριτικοί» υποστηρικτές τους, χειραγωγούσαν τις αγωνιζόμενες μάζες για να τις στείλουν στον θάνατο στον βωμό του «προοδευτικού τους προγράμματος». Ο ηγέτης αυτού του μετώπου, ο Τζουμπλάτ, μόλις αποκάλυψε ότι «ο Ντιν Μπράουν, ο απεσταλμένος του αμερικανικού κεφαλαίου στον Λίβανο για να βρεθεί λύση στην κρίση, έχει μόνον κατανόηση για το ρεφορμιστικό πρόγραμμα των πατριωτικών και προοδευτικών κομμάτων και για τις θέσεις του λιβανέζικου εθνικού κινήματος» (ASSAFIR 10/04/76). Και η προοδευτική εβδομαδιαία εφημερίδα ASSAYAD της ίδιας ημέρας πρόσθεσε: «Μετά την ανάγνωση του προγράμματος… ο κ. Μπράουν είπε στον Τζουμπλάτ ότι “το πρόγραμμα αυτό δεν ήταν αριστερό, μάλιστα, ήταν πιο μετριοπαθές από το πρόγραμμα του Αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος” και ανέλαβε να πείσει τον Σαμούν να το συνυπογράψει». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για κοινό μυστικό· ο Γερουσιαστής Φουλμπράιτ, ο οποίος γνώριζε εκ πείρας ότι δεν υπάρχει χειρότερος συντηρητικός από έναν προοδευτικό στην εξουσία, δήλωσε το 1975 στον Κόλπο ότι οι Η.Π.Α. είναι ευνοϊκές στην αναπροσαρμογή του λιβανέζικου καθεστώτος προς την προοδευτική κατεύθυνση «ακόμη και εις βάρος της θρησκευτικής ισορροπίας… επειδή τα προοδευτικά καθεστώτα του αραβικού κόσμου επέδειξαν μεγάλη ευελιξία όσον αφορά τη διατήρηση καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ και κατάφεραν να διαφυλάξουν τα αμερικανικά συμφέροντα καλύτερα από το λιβανέζικο καθεστώς» (AL HAWADES, 24/04/76).[10]
Ο Κίσινγκερ μόλις υποσχέθηκε την εφαρμογή του προγράμματος του «Μετώπου των Πατριωτικών Κομμάτων» και των «Προοδευτικών Δυνάμεων» από μια δυτικοσαουδαραβική κοινοπραξία, προκειμένου να ανοικοδομηθεί ο κατεστραμμένος Λίβανος, δίνοντας έτσι μια δεύτερη πνοή στο κεφάλαιο που αναζητά αγορές.
Μακριά από κάθε μίνιμουμ ή μάξιμουμ ρεφορμιστικό πρόγραμμα, το μόνο πρόγραμμα που είναι αντάξιο του αραβικού και ισραηλινού προλεταριάτου και των συμμάχων τους είναι αυτό της καταστροφής της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων και της οικοδόμησης, πάνω στα ερείπιά της, μιας επαναστατικής κοινωνίας όπου η καθολική χειραφέτηση του κάθε ατόμου είναι η προϋπόθεση της καθολικής χειραφέτησης όλων.
Hakima BERADA Mustapha KHAYATI
Maroine DIB Kamal LAHBADI
Dany DINER Lafif LAKHDAR
Avishai EHRLICH Eli LOBEL
Abdul-Kader EL-JANABY Moshé MACHOVER
Mikhal MAROUANE
Emir HARBI Moshe SPEIER
Lea HOROWITZ Khalil TOAMA
Abdallah ZANNAN
Υπογραφές μετά τη διάσκεψη:
Ayed NAGIB
Μohamed Cheret Παρίσι, Μάιος 1976
Khaldoun Abou EI-Wafa[11]
Σημειώσεις
[1] (σ.τ.μ.) Στην τελευταία σελίδα της ανακοίνωσης σημειώνεται ότι αποτελεί ένθετο στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Khamsin, περιοδικού των «επαναστατών σοσιαλιστών από τη Μέση Ανατολή». Την πρωτοβουλία για την έκδοση του περιοδικού Khamsin έλαβε η σοσιαλιστική, αντισιωνιστική οργάνωση Matzpen από το Ισραήλ. (Η έννοια του αντισιωνισμού δεν είχε τότε το αντιδραστικό περιεχόμενο που έχει λάβει σήμερα.) Στη συντακτική ομάδα συμμετείχαν τόσο Άραβες όσο και Ισραηλινοί Εβραίοι διεθνιστές σοσιαλιστές που απέρριψαν τόσο τον ισραηλινό εθνικισμό όσο και τον εθνικισμό των παλαιστινιακών οργανώσεων.
Το περιοδικό Khamsin και οι βιογραφικές διαδρομές των συντελεστών του
Το περιοδικό Khamsin δημιουργήθηκε το 1974–75 μέσα από τις συναντήσεις Ισραηλινών και Αράβων σοσιαλιστών που είχαν βιώσει άμεσα τη ρήξη με τις κυρίαρχες εθνικιστικές οργανώσεις του χώρου τους. Δεν ήταν απλώς μια ομάδα θεωρητικών που ήθελαν να μιλήσουν για τον διεθνισμό· ήταν αγωνιστές που η εμπειρία τους εντός αραβικών, παλαιστινιακών ή ισραηλινών εθνικιστικών οργανώσεων τους οδήγησε στον προλεταριακό διεθνισμό.
Leila S. Kadi
Η Leila S. Kadi υπήρξε από τα πρόσωπα-κλειδιά για την ίδρυση του Khamsin. Ως εργαζόμενη για το Palestine Research Centre στη Βηρυτό, το think-tank της ΟΑΠ, είχε στενή επαφή με τον κόσμο της ΟΑΠ και αρχικά ήταν κοντά στο PDFLP του Nayef Hawatmeh. Το 1971 εξέδωσε την πρώτη αραβική μελέτη για το Matzpen, επιχειρώντας να κάνει γνωστή την ισραηλινή αντικαθεστωτική αριστερά στον αραβικό κόσμο. Ωστόσο, συγκρούστηκε με την ηγεσία του Κέντρου, όταν ο Ghassan Kanafani επέβαλε προλογικό κείμενο που επιτίθετο στο Matzpen με τη συκοφαντία ότι το λονδρέζικο τμήμα του (στο οποίο είχε κεντρικό ρόλο ο πασίγνωστος αγωνιστής Moshé Machover) είχε διαβρωθεί από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Παραιτήθηκε και από τότε άρχισε να αποστασιοποιείται ριζικά από το PDFLP. Σε επιστολές της προς τον Moshé Machover το 1972 σημείωνε ότι η οργάνωση είχε αποδεχθεί την τακτική των αεροπειρατειών, ενώ μετά τη σφαγή Ισραηλινών μαθητών στο Ma‘alot μιλούσε ανοιχτά για ακύρωση των ίδιων του των πολιτικών αρχών. Επίσης, κατήγγειλε το γεγονός ότι η ομάδα χρηματοδοτείτο από το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, πουλώντας όπλα μεταξύ άλλων σε δεξιές εθνικιστικές οργανώσεις. Απογοητευμένη, εγκατέλειψε τον παλαιστινιακό εθνικισμό και συνδέθηκε σταθερά με τους Ισραηλινούς διεθνιστές του Matzpen.
Sadik J. Al-Azm
Ο Λιβανέζος μαρξιστής Sadik J. Al-Azm έγινε διάσημος με το Self-Criticism After the Defeat (1968), όπου ζητούσε ριζική αναθεώρηση της αραβικής πολιτικής μετά την ήττα του 1967. Για λίγο συνδέθηκε με το PDFLP, που φαινόταν τότε το πιο ριζοσπαστικό ρεύμα της παλαιστινιακής αντίστασης. Μετά όμως τον Μαύρο Σεπτέμβρη του 1970, απομακρύνθηκε πλήρως καθώς στο βιβλίο Critical Study of the Thought of the Palestinian Resistance κατηγόρησε τη Φατάχ για μιλιταριστικό προσανατολισμό, ενώ δεν χαρίστηκε ούτε στο ίδιο το PDFLP, το οποίο έβλεπε να διολισθαίνει στη λατρεία της βίας. Η αντίδραση υπήρξε άμεση: με εντολή του Αραφάτ απολύθηκε από το Palestine Research Centre όπου δίδασκε. Από τότε αναγκάστηκε να δημοσιεύει με ψευδώνυμο σε παλαιστινιακά έντυπα. Η σύγκρουσή του με τον παλαιστινιακό εθνικισμό σφράγισε και τη συμβολή του στο Khamsin. Ο εν λόγω Λιβανέζος μαρξιστής έγραψε και μία από τις πιο εύστοχες κριτικές του βιβλίου του Εντουάρντ Σαΐντ Οριενταλισμός.
Lafif Lakhdar
Ο Lafif Lakhdar είχε μια ακόμη πιο σύνθετη διαδρομή. Γεννημένος στην Τυνησία το 1934, σπούδασε στο θρησκευτικό πανεπιστήμιο Al-Zaytuna, αλλά γρήγορα συνδέθηκε με τον εκσυγχρονιστικό λόγο του Habib Bourguiba. Εντάχθηκε στο κίνημα για την ανεξαρτησία, υπερασπίστηκε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και διώχθηκε, το FLN τον βοήθησε να διαφύγει στη Γαλλία αφού πρώτα πέρασε μια πραγματική οδύσσεια από την Αλγερία μέχρι το Παρίσι. Στο Παρίσι εργάστηκε παράνομα για τον αντιαποικιακό αγώνα της Αλγερίας και ήδη από το 1961 ανήκε στον στενό κύκλο του Μπεν Μπελά. Το 1962 βρέθηκε στην Αλγερία στο πλευρό του Μπεν Μπελά οπότε και συνδέθηκε πιο στενά με το παλαιστινιακό ζήτημα καθώς εργαζόταν μέχρι και το 1965 ως μεταφραστής στα γραφεία της Φατάχ στο Αλγέρι. Το 1965 βρέθηκε στον κύκλο του Τσε Γκεβάρα και του Αμπού Τζιχάντ, συζητώντας για την παλαιστινιακή υπόθεση. Με το πραξικόπημα του Χουαρί Μπουμεντιέν αναγκάστηκε ξανά να φύγει· πέρασε από την Ανατολική Ευρώπη, όπου η εμπειρία τον οδήγησε σε ρητώς αντισταλινικές θέσεις. Στη Βηρυτό εντάχθηκε στο PDFLP, αλλά μετά τον Μαύρο Σεπτέμβρη έγινε ένας από τους πιο αιχμηρούς επικριτές του. Μαζί με τον Μουσταφά Καγιάτι εξέδωσε το φυλλάδιο Waiting for the Massacre, όπου μιλούσε για «φετιχισμό της στρατιωτικής δράσης» και καλούσε τη βάση να αποδεσμευτεί από την ηγεσία. Η ρήξη του με την παλαιστινιακή αριστερά ήταν οριστική. Στη συνέχεια μετέφρασε Μαρξ και Λένιν, προώθησε την κριτική στη θρησκεία και έγινε υπέρμαχος μιας καθαρά κοσμικής, διεθνιστικής σοσιαλιστικής προοπτικής. Προς το τέλος της ζωής του εγκατέλειψε τις επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες και μετακινήθηκε προς δημοκρατικές, φιλελεύθερες θέσεις υπέρ ενός «Αραβικού Διαφωτισμού».
Eli Lobel
Ο Eli Lobel γεννήθηκε το 1926 στο Βερολίνο και μεγάλωσε στο Τελ Αβίβ, όπου κατέφυγε η οικογένειά του το 1938 όταν ο φυλακισμένος πατέρας του αφέθηκε από τις φυλακές της ναζιστικής Γερμανίας. Οργανώθηκε στη Hashomer Hatzair και ήταν συνιδρυτής του Kibbutz Nirim. Το 1952 επισκέφθηκε τους καταυλισμούς της Γάζας και βίωσε την τραγική κατάσταση των προσφύγων, κάτι που άλλαξε ριζικά την οπτική του. Όταν ξέσπασε η υπόθεση του Mordechai Oren που παραπέμφθηκε σε δίκη στην Πράγα ως πράκτορας, ήρθε σε ρήξη με το Mapam και το ίδιο του το κιμπούτς λόγω της συνεχιζόμενης υποστήριξής του στη Σοβιετική Ένωση. Το 1953 εκδιώχθηκε από το Mapam και εντάχθηκε στο Left Socialist Party του Moshe Sneh. Λόγω της πολιτικής του στάσης δυσκολευόταν να βρει δουλειά στο Ισραήλ και για αυτό μετανάστευσε στο Παρίσι. Στη Γαλλία εντάχθηκε στην πολιτική ομάδα γύρω από τον εβραίο κομμουνιστή και σημαντικό μαρξιστή θεωρητικό Maxime Rodinson και ανέπτυξε σχέσεις με Παλαιστίνιους και Άραβες αριστερούς. Εκεί εντάχθηκε στο περιβάλλον των αντιαποικιακών κινημάτων που τότε ανθούσαν: ανέπτυξε σχέσεις με το FLN της Αλγερίας, συνεργάστηκε με οικονομολόγους όπως ο Σαρλ Μπετελέμ και η Τζόαν Ρόμπινσον σε προγράμματα βοήθειας προς χώρες που είχαν μόλις αποαποικιοποηθεί όπως η Ινδία και συμμετείχε σε αποστολές σε χώρες όπως το Μάλι και η Κούβα. Η εμπλοκή του αυτή τον έφερε στο κέντρο της διεθνούς αλληλεγγύης προς τα αντιαποικιακά κινήματα. Όμως ο Lobel δεν ήταν άκριτος υποστηρικτής· ήδη από τη συνεργασία του με την Κούβα άσκησε κριτική στον οικονομικό σχεδιασμό που βασιζόταν στη μονοκαλλιέργεια, πράγμα που τον έριξε σε δυσμένεια. Επιστρέφοντας στο Παρίσι έπαιξε κεντρικό ρόλο στη δημιουργία της εβραϊκής και ισραηλινής διεθνιστικής αριστεράς. Μαζί με τον πρώην σιωνιστή και παιδικό φίλο του Νταγιάν, Nissan Rilov που έφυγε από το Ισραήλ απογοητευμένος στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οργάνωσαν σε συνεργασία με τον Σαρτρ την αλληλεγγύη στον πρώτο αντιρρησία συνείδησης στο Ισραήλ Giora Neumann. Παράλληλα είχε ενταχθεί στο Matzpen ως βασικός του εκπρόσωπος στο Παρίσι. Για τη στάση του αυτή δέχτηκε πολλαπλές φυσικές επιθέσεις από ομάδες δεξιών σιωνιστών. Ωστόσο, παρότι στήριζε τον αγώνα των Παλαιστινίων ενάντια στην καταπίεση ο Lobel απέρριπτε ανοιχτά τον παλαιστινιακό εθνικισμό όπως και τον ισραηλινό και γι’ αυτό ήρθε σε ρήξη με τον παλιό φίλο του Σαμίρ Αμίν. Υπήρξε κεντρική φυσιογνωμία στο περιοδικό Khamsin.
Ehud Ein-Gil
Ο Ehud Ein-Gil, γεννημένος το 1950, ξεκίνησε από την ακροδεξιά εθνικιστική Action Staff for the Retention of the Territories, αλλά η εμπειρία της στρατιωτικής θητείας και η καταστολή ενάντια στους Ισραηλινούς Μαύρους Πάνθηρες τον έκαναν να κινηθεί προς την αριστερά. Το 1974 εντάχθηκε στο Matzpen και λίγο αργότερα συμμετείχε στο Khamsin. Εκεί δημοσίευσε κείμενα για τον σιωνισμό, τη θρησκεία και την ανάγκη κοσμικότητας, σε πλήρη αντιπαράθεση με τον εθνικισμό.
Dan Diner
Ο Dan Diner, γερμανοεβραϊκής καταγωγής, προερχόταν από την αριστερή σιωνιστική παράδοση. Υπήρξε πρόεδρος ενώσεων εβραίων φοιτητών στη Δυτική Γερμανία και την Ευρώπη και ήταν συνιδρυτής του εκδοτικού οίκου Borochov Press. Η βίαιη επίθεση σιωνιστών εναντίον του Eli Lobel στη Φρανκφούρτη το 1969 τον συγκλόνισε και την περιέγραψε ως συναισθηματική ρήξη που τον οδήγησε στην απομάκρυνση από τον αριστερό σιωνισμό. Στο Khamsin συνέχισε την κριτική του στο ισραηλινό κράτος, η οποία οδήγησε αργότερα στο βιβλίο Israel in Palästina.
Kanan Makiya (Mohammad Ja‘far)
Τέλος, ο Kanan Makiya, γεννημένος στη Βαγδάτη το 1949 από Βρετανίδα μητέρα, σπούδασε αρχιτεκτονική στο MIT και γνώρισε τον Emmanuel Farjoun του Matzpen, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία. Στο Khamsin υποστήριξε αρχικά την παλαιστινιακή εθνική αυτοδιάθεση, αλλά άσκησε σφοδρή κριτική στην PLO, την οποία χαρακτήρισε «μαφιόζικη» για τη συμπεριφορά της στον λιβανέζικο εμφύλιο του 1975–76. Αργότερα, μαζί με τη γυναίκα του Afsaneh Najmabadi, δημοσίευσε κείμενο όπου τόνιζε ότι η Ιρανική Επανάσταση δεν ήταν αντιιμπεριαλιστική νίκη, αλλά θεοκρατική αντεπανάσταση που διέλυσε την αριστερά. Όπως σημείωνε, η εν λόγω επανάσταση αποτελεί απόδειξη ότι μια μαζική εξέγερση μπορεί να είναι και αντιδραστική. Επίσης, η στροφή των μαζών προς το Ισλάμ δεν ήταν σημάδι ενίσχυσης της θρησκευτικής πίστης αλλά: «μια εξέγερση ενάντια στο παρόν και το μέλλον για την ανάκτηση ενός μυθικού παρελθόντος που ποτέ δεν υπήρξε». Όταν ένα κομμάτι της ευρωπαϊκής αριστεράς άρχισε να υποστηρίζει τον πολιτικό ισλαμισμό βλέποντας σε αυτόν μια αντίδραση στην αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική δύση το περιοδικό Khamsin είδε αυτή τη στροφή ως εγκατάλειψη των επαναστατικών σοσιαλιστικών θέσεων. Όπως έγραφαν: «η εχθρότητα προς το θεοκρατικό ισλαμικό καθεστώς και στην ίδια την ιδέα της ισλαμικής δημοκρατίας πρέπει να αποτελέσει τον κεντρικό άξονα του επαναστατικού σοσιαλιστικού προγράμματος». Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, ο Kanan Makiya άρχισε να κινείται προς όλο και πιο δεξιές φιλελεύθερες θέσεις με αποκορύφωμα τη στήριξη της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ για την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Αυτό τον οδήγησε σε ρήξη με τον νεανικό του φίλο Emmanuel Farjoun που τον είχε φέρει σε επαφή με το Matzpen.
Όλα τα στοιχεία αντλήθηκαν από το κεφάλαιο «Khamsin: A New Vision for the Middle East» από το βιβλίο Lutz Fiedler, Matzpen: A History of Israeli Dissidence, Edinburgh University Press, 2020.
[2] (σ.τ.μ.) Πρόκειται για την εφημερίδα που εκδίδει το αιγυπτιακό κράτος, η οποία συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα κυκλοφορία εκατομμυρίων φύλλων σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.
[3] (σ.τ.μ.) Υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ μεταξύ του 1966 και του 1974.
[4] (σ.τ.μ.) Εδώ το κείμενο αναφέρεται στο πρόγραμμα δέκα σημείων που υιοθετήθηκε από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης τον Ιούνιο του 1974. Αυτό το πρόγραμμα εξουσιοδοτούσε την ΟΑΠ για την ίδρυση μια ανεξάρτητης αρχής σε οποιοδήποτε κομμάτι της απελευθερωμένης Παλαιστίνης. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρήθηκε ότι συνιστούσε ένα πρώτο βήμα προς τη λεγόμενη «λύση των δύο κρατών». Οι πιο σκληροπυρηνικοί αριστεροί εθνικιστές όπως το PFLP του Ζωρζ Χαμπάς αποχώρησαν από την Εκτελεστική Επιτροπή της ΟΑΠ και σχημάτισαν το λεγόμενο «Μέτωπο της Άρνησης» που διατήρησε τη «σκληρή γραμμή» της «συνολικής απελευθέρωσης της Παλαιστίνης» και συνεπώς της διάλυσης του κράτους του Ισραήλ. Το «Μέτωπο της Άρνησης» στηρίχτηκε από το ιρακινό μπααθικό καθεστώς. Ωστόσο, οι οργανώσεις που συμμετείχαν σε αυτό δεν παίζουν πια σημαντικό πολιτικό ρόλο λόγω της ανόδου της ισχύος των ισλαμιστών της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ στην Παλαιστίνη από τη δεκαετία του 1990 και μετά.
[5] (σ.τ.μ.) Έτσι ονομάστηκε η συμφωνία εκεχειρίας που σύναψαν η Αίγυπτος και το Ισραήλ μετά από 11 μέρες διαπραγματεύσεων στο τέλος του πολέμου του Γιόμ Κιπούρ.
[6] Ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου εκείνη την εποχή.
[7] Η ισχυρή σύζυγος του Σαντάτ.
[8] Απέναντι στην επίσημη προπαγάνδα και σε αυτή των αραβικών κομμάτων που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστικά, τα οποία πασχίζουν να διαλύσουν έντεχνα, μέσω της σύγχυσης και του ψεύδους, τον ενωτικό αγώνα του αραβικού προλεταριάτου, διεθνιστικού στην ίδια του την ουσία, προσκαλώντας το, στο όνομα της παράλογης πρωτοκαθεδρίας μιας κύριας αντίφασης έναντι μιας λεγόμενης δευτερεύουσας, να υποτάξει τα ταξικά του συμφέροντα σε αυτά του έθνους, δηλαδή των ιδιοκτήτριων τάξεων «για να δημιουργηθεί ένα κοινό μέτωπο ενάντια στον ισραηλινό εχθρό που μας απειλεί όλους», το μαχόμενο προλεταριάτο στην Αίγυπτο τους φωνάζει κατάμουτρα ότι στα μάτια του όλες οι κυρίαρχες τάξεις της περιοχής μοιάζουν και είναι το ίδιο. Τα συνθήματα που φωνάζουν οι Αιγύπτιοι εργάτες δεν αποτελούν πνευματική σύλληψη, αλλά μια αλήθεια που αντλήθηκε από τη βιωμένη εμπειρία τους στη διώρυγα, στο Σινά και στην κλωστοϋφαντουργία ΑΛ ΜΑΧΑΛΑ ΑΛ ΚΟΥΜΠΡΑ.
[9] Η εν λόγω αναφορά σε συμμάχους του προλεταριάτου δεν έχει καμία σχέση με την έννοια της «ταξικής συμμαχίας». Στο μυαλό όσων υπέγραψαν την ανακοίνωση, ο όρος αυτός αναφέρεται στο αγροτικό προλεταριάτο, στους ανέργους (που είναι ευάριθμοι) και στην επαναστατική νεολαία.
[10] (σ.τ.μ.) Για την κατανόηση των γεγονότων στα οποία αναφέρεται το κείμενο παραθέτουμε ένα μικρό χρονικό. Τον Απρίλιο του 1975, μια σειρά από αμοιβαίες δολοφονίες που κορυφώθηκαν με τη σφαγή Παλαιστινίων αμάχων από τους Φαλαγγίτες, οδήγησαν σε κανονικό εμφύλιο πόλεμο στη Βηρυτό. Τον Αύγουστο του 1975, ο Τζουμπλάτ ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος του Λιβάνου και το Λιβανέζικο Εθνικό Κίνημα (ΛΕΚ: ένας συνασπισμός 12 αριστερών κομμάτων) αμφισβήτησε ανοιχτά τη νομιμότητα της κυβέρνησης. Τον Οκτώβριο του 1975, ξέσπασε ένας νέος γύρος συγκρούσεων, ο οποίος γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα: έτσι ξεκίνησε ο Λιβανέζικος Εμφύλιος Πόλεμος. Κατά την περίοδο μεταξύ 1975 και 1976, ο Τζουμπλάτ ενήργησε ως ο κύριος ηγέτης της λιβανέζικης αντιπολίτευσης στον εμφύλιο πόλεμο και, με τη βοήθεια της ΟΑΠ, το ΛΕΚ απέκτησε γρήγορα τον έλεγχο σχεδόν του 80% του Λιβάνου. Εκείνη τη στιγμή το ΛΕΚ ήταν στα πρόθυρα μιας στρατιωτικής αποφασιστικής νίκης και του τερματισμού του εμφυλίου πολέμου. Ο Τζουμπλάτ επισκέφθηκε τον Χαφέζ αλ-Άσαντ τον Μάρτιο του 1976, κατά τη διάρκεια της οποίας του κατέστη σαφές ότι η συριακή θέση ήταν εντελώς αντίθετη από εκείνη του ΛΕΚ. Αυτό οδήγησε στο τέλος της πολιτικής σχέσης μεταξύ των δύο πολιτικών. Η Συρία παρενέβη στρατιωτικά την 1η Ιουνίου 1976, καθώς η συριακή κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι φοβόταν την κατάρρευση της χριστιανικής κυριαρχίας και την επακόλουθη ισραηλινή εισβολή με σκοπό να βοηθήσει τους χριστιανούς και να ελέγξει τη χώρα, ενισχύοντας έτσι την επιρροή του Ισραήλ στην περιοχή. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός αποδείχθηκε λανθασμένος, καθώς οι Ισραηλινοί εισέβαλαν στο νότιο Λίβανο το 1978 με το πρόσχημα της υπεράσπισης των βόρειων συνόρων τους από οποιαδήποτε πιθανή συριακή επιθετικότητα. Περίπου 40.000 Σύριοι στρατιώτες εισέβαλαν στον Λίβανο το 1976 και γρήγορα κατέστρεψαν την ευνοϊκή θέση του ΛΕΚ. Κηρύχθηκε εκεχειρία και οι μάχες σταμάτησαν προσωρινά. Κατά τη διάρκεια μιας παναραβικής διάσκεψης στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας την ίδια χρονιά, υπογράφηκε μια συμφωνία που περιελάμβανε την παρουσία μιας συριακής στρατιωτικής ειρηνευτικής δύναμης υπό την αιγίδα του Αραβικού Συνδέσμου. Ο Καμίλ Σαμούν ήταν ο χριστιανός πρόεδρος του Λιβάνου. Παρότι τα πράγματα εξελίχτηκαν στη συνέχεια εντελώς διαφορετικά από ό,τι περίμεναν οι σύντροφοι που συνυπέγραψαν αυτό το κείμενο, η ουσία των παρατηρήσεών τους για τον αντιδραστικό χαρακτήρα των μεθοδεύσεων όλων των δυνάμεων της καπιταλιστικής εξουσίας στην περιοχή επιβεβαιώθηκαν πλήρως.
[11] (σ.τ.μ.) Τόσο ο Σύριος Maroine Dib όσο και ο Ιρακινός Abdul Kader el Janaby ήταν μέλη της αραβικής σουρεαλιστικής ομάδας Désir libertaire. Αντιγράφουμε ένα απόσπασμα από το μανιφέστο που εξέδωσε το 1975: «Ο Σουρεαλισμός μας σηματοδοτεί την καταστροφή αυτού που αποκαλούν “αραβική πατρίδα”. Σε αυτόν τον κόσμο της μαζοχιστικής επιβίωσης, ο Σουρεαλισμός είναι ένας επιθετικός και ποιητικός τρόπος ζωής. Είναι η απαγορευμένη φλόγα του προλεταριάτου που αγκαλιάζει την εξεγερσιακή αυγή – επιτρέποντάς μας να ανακαλύψουμε ξανά επιτέλους την επαναστατική στιγμή: τη λάμψη των εργατικών συμβουλίων ως μια ζωή που λατρεύεται βαθιά από εκείνους που αγαπάμε», M. Dib, A.K. El Janaby, F. El Juridy, F.A. Hadi, F. Lariby, G. Younis, «Manifesto of the Arab Surrealist Movement», Arsenal: Surrealist Subversion τ. 3, Black Swan Press, 1976.
Από τους υπόλοιπους υπογράφοντες οι Eli Lobel, Moshé Machover και Lea Horowitz ήταν μέλη του Matzpen ενώ οι Avishai Ehrlich, Mikhal Marouane, Lafif Lakhdar και Dany Diner συμμετείχαν στο περιοδικό Khamsin, o Moshe Speier υπήρξε αντιεθνικιστής Ισραηλινός εβραίος του οποίου η οικογένεια επέστρεψε στη Γερμανία τη δεκαετία του ’50, ο Emir Harbi είναι ο γιος του γνωστού Αλγερινού αγωνιστή του FLN Mohamed Harbi, που διέφυγε στο Παρίσι αφού δραπέτευσε από τις φυλακές της Αλγερίας όπου είχε κλειστεί μετά το πραξικόπημα του Μπουμεντιέν και δημοσίευσε αργότερα το σημαντικό έργο (αυτο)κριτικής Le FLN, Mirage et Réalité. Ο Μουσταφά Καγιάτι υπήρξε μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς και βασικός συγγραφέας της Αθλιότητας των Φοιτητικών Κύκλων. Για τους υπόλοιπους δεν καταφέραμε να βρούμε περισσότερα στοιχεία.