Ο συγγραφέας Ζαν Μαλακέ (Jean Malaquais) (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βλαντίμιρ Μαλακί (Vladimir Malacki)) γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1908 σε μια μη θρησκευόμενη εβραϊκή οικογένεια. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών έφυγε από την Πολωνία για την Παλαιστίνη και τελικά κατέληξε στη Γαλλία μέσω Μασσαλίας, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Ρουμανία και την Αίγυπτο. Δούλεψε ως λαντζέρης, μηχανικός, φορτοεκφορτωτής, ακόμη και ως μεταλλωρύχος στα ορυχεία της Προβηγκίας. Όντας κι αυτός απόκληρος και άπατρις εργάτης, μετέφερε τη δεινή εμπειρία της εργασίας και της ζωής των μεταναστών εργατών στα ορυχεία στο πρώτο εκδοθέν μυθιστόρημά του με τίτλο Οι Ιαβανέζοι (Les Javanais), το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Le Peuple της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας CGT το 1939.[1]
Όπως έγραφε στο ημερολόγιό του λίγα χρόνια αργότερα, δεν θα γινόταν ποτέ «άνθρωπος των γραμμάτων» – θα παρέμενε ένας εργάτης που δουλεύει τις λέξεις ως υλικό για να δώσει μορφή στην εμπειρία του: «Η ζωή ενός ανθρώπου, ειπωμένη σε πρώτο πρόσωπο, δεν μπορεί να εκφραστεί. Δεν έχουμε ούτε την απόσταση ούτε την αποσύνδεση που είναι απαραίτητη. Στη μυθοπλασία, στην ποίηση, σπανιότερα στο δοκίμιο, είναι που η γραφή το πετυχαίνει αυτό καλύτερα, επειδή γίνεται εν αγνοία της. Ο συγγραφέας μιλάει για τον εαυτό του μόνο όταν μιλάει για κάτι άλλο». Όπως συμπλήρωνε σε μια επιστολή του προς τον Νόρμαν Μέιλερ, «καθώς αφηγείσαι μια ιστορία ανθρώπων που κάτι τους τρώει, που τρώνε, πίνουν και κάνουν βόλτες», επιτρέπεις σε αυτούς τους ανθρώπους να φανερώσουν την ιδιαίτερη ιστορία τους. «Όσο πιο γρήγορα σταματήσετε να τρώγεστε με τον εαυτό σας, τόσο πιο γρήγορα θα καταλάβετε τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο δίπλα σας να τρώγεται».
Ο Μαλακέ ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες ήδη από παιδί, καθώς η μητέρα του ήταν ενεργό μέλος της εβραϊκής σοσιαλιστικής οργάνωσης Μπουντ (Πολωνική Γενική Ένωση των Εβραίων Εργατών). Φεύγοντας από την Πολωνία για την Παλαιστίνη εγκατέλειψε τη μικροαστική ζωή του και τις σπουδές του στην Πολωνία, εξεγειρόμενος τόσο απέναντι στον πατέρα του, που ήταν δάσκαλος Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών, όσο και απέναντι στη μητέρα του, δεδομένου ότι μια από τις βασικές θέσεις της Μπουντ ήταν η εναντίωση στον Σιωνισμό και τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Όπως έλεγαν «όπου ζουν Εβραίοι, αυτή είναι η χώρα τους». Φτάνοντας το 1926 στο Παρίσι είχε ήδη ασπαστεί τον μαρξισμό.
Η απέχθειά του προς τον σταλινισμό και προς την εθνικιστική και ξενοφοβική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη Γαλλία τον έφερε κοντά στον, επίσης Εβραίο, αντισταλινικό κομμουνιστή Μαρκ Σιρίκ, ο οποίος προερχόταν από τη Μολδαβία και έκανε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια στενή φιλία. Ο Σιρίκ, που είχε διαγραφεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας λόγω της κριτικής που είχε ασκήσει στον κρατικό καπιταλισμό της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν ενεργά αναμεμειγμένος στην επαναστατική πολιτική και επηρέασε βαθιά τον Μαλακέ. Έτσι, ο τελευταίος προσέγγισε αρχικά την τροτσκιστική οργάνωση Ligue Communiste (Κομμουνιστική Λίγκα) χωρίς ποτέ να προσχωρήσει σε αυτήν και λίγα χρόνια μετά, το 1933, ήρθε σε επαφή με επαναστατικές ομάδες στα αριστερά του τροτσκισμού, την Union Communiste (Κομμουνιστική Ένωση) και τους Ιταλούς μπορντιγκιστές γύρω από τα έντυπα Prometeo και Bilan, που ήταν εμιγκρέδες στη Γαλλία και το Βέλγιο.[2]
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Μαλακέ είχε αρχίσει να στέλνει διηγήματα προς δημοσίευση σε γαλλικά περιοδικά, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Για να βγάλει όμως τα προς το ζην έκανε όλων των ειδών τις δουλειές, μεταξύ των οποίων και αυτή του φορτοεκφορτωτή στα κρεοπωλεία της κεντρικής αγοράς του Παρισιού Λε Αλ, μένοντας ταυτόχρονα από δω και από κει. Καταβροχθίζοντας λογοτεχνία στη βιβλιοθήκη της Σεν Ζενεβιέβ, ένα βράδυ του 1935 έπεσε τυχαία πάνω σε μια φράση του Αντρέ Ζιντ από ένα απόσπασμα του ημερολογίου του, όπου ο Γάλλος συγγραφέας έγραφε ότι η εμπειρία του να κερδίζει τα προς το ζην πιθανόν να εμπλούτιζε τη γραφή του, εξιδανικεύοντας ρομαντικά τη μισθωτή εργασία. Ο Μαλακέ του έστειλε μια οργισμένη επιστολή στην οποία του περιέγραφε τις συνθήκες διαβίωσης όσων δεν έχουν κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους και ζουν καθημερινά στην εξαθλίωση. Ο Ζιντ του απάντησε με μια επιστολή που απευθυνόταν στην poste restante του ταχυδρομείου της οδού Κουζά, καθώς ο Μαλακέ δεν είχε μόνιμη διεύθυνση, στέλνοντάς του και μια ταχυδρομική επιταγή 100 φράγκων. Διπλά εξοργισμένος και ταπεινωμένος, ο Μαλακέ επέστρεψε ταχυδρομικώς την επιταγή σκισμένη σε κομμάτια. Τελικώς οι δύο άντρες συναντήθηκαν και αναπτύχθηκε μεταξύ τους βαθιά φιλία που κράτησε μέχρι τον θάνατο του Ζιντ. Η βοήθεια του Ζιντ στον Μαλακέ δεν περιορίστηκε στο λογοτεχνικό επίπεδο, του έδωσε ακόμα και χρήματα για να νοικιάσει σπίτι στην επαρχία ώστε να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του Οι Ιαβανέζοι. Μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος σε συνέχειες στην εφημερίδα της CGT, ο Μαλακέ το πρότεινε αρχικά στον εκδοτικό οίκο Gallimard, ο οποίος το απέρριψε. Το βιβλίο τελικά εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο του Ρομπέρ Ντενοέλ, που ήταν επίσης εκδότης του Σελίν, τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.
Το εν λόγω κοινωνικό μυθιστόρημα εξυμνήθηκε από τον Τρότσκι που έγραψε για τον Μαλακέ ότι είναι «ένας νέος μεγάλος συγγραφέας… το όνομα του οποίου πρέπει να θυμόμαστε». Ο Τρότσκι επαίνεσε τον Μαλακέ ως έναν προικισμένο μυθιστοριογράφο, του οποίου η συναρπαστική παρουσίαση των δεινών των μεταλλωρύχων απέφυγε τόσο την αγοραία προπαγάνδα όσο και τη φλυαρία. Ο Μαλακέ δεν ήταν ένας προπαγανδιστής ή ένας ευτελής ρομαντικός· ήταν ένας κορυφαίος λογοτέχνης, του οποίου το μυθιστόρημα αποτύπωνε έξοχα την αναταραχή της εποχής με τη γλώσσα του ποιητή. «[Ο] συνδυασμός του προσωπικού, ανυπότακτου λυρισμού και της βίαιης επικής ποίησης», έγραφε ο Τρότσκι, «που ανήκει στην εποχή του, δημιουργεί ίσως τη γοητεία του μυθιστορήματος».[3]
Τον Ιούλιο του 1936 όταν ξέσπασε η επανάσταση και ο εμφύλιος πόλεμος, ο Μαλακέ έφυγε για την Ισπανία όπου ήρθε σε επαφή με το Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας (Partido Obrero de Unificación Marxista – POUM), και συγκεκριμένα με τη Διεθνή Ταξιαρχία Λένιν, της οποίας ηγούνταν Ιταλοί μπορντιγκιστές όπως ο Ενρίκο Ρούσο (Enrico Russo). Ο Μαλακέ απομακρύνθηκε από το POUM όταν αυτό κάλεσε σε ενότητα των «δημοκρατικών δυνάμεων» εναντίον του Φράνκο, καθώς θεώρησε αυτή την κίνηση ως το τέλος της επανάστασης. Στην Ισπανία συνάντησε τον Κουρτ Λαντάου, έναν τροτσκιστή που σύντομα δολοφονήθηκε από την Γκεπεού, τον Αντρές Νιν που επίσης δολοφονήθηκε, καθώς και άλλους αγωνιστές. Είχε την ατυχία να πέσει πάνω στον Ίλια Έρενμπουργκ, έναν σταλινικό συγγραφέα που είχε προαχθεί σε στρατιωτικό διοικητή. Παραλίγο να εκτελεστεί ως «πράκτορας των φασιστών» από τους σταλινικούς, κατάφερε όμως να επιστρέψει στη Γαλλία τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Εκείνη την περίοδο ανέπτυξε στενή σχέση με τον Βίκτορ Σερζ που είχε καταφέρει να διαφύγει από τη σταλινική Ρωσία μετά από φυλακίσεις και εκτοπισμούς.
Αν και άπατρις, ο Ζαν Μαλακέ επιστρατεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1939 όταν η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στη ναζιστική Γερμανία. Κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «ψεύτικου πολέμου», που ονομάστηκε έτσι λόγω της περιορισμένης κλίμακας των εχθροπραξιών, και καθώς περνούσαν οι μέρες με εξαντλητική χειρωνακτική εργασία στο 620ο Σύνταγμα Σκαπανέων, ο συγγραφέας γέμιζε τα σημειωματάριά του με τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις του, χρησιμοποιώντας ένα σαρκαστικό, επαναστατικό και εικονοκλαστικό ύφος. Τα αισθήματά του ως διεθνιστή επαναστάτη, αλλεργικού στην ιδέα της πατρίδας, αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του Ημερολόγιο πολέμου (Journal de guerre) που εκδόθηκε το 1943 στις ΗΠΑ. Το εν λόγω βιβλίο, που ήταν μια σκληρή κριτική της γαλλικής κοινωνίας, εκδόθηκε στη Γαλλία μόλις το 1997.
Ο Μαλακέ φυλακίστηκε το 1940 σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, απ’ όπου κατάφερε να δραπετεύσει και να φτάσει στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου του 1940. Ο Μαλακέ διέτρεχε τριπλό κίνδυνο: ήταν άπατρις, Εβραίος και κομμουνιστής. Πέντε μήνες αργότερα, όταν εκδόθηκαν τα πρώτα διατάγματα κατά των Εβραίων, αναγκάστηκε να διαφύγει και πάλι μαζί με τη συντρόφισσά του Ρωσίδα ζωγράφο Γκαλί Γιούρκεβιτς. Αρχικά μετέβησαν στη Μπανόν και λίγο αργότερα στη Μασσαλία που ακόμη δεν ήταν υπό γερμανική κατοχή, όπου διέμειναν μεταξύ 1941 και 1942.[4] Στη Μασσαλία συναντήθηκε με άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες που προσπαθούσαν να διαφύγουν από τον ναζισμό, καθώς και με παλιούς και νέους συντρόφους. Ανάμεσά τους ήταν ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μπενζαμέν Περέ, ο Βίκτορ Σερζ, ο Μαξ Ερνστ, ο Μαρσέλ Ντισάν και ο Μαρκ Σιρίκ. Με τους πρώτους συναντήθηκε στη Βίλα Ερ-Μπελ (που την αποκαλούσαν Βίλα της Ελπίδας-για-Βίζα). Εκεί ήταν η βάση της Επιτροπής Διάσωσης Έκτακτης Ανάγκης (ERC) που είχε συγκροτήσει ο Βάριαν Φράι (Varian Fry) όταν έφτασε στη Μασσαλία στα μέσα Αυγούστου του 1940. Η συγκεκριμένη Επιτροπή βοήθησε χιλιάδες ανθρώπους να διαφύγουν προς την Αμερική για να γλιτώσουν από την Γκεστάπο και τους μπάτσους του καθεστώτος του Βισύ.[5] Ο Μαλακέ επιβίωσε κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Εργάστηκε στη συνεργατική Croquefruit την οποία διηύθυναν τροτσκιστές –όπως ο Συλβέν Ιτκίν[6]– και στην οποία εργάζονταν όλες οι κατηγορίες διωκόμενων: απάτριδες, Εβραίοι, τροτσκιστές και διεθνιστές κομμουνιστές. Μαζί με τον φίλο του Μαρκ Σιρίκ κατήγγειλαν τις συνθήκες εκμετάλλευσης εντός της συνεργατικής, καταφέρνοντας να βελτιώσουν τους μισθούς. Επίσης, η ομάδα των διεθνιστών κομμουνιστών που δημιουργήθηκε ανέπτυξε δραστηριότητες προπαγάνδας ενάντια στο καθεστώς του Βισύ και τον διωγμό των Εβραίων και των αριστερών και βοήθησε στη φυγάδευση των προσφύγων. Ο Μαλακέ απαθανάτισε αυτή την ιστορία στο έργο του Πλανήτης δίχως βίζα (Planète sans visa), ένα αριστούργημα που εκδόθηκε το 1947. Σε αυτό το μυθιστόρημα, η πόλη της Μασσαλίας βρίσκεται στο επίκεντρο και δεν αποτελεί απλώς ένα τυχαίο σκηνικό. Μνημονεύονται όλοι όσοι συντρόφευσαν τον συγγραφέα εκείνη την περίοδο. Ταυτόχρονα απεικονίζονται, χωρίς όμως να γίνονται ποτέ καρικατούρες, οι τραμπούκοι του καθεστώτος του Βισύ που καταδίωκαν τον ίδιο και τους συντρόφους του. Ο ίδιος κατάφερε να σαλπάρει για τη Βενεζουέλα μέσω Ισπανίας μαζί με την Γκαλί τον Οκτώβριο του 1942, χάρη στη βίζα για το Μεξικό που του εξασφάλισε η παρέμβαση του φίλου του Αντρέ Ζιντ. Όντας άφραγκος, βρήκε κατά τύχη βοήθεια από μια πλούσια οικογένεια καθολικών φιλανθρώπων, τους Σλούμμπεργκερ, οι οποίοι συνεισέφεραν ανώνυμα σε ένα ταμείο για τη στήριξη των αντι-φρανκικών Ισπανών προσφύγων, ενώ είχαν φροντίσει και για τη χήρα του Τρότσκι που ήταν άπορη. Ο Μαλακέ με την Γκαλί αναχώρησαν από το Καράκας για το Μεξικό.
Το 1943 βρέθηκε στην Πόλη του Μεξικού μαζί με τους Βίκτορ Σερζ, Αντρέ Μπρετόν, Μπενζαμέν Περέ, Μαρσώ Πιβέρ και Μουνίς. Κατήγγειλε με σφοδρότητα τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και από τις δύο πλευρές. Γνώρισε το ζεύγος Άλις και Όττο Ρύλε πριν από την αυτοκτονία τους και υποστήριξε τον Γερμανό συγγραφέα Γκούσταβ Ρέγκλερ, ο οποίος κατηγορήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα του Μεξικού –όπως και οι Μουνίς, Σερζ και Γκόρκιν– ότι ανήκε στην «πέμπτη φασιστική φάλαγγα». Έδωσε διαλέξεις στο Γαλλικό Λατινοαμερικανικό Ινστιτούτο (IFAL) στην Πόλη του Μεξικού, όπου ο Μαρσώ Πιβέρ, φίλος του στην εξορία, ήταν γενικός γραμματέας.[7] Όπως και ο Μπενζαμέν Περέ, έγραφε για την υπερρεαλιστική επιθεώρηση El hijo prodigo (Ο άσωτος υιός) του Οκτάβιο Παζ. Ωστόσο, ο Ζαν Μαλακέ δέχθηκε επιθέσεις από τον Μπενζαμέν Περέ και, κυρίως, από τον Βίκτορ Σερζ. Η φίλια του με τον τελευταίο διαρρήχθηκε.[8]
Ο Μαλακέ προσπάθησε να φτάσει στη Νέα Υόρκη όπου εκδόθηκε το Ημερολόγιο πολέμου του. Ο Αμερικανός υποπρόξενος στην Πόλη του Μεξικού, μεγάλος λάτρης της τέχνης, φρόντισε να φτάσει στις ΗΠΑ και τη Νέα Υόρκη το 1946, αν και οι αιτήσεις του για βίζα απορρίπτονταν. Τότε ξεκίνησε η μακρά φιλία και συνεργασία του με τον Αμερικανό συγγραφέα Νόρμαν Μέιλερ, του οποίου το μυθιστόρημα Οι γυμνοί και οι νεκροί μετέφρασε στα γαλλικά.
Το 1947, επιστρέφοντας στο Παρίσι, εντάχθηκε στην αριστερή κομμουνιστική ομάδα γύρω από το περιοδικό Internationalisme, με επικεφαλής τον Μαρκ Σιρίκ, μια ομάδα πολιτικής συζήτησης στην οποία συμμετείχαν για ένα διάστημα ο Μαξιμιλιάν Ρουμπέλ και ο Σερζ Μπρισιανέρ. Επέστρεψε στις ΗΠΑ στα τέλη του 1947 και δίδαξε εκεί ευρωπαϊκή λογοτεχνία μέχρι το 1968 ως επισκέπτης καθηγητής σε διάφορα ιδρύματα, χωρίς να έχει μόνιμη θέση σε κάποιο πανεπιστήμιο. Αν και δήλωνε με περηφάνια ότι ήταν άπατρις, του δόθηκε η αμερικανική υπηκοότητα, αλλά διατήρησε το ψευδώνυμό του. Στις ΗΠΑ συνδέθηκε φιλικά με τον θεωρητικό του συμβουλιακού κομμουνισμού Πάουλ Μάτικ, τη Ράγια Ντουναγιεφσκάγια της ομάδας News and Letters και τον Γερμανό φιλόσοφο Χέρμπερτ Μαρκούζε. Αν και δεν ήταν μέλος κάποιας οργάνωσης, συνέχισε να είναι ανεξάρτητος ελευθεριακός κομμουνιστής και παρέμεινε σε επαφή με ευρωπαίους συμβουλιακούς κομμουνιστές, όπως ο Μαξιμιλιάν Ρουμπέλ στη Γαλλία και οι Άντον Πάνεκουκ και Χενκ Κάνε-Μέγιερ στην Ολλανδία.
Όταν βρισκόταν στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1960, συμμετείχε στις συναντήσεις της ομάδας του Μαξιμιλιάν Ρουμπέλ που εξέδιδε τα Τετράδια για τον σοσιαλισμό των συμβουλίων (Cahiers pour le socialisme des conseils). Επιστρέφοντας μετά από διετή διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο Monash στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, το 1967-1968, βρέθηκε στη δίνη των γεγονότων του Μάη του 1968 στο Παρίσι, τα οποία τον συνεπήραν. Όπως ήταν φυσικό, συμμετείχε σε συζητήσεις με ομάδες συμβουλιακών και αντιεξουσιαστών κομμουνιστών. Επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1969, αφού όμως είχε πρώτα την ευκαιρία να συναντήσει στη Γαλλία όλες τις αντιεξουσιαστικές ομάδες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Ζαν Μαλακέ μετακόμισε στη Γενεύη μαζί με την τρίτη σύζυγό του, Ελιζαμπέτ. Διατηρούσε επαφές με το Παρίσι και ταξίδευε εκεί για να προκαλεί τις βεβαιότητες των μικρών «υπεραριστερών» ομάδων, των οποίων τις θέσεις υιοθετούσε – αν όχι όλες, τουλάχιστον τη βαθιά απόρριψη του μύθου της σοσιαλιστικής Ρωσίας και κάθε μορφής κράτους. Χωρίς να ανήκει σε κάποια ομάδα, ο Ζαν Μαλακέ παρέμεινε σημείο αναφοράς για το ρεύμα της «υπεραριστεράς».
Μεταξύ του 1996 και του 1998, μετά από 50 χρόνια αδιαφορίας για το έργο του από τη γαλλική εκδοτική βιομηχανία, ορισμένα από τα βιβλία του επανεκδόθηκαν, αποτελώντας τεκμήριο της αντίστασης ενός μέτοικου αλλεργικού σε κάθε μορφή πατριωτισμού επί σχεδόν έναν αιώνα. Ο Ζαν Μαλακέ πέθανε στη Γενεύη στις 22 Δεκεμβρίου του 1998, αφού ολοκλήρωσε την επεξεργασία της νέας έκδοσης του αριστουργήματός του Πλανήτης δίχως βίζα.
Στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας επιλέξαμε να συμπεριλάβουμε ορισμένα από τα σημαντικότερα για εμάς διηγήματα και κείμενα του Ζαν Μαλακέ που γράφτηκαν μεταξύ 1936 και 1947. Το πρώτο εξ αυτών με τίτλο «Μαριάνκα» (Marianka) δημοσιεύτηκε στις 15 Ιουλίου του 1936 στο περιοδικό Europe. Πρόκειται για ένα διήγημα στο οποίο εξιστορείται ένα πογκρόμ που εξαπέλυσαν οι δυνάμεις του εθνικιστή Ουκρανού Πετλιούρα σε ένα χωριουδάκι της Ουκρανίας, από τη σκοπιά του μοναδικού επιζήσαντα Γερμανοεβραίου εφήβου. Το δεύτερο διήγημα δημοσιεύτηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1937 στην εβδομαδιαία λογοτεχνική και πολιτική εφημερίδα Vendredi και έχει τίτλο «Το ρολόι» (La Montre). Το διήγημα αυτό φαίνεται να είναι εμπνευσμένο από τη ζωή και τα ταξίδια του συγγραφέα καθώς διαδραματίζεται διαδοχικά σε ένα ορυχείο μολύβδου, στην πόλη της Μασσαλίας και στο Αλγέρι. Το επόμενο διήγημα έχει τίτλο «Ποιος σκότωσε τον Μιμίκ;» (Tu as tué Mimiq!) και δημοσιεύτηκε στις 5 Αυγούστου του 1939 στο λογοτεχνικό περιοδικό Les Nouvelles littéraires. Έχει πιο ανάλαφρη θεματολογία καθώς αφηγείται με παιγνιώδη τρόπο την κατάληξη του αγαπημένου παπαγάλου του θείου Χάχα, που πνίγεται καταπίνοντας από τη λαιμαργία του μια παραμάνα, γιατί ο ανιψιός του Σεζάρ καθυστερεί να φέρει βοήθεια. Όπως γράφει το παράθεμα στην αρχή του διηγήματος: «Εάν ο Σεζάρ ήταν ένας λιγότερο δημοφιλής νέος, αυτή η οδυνηρή ιστορία δεν θα χρειαζόταν να ειπωθεί». Μετά τα διηγήματα παρεμβάλλονται αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ζαν Μαλακέ («Αποσπάσματα από ένα ημερολόγιο») (Excerpts from a Journal), τα οποία γράφτηκαν μεταξύ 1940 και 1942 αλλά δημοσιεύτηκαν στις 17 και τις 24 Μαΐου του 1947 στην εφημερίδα New Leader της Νέας Υόρκης. Το επόμενο κείμενο αυτής της έκδοσης είναι το ποίημα Πόλεις (Villes), που γράφτηκε ανάμεσα στο φθινόπωρο του 1943 και τον χειμώνα του 1944 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hémisphères, τ. 2-3 (Φθινόπωρο 1943/Χειμώνας 1944). Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ποίημα για τις πόλεις της Ευρώπης μέσα στον πόλεμο. Το έκτο κείμενο του βιβλίου έχει δημοσιευτεί και παλιότερα στα ελληνικά, πριν από 40 χρόνια, στο περιοδικό Πεζοδρόμιο τ. 12 και έχει τίτλο «Λουί Αραγκόν ή ο Επαγγελματίας Πατριώτης». Το κείμενο αυτό γράφτηκε στις 7 Μαρτίου του 1945 στην Πόλη του Μεξικού και πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά τον Αύγουστο του 1945 στο περιοδικό Politics που εξέδιδε ο Αμερικανός ελευθεριακός σοσιαλιστής Ντουάιτ ΜακΝτόναλντ. Πρόκειται για ένα κείμενο αμείλικτης κριτικής στον αριστερό εθνικισμό όπως εκφράστηκε από τους σταλινικούς και, ιδιαίτερα, από τον υποστηρικτή του ΚΚΓ Λουί Αραγκόν. Ο Μαλακέ γράφει αυτό το κείμενο εκτός των άλλων για να υπερασπιστεί τον φίλο και μέντορά του Αντρέ Ζιντ, ο οποίος είχε δεχτεί συκοφαντική επίθεση από τον Αραγκόν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως επισημαίνει ο Μαλακέ, αυτό που είναι ιδιαίτερα απεχθές με άτομα σαν τον Αραγκόν είναι ότι «όλα όσα είχε κάποτε αγαπήσει τα έχει πλέον ατιμάσει». Το έβδομο και τελευταίο κείμενο του Μαλακέ που περιλαμβάνεται σε αυτό το βιβλίο, με τίτλο «Ο επιθεωρητής», είναι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Πλανήτης δίχως βίζα, το οποίο δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1947 στο αμερικανικό περιοδικό Commentary στα πλαίσια της προώθησης της έκδοσης ολόκληρου του βιβλίου στα αγγλικά το 1948. Το κεφάλαιο αυτό είχε δημοσιευτεί στα γαλλικά το φθινόπωρο του 1946 στο μεξικανικό περιοδικό Terres Latines.
Η έκδοση ολοκληρώνεται με την ενσωμάτωση του κειμένου της Έμιλι Μπίκερτον «Πλανήτης Μαλακέ» ως επίμετρο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Left Review, στο τεύχος II-84, Νοέμβριος/Δεκέμβριος 2013. Το κείμενο αυτό αποτελεί βιβλιοκριτική της βιογραφίας του Μαλακέ που έγραψε η Ζενεβιέβ Νακάς και η οποία δημοσιεύτηκε το 2011 με τίτλο Malaquais rebelle (Ο επαναστάτης Μαλακέ). Παρότι πρόκειται περί βιβλιοκριτικής, έχει την αξία αυτοτελούς κειμένου παρουσίασης του έργου και της ζωής του Μαλακέ, με μια ιδιαίτερα διεισδυτική ματιά. Όλα τα κείμενα μεταφράστηκαν από τα μέλη της Αντίθεσης.
Θα κλείσουμε αυτό το εισαγωγικό σημείωμα με μια φράση από το κείμενο της Μπίκερτον που θεωρούμε ότι συμπυκνώνει το περιεχόμενο του έργου του Ζαν Μαλακέ: «Ο Μαλακέ έγραψε για να αναδείξει όλες τις δυνατότητες και τις ελπίδες που περιέχονται στη ζωή και το μυαλό των ανθρώπων».
Αντίθεση, 5 Ιουνίου 2023
Σημειώσεις
[1]. Έμιλι Μπίκερτον, «Πλανήτης Μαλακέ», New Left Review II-84, Νοε-Δεκ 2013. Περιλαμβάνεται στην παρούσα έκδοση.
[2]. Philippe Bourrinet, «MALAQUAIS Jean [MALACKI Vladimir dit]», Le Maitron. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://maitron.fr/spip.php?article89270 (ανακτήθηκε στις 4/6/2023).
[3]. L. Trotsky, «A Great New Writer», Fourth International τ. ΙΙ, ν. 1, Φεβρουάριος 1941.
[4]. Geneviève Nakach, «Jean Malaquais (1908-1998)», Nuit blanche ν. 116, 2009.
[5]. Στην πραγματικότητα, ο Βάριαν Φράι αψήφησε τις εντολές της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Μασσαλία Φούλερτον τον προέτρεψε να επιστρέψει στις ΗΠΑ μόλις έναν μήνα μετά την άφιξή του. Βρήκε μόνο στήριξη από τον υποπρόξενο Χίραμ Μπίνγκαμ που ανακλήθηκε στις ΗΠΑ τον Μάιο του 1941. Ομοίως, όταν επισκέφθηκε το Βισύ για να δημοσιοποιήσει την έκθεση του Μπενεντίτ για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη νότια Γαλλία, ο Φράι, όπως ήταν αναμενόμενο, έτυχε της απόρριψης του γαλλικού Υπουργείου Εσωτερικών, καθώς και των ξένων πρεσβειών. Τελικά, η απέλασή του από τη Γαλλία εγκρίθηκε από το ίδιο το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Το φθινόπωρο του 1940, ο υφυπουργός Μετανάστευσης και Προσφύγων, Μπρέκινριτζ Λονγκ, έπεισε τον Ρούσβελτ ότι η είσοδος προσφύγων από την Ευρώπη θα έφερνε στις Ηνωμένες Πολιτείες «πεμπτοφαλαγγίτες» ή κομμουνιστές. Έτσι, η διαφυγή των προσφύγων εμποδίστηκε, με μόνη εξαίρεση τη διαφυγή γνωστών προσωπικοτήτων. Από την πλευρά του ο Φράι ήθελε να σώσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, όχι μόνο διάσημους. Προσπάθησε να απεγκλωβιστεί από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και να αναπτύξει άλλα δίκτυα σχέσεων που θα έδιναν οικονομική και τεχνική υποστήριξη, όπως η οργάνωση αρωγής προσφύγων HICEM (οργάνωση αρωγής της εβραϊκής μετανάστευσης) και η YMCA (Young Men’s Christian Association). Τον Ιούνιο του 1941, η μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ αυστηροποιήθηκε περαιτέρω, με τον Ρούσβελτ να δίνει την αρμοδιότητα εξ ολοκλήρου στον γραφειοκρατικό μηχανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών. Έκτοτε, η ηγεσία της Επιτροπής Διάσωσης Έκτακτης Ανάγκης (ERC) θεωρούσε ότι ο Φράι «είχε αντικαταστήσει την ουδέτερη ανθρωπιστική ρητορική με μια επικίνδυνη μαχητικότητα πολύ κοντά στον σοσιαλισμό και είχε αναπτύξει παράνομες δραστηριότητες σε μια περίοδο διεθνούς κρίσης». Σε ένα εχθρικό περιβάλλον χωρίς υποστήριξη, η απομάκρυνση του Φράι ήταν αναπόφευκτη. Στις 31 Ιουλίου 1941, η γαλλική αστυνομία τον ανακήρυξε καταζητούμενο. Στις 29 Αυγούστου κλήθηκε στη Νομαρχία, όπου έμαθε ότι επρόκειτο να απελαθεί από τη Γαλλία. Ο Βάριαν Φράι επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Οκτώβριο του 1941 και ξεκίνησε μια περιοδεία διαλέξεων, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, κατά την οποία κατήγγειλε τις μεταναστευτικές πολιτικές. Ακολουθώντας τη συμβουλή του Βίκτορ Σερζ, προσπάθησε να κινητοποιήσει την αμερικανική κοινή γνώμη υπέρ των προσφύγων και επιτέθηκε μέσω του αριστερού Τύπου στην πολιτική του Υπουργείου Εξωτερικών. Έγραψε άρθρα για το New Leader και τη New Republic, προειδοποιώντας το κοινό για την κατάσταση στην Ευρώπη και ιδίως για τη σφαγή των Εβραίων, που είχε εγκαταλείψει η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Βλ. Charles Jacquier, «Varian Fry, ou une lueur vive dans la nuit», Agone, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://agone.org/aujourlejour/varian-fry-ou-une-lueur-vive-dans-la-nuit-i (ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου του 2023).
[6]. Γάλλος ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης εβραϊκής καταγωγής.
[7]. Ο Μαρσώ Πιβέρ (Marceau Pivert) ήταν Γάλλος σοσιαλιστής και ηγείτο της αριστερής πτέρυγας («Επαναστατική Αριστερά») του σοσιαλιστικού κόμματος του Λεόν Μπλουμ.
[8]. Σύμφωνα με το άρθρο του Mitchell Abidor, «World With No Escape», στο διαδικτυακό περιοδικό Jewish Currents που δημοσιεύτηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 2022, η σύγκρουση μεταξύ του Σερζ και του Μαλακέ αφορούσε το γεγονός ότι ο πρώτος θεωρούσε ξοφλημένη την προοπτική της επανάστασης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και υποστήριζε τη δημιουργία μετώπου με αστικές δημοκρατικές δυνάμεις. Αντιγράφουμε ένα διαφωτιστικό απόσπασμα: «[Οι] σύντροφοι του Σερζ αισθάνονταν ότι, ανεξάρτητα από τα επιτεύγματά του στο παρελθόν, ανεξάρτητα από τα δεινά που υπέφερε υπό τον Στάλιν, και ανεξάρτητα από την οξυδέρκεια και το θάρρος του, η κατάστασή του διέφερε ελάχιστα από τη δική τους. Και αυτοί, επίσης, είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, είχαν φυλακιστεί και είχαν υποστεί βασανιστήρια· τι έδινε στον Σερζ το δικαίωμα να τους επιβάλλεται; Λόγω της τάσης του να ηγεμονεύει και να υποτιμά τους άλλους, τον αποκαλούσαν πίσω από την πλάτη του “Ο Πάπας”. Η σύγκρουση κορυφώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1944, σε μια συνεδρίαση της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Επιτροπής των εξόριστων, όταν ο Πολωνοεβραίος συγγραφέας και ακροαριστερός ακτιβιστής Ζαν Μαλακέ σηκώθηκε και εξέφρασε τη γνώμη του για την πολιτική γραμμή του Σερζ. “Μου φαίνεται”, είπε, “ότι ο Βίκτορ εναποθέτει τις ελπίδες του στους Άγγλους Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους”. Ο Σερζ απάντησε φωνάζοντας: “Σπάνια συναντά κανείς ανεντιμότητα σαν τη δική σου”. Όταν η συνάντηση διακόπηκε και οι δύο άντρες βγήκαν στον δρόμο, ο Μαλακέ οργισμένος απάντησε: “Με κατηγορείς για σπάνια ανεντιμότητα, ενώ εσύ, στις σχέσεις σου με τους συντρόφους…” Πριν προλάβει να τελειώσει, ο Σερζ άρπαξε τον Μαλακέ από το πέτο. Η διαμάχη από εκεί και έπειτα οξύνθηκε, ώσπου ο Σερζ άρπαξε τη σύζυγο του Μαλακέ, Γκαλί, η οποία επίσης είχε συμμετάσχει στη συνάντηση, και φώναξε: “Αν δεν ήσουν γυναίκα, θα σε χαστούκιζα”.
Ενώ ο Σερζ θα μπορούσε να συγχωρεθεί για την ανάρμοστη συμπεριφορά του εφόσον δέχτηκε πρόκληση, είναι πιο δύσκολο να δικαιολογήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε τις εβδομάδες που ακολούθησαν. Μετά από την επιστολή που έστειλε ο Μαλακέ την επόμενη μέρα στην οποία κατηγορούσε τον Σερζ ότι “έχει γίνει δεξιός ρεφορμιστής”, ο Σερζ ζήτησε από τη Διεθνή Σοσιαλιστική Επιτροπή να του επιβληθούν κυρώσεις. Στα μέσα Νοεμβρίου ο Σερζ έγραψε μια επιστολή προς την ηγεσία της ομάδας των εμιγκρέδων υποστηρίζοντας ότι “ο Μαλακέ δεν ανήκει σε καμία σοσιαλιστική οργάνωση και δεν έχει καμία σοβαρή δραστηριότητα” και, το πιο καταδικαστέο απ’ όλα, ότι “είναι εβραίος πρόσφυγας και όχι πολιτικός πρόσφυγας”. Μια αριστερή ομάδα, υπονοεί ο Σερζ, δεν έχει κανένα λόγο να πάρει στα σοβαρά κάποιον που εκδιώχθηκε από το σπίτι του μόνο και μόνο επειδή είναι Εβραίος. Κατόπιν αιτήματος του Σερζ, συστάθηκε μια επιτροπή για να διαμεσολαβήσει στη διαμάχη· όταν αυτή δεν κατέληξε στην καταδίκη του Μαλακέ, ο Σερζ παραιτήθηκε από την οργάνωση, αλλά όχι πριν στείλει μια επιστολή στην οποία την κατηγορούσε ότι “συνεχίζει τις διαλυτικές συνήθειες της Κομιντέρν” – δηλαδή του σταλινισμού. (Σκληρή κατηγορία για να την απευθύνει κανείς σε ανθρώπους των οποίων οι ζωές είχαν απειληθεί από σταλινικούς, όπως ακριβώς και η ζωή του Σερζ)».
Μια σκέψη για “Προλογικό Σημείωμα στην έκδοση Ζαν Μαλακέ, Κείμενα και Διηγήματα”