Προλεγόμενα στο «σύστημα κρατών»
Ραφαέλε Σιορτίνο, Ρομπέρ Φερό
Μετάφραση: Αντίθεση [*]
Εισαγωγή
Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Καρλ Μαρξ σκόπευε να αφιερώσει έναν τόμο στο κράτος, στο αρχικό σχέδιο του Κεφαλαίου — τόμο για τον οποίο δεν έγραψε καν προσχέδιο. Μετά τον Μαρξ, αρκετοί μελετητές τόνισαν την ατέλεια της μαρξικής θεωρίας σε αυτό το σημείο. Και ενώ κανείς δεν ανέλαβε ρητά να ολοκληρώσει το αρχικό μαρξικό σχέδιο σχετικά με το κράτος, ορισμένοι επιχείρησαν εν μέρει να καλύψουν αυτό το κενό. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη, το κείμενο αυτό υποστηρίζει ότι το κράτος ως τέτοιο δεν παρουσιάζει ανυπέρβλητες δυσκολίες για τη μαρξιστική θεωρία και ότι το μαρξικό εννοιολογικό οπλοστάσιο επαρκεί για την αναλυτική διερεύνησή του. Οι θεωρητικές περιπλοκές εμφανίζονται κυρίως στη μετάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η οποία στο μαρξικό έργο συμπίπτει με τη μετάβαση από την έννοια του «κεφαλαίου γενικά» στην πολλαπλότητα των ανταγωνιζόμενων επιμέρους κεφαλαίων. Ακολουθώντας τη μέθοδο του Μαρξ, επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε τη μετάβαση από το «καπιταλιστικό κράτος εν γένει» —μια έννοια έγκυρη μόνο στο υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης— στην πληθυντική μορφή των κρατών, τα οποία αναπτύσσονται και αλληλοσχετίζονται μέσα σε ένα σύστημα κρατών. Κατά την άποψή μας, ένα τέτοιο σύστημα, ως πραγματική πολιτική έκφραση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην ιστορική του ύπαρξη, πρέπει να αναλύεται ως μέρος μιας ολότητας: της παγκόσμιας αγοράς. Αναγνωρίζουμε την αναγκαία δραστηριότητα της οργάνωσης της παγκόσμιας αγοράς ως τη θεμελιώδη λογική του. Οι θεωρητικές και πολιτικές συνέπειες είναι τεράστιες και σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητες από τη μαρξιστική έρευνα. Ένα τέτοιο πλαίσιο αποσκοπεί στο να επιτρέψει την καλύτερη κατανόηση της παγκόσμιας αγοράς ως ενός χώρου που έχει «παραχθεί», που είναι ισχυρά δομημένος και ποτέ δεν προϋπάρχει της θεσμικής του συγκρότησης· ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει κατανοητό ως μια συμβολή στην επανεπεξεργασία των ζητημάτων στρατηγικής και εξουσίας σε μια νέα βάση, σε σχέση με την προοπτική του ξεπεράσματος των καπιταλιστικών σχέσεων, οι οποίες στις μέρες μας φαίνεται να κλυδωνίζονται μεταξύ κρίσης και πολέμου.
Το ζήτημα
Σε αυτό το άρθρο, ξεκινάμε από τρεις βασικές παραδοχές, οι οποίες θα ληφθούν ως δεδομένες στη συνέχεια. Πρώτον, ο καπιταλισμός ή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ) —κατά τη μαρξική ορολογία— αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής στη νεότερη και τη σύγχρονη ιστορία, μια κυριαρχία που με την πάροδο του χρόνου ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Δεύτερον, η κυρίαρχη πολιτική αρχιτεκτονική που συνοδεύει την ανάπτυξη του ΚΤΠ σε παγκόσμια κλίμακα εμφανίζεται με τη μορφή ενός «συστήματος κρατών»,[1] το οποίο προκύπτει από τη γενίκευση σε πλανητικό επίπεδο του νεώτερου (εθνικού ή πολυεθνικού) κράτους. Τρίτον, αυτή η συγκεκριμένη μορφή κράτους, που διαφέρει από τις προνεωτερικές και προκαπιταλιστικές μορφές του, πρέπει να θεωρείται ποιοτικά ανώτερη σε σχέση με τους διεθνείς και υπερεθνικούς θεσμούς, οι οποίοι, κατά την άποψή μας, δεν είναι παρά εκφύσεις των επιμέρους κρατών ή πεδία συνεργασίας και αντιπαράθεσης ανάμεσα σε κράτη, πόσο μάλλον σε σχέση με τοπικούς ή περιφερειακούς θεσμούς, που αναγκαστικά αποτελούν υποτελή τμήματα αυτών των κρατών (εκτός και αν, μέσα από αυτονομιστικά κινήματα, εξελιχθούν σε κράτη).
Στο πεδίο των Διεθνών Σχέσεων (ΔΣ) ή της γεωπολιτικής, η ύπαρξη ενός τέτοιου «συστήματος κρατών» (ή «διακρατικού συστήματος») μοιάζει να μην έχει έως τώρα δημιουργήσει την ανάγκη για μια προκαταρκτική λογικο-φιλοσοφική διερεύνηση. Θεωρείται δεδομένη, το πολύ-πολύ ερμηνεύεται ως απόρροια της ανθρωπολογικής ποικιλομορφίας των ανθρώπινων ομαδοποιήσεων (οικογένειες, φυλές, έθνη κ.λπ.) Ορισμένοι συγγραφείς του ρεαλιστικού ρεύματος, όπως ο John J. Mearsheimer, τονίζουν εμφατικά ότι είναι ριζικά αδύνατη η επίτευξη οριστικής συμφωνίας ανάμεσα σε αυτές τις ομαδοποιήσεις για τις «πρώτες αρχές» και για το «τι συνιστά την καλή ζωή».[2] Αναγνωρίζουν επίσης —και σωστά— τον έντονα ανταγωνιστικό χαρακτήρα του διακρατικού συστήματος, αλλά ούτε αυτή η βασική ιδιότητα μοιάζει να χρειάζεται αυστηρή αιτιολόγηση· αρκούνται σε εξαιρετικά γενικές υποθέσεις για την ανθρώπινη φύση ή για τη δομική αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις διακρατικές σχέσεις. Κατά τη γνώμη μας, το πρόβλημα έγκειται στον μεθοδολογικό διαχωρισμό του κράτους από τη λεγόμενη «οικονομική σφαίρα». Στο πεδίο των ΔΣ, η κυρίαρχη αυτή διάκριση αμφισβητείται κυρίως από μη ρεαλιστικά ρεύματα (π.χ. τη θεωρία της οικονομικής αλληλεξάρτησης), και κυρίως για να τεθεί σε αμφισβήτηση ο ίδιος ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας του διακρατικού συστήματος.
Στη μαρξιστική θεώρηση, ο συγκρουσιακός χαρακτήρας του συστήματος αυτού φαίνεται να συνδέεται με τον οικονομικό ανταγωνισμό, σε διάφορες κλίμακες και βαθμίδες, που εμπλέκει επιχειρήσεις — δηλαδή επιμέρους τμήματα του κεφαλαίου, τα οποία επιβιώνουν ή αφανίζονται ανάλογα με την ικανότητά τους να παράγουν κέρδη. Προϋποτίθεται σιωπηρά ή ρητά ότι ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων ή κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας «μεταφέρεται» με κάποιον τρόπο τόσο στην εσωτερική πολιτική σκηνή (δηλαδή στον πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ κομμάτων ή μεταξύ μερίδων του ίδιου κόμματος) όσο και στην εξωτερική πολιτική. Έτσι, ενώ ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας του διακρατικού συστήματος ερμηνεύεται μαρξιστικά ως απόρροια του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων, ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης ενός διακρατικού συστήματος, δηλαδή ενός σύνθετου συνόλου που αποτελείται από πλειάδα αλληλεπιδρώντων κρατών, ερμηνεύεται βάσει δύο αντίθετων λογικών. Σύμφωνα με την πρώτη, η πολλαπλότητα των κρατικών οντοτήτων αντιμετωπίζεται σαν ένα απομεινάρι των συνθηκών μέσα στις οποίες προέκυψε ιστορικά ο ΚΤΠ από τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτή η θέση, που συναντούμε π.χ. στα κείμενα του Robert Brenner,[3] υποστηρίζει ότι ο σχηματισμός ενός ενιαίου παγκόσμιου υπερκράτους, όσο απίθανος κι αν φαντάζει, θα ήταν πιο συμβατός με τον ΚΤΠ. Η δεύτερη θέση, αντιθέτως, θεωρεί ότι η πολλαπλότητα των κρατικών οντοτήτων συνιστά δομικό γνώρισμα του ΚΤΠ στην πραγματική του ύπαρξη, βάσει της διαίσθησης ότι η πολλαπλότητα στο οικονομικό επίπεδο (τα πολλά ανταγωνιστικά κεφάλαια) έχει ισχυρή σύνδεση με την πολλαπλότητα στο πολιτικό επίπεδο (τα πολλά κράτη), χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να εξηγήσει ικανοποιητικά αυτή τη σύνδεση. Η θεωρητική αντίθεση που περιγράψαμε μπορεί να γίνει αντιληπτή ως σύγκρουση ανάμεσα σε έναν «ιστορικισμό», που μπορεί να είναι αποτελεσματικός στο πεδίο της εμπειρικής έρευνας αλλά είναι θεωρητικά αδύναμος, και σε έναν «στρουκτουραλισμό» που εντέλει αποτυγχάνει στο προνομιακό του πεδίο, δηλαδή το λογικο-εννοιολογικό, εφόσον αποδεικνύεται ανίκανος να συναγάγει το διακρατικό σύστημα από τις πιο αφηρημένες κατηγορίες της ανάλυσης του ΚΤΠ. Σε αυτό το άρθρο έχουμε σαφέστατα έναν στόχο που δεν είναι άσχετος με τις επιδιώξεις της δεύτερης προσέγγισης που μόλις αναφέραμε. Ωστόσο, η μέθοδος που ακολουθούμε είναι διαφορετική, καθώς δεν βασίζεται στον διαχωρισμό θεωρίας και ιστορίας, αλλά επιχειρεί να συνδέσει την ιστορία με τη θεωρία, κατά το πρότυπο του ίδιου του Μαρξ στο Κεφάλαιο,[4] όπου η αλληλουχία και η εσωτερική σύνδεση των κατηγοριών και οι μεταξύ τους σχέσεις «δεν συνιστούν επομένως ούτε μια καθαρά λογική σειρά ούτε οργανώνονται σύμφωνα με την καθαρά ιστορική γεγονικότητα».[5]
Δεδομένου του μεγέθους του εγχειρήματος και του περιορισμένου χώρου, δεν θα παρουσιάσουμε εδώ μια επισκόπηση της βιβλιογραφίας για τις μαρξιστικές θεωρίες του κράτους ούτε μια σύνοψη των μαρξιστικών συζητήσεων για το κράτος. Θα περιοριστούμε σχεδόν αποκλειστικά στο μαρξικό έργο, ώστε να αναδείξουμε τους κεντρικούς πυλώνες κάθε μαρξιστικής θεωρίας του κράτους. Στη συνέχεια, θα επισημάνουμε τα όριά της, ως προς την προσπάθεια σύνταξης μιας θεωρίας του διακρατικού συστήματος, και θα προχωρήσουμε στην καταγραφή των μαρξικών εννοιών που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν,, θα κάνουμε μάλλον φειδωλή χρήση των παραθεμάτων, αλλά θα προσφέρουμε όλες τις βιβλιογραφικές αναφορές που θα επιτρέψουν στον αναγνώστη να κρίνει την ορθότητα των θέσεων μας, ενώ θα αφήσουμε για το μέλλον την περαιτέρω ανάπτυξή τους.
Περίγραμμα μιας μαρξιστικής θεωρίας του κράτους
Είναι γενικά γνωστό ότι ο Μαρξ δεν κατάφερε να γράψει τον τόμο ή την ενότητα για το κράτος που προέβλεπε το (επανειλημμένα αναθεωρημένο) σχέδιο του Κεφαλαίου. Ωστόσο, το κράτος κάθε άλλο παρά απουσιάζει από το θεωρητικό του πλαίσιο. Εκτός από τις αναρίθμητες παρατηρήσεις και επισημάνσεις επί του θέματος που συναντάμε στα πρώιμα ή πιο ιστορικο-πολιτικά του έργα, το κράτος εμφανίζεται —άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα— στο opus magnum του καθώς και στα προσχέδια και τα προκαταρκτικά του κείμενα.[6] Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, όπως ο Tran-Hai-Hac,[7] ότι η έννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής περικλείει αναγκαστικά την έννοια του κράτους και ότι η διερεύνηση της πολιτικής διάστασης (δηλαδή, της σχέσης με το κράτος) που είναι εγγενής στις έννοιες της εργασιακής δύναμης, του χρήματος και της καπιταλιστικής γαιοπροσόδου συνιστά κεντρικό στοιχείο του μαρξικού κριτικού έργου, το οποίο είναι κριτική της πολιτικής οικονομίας — ριζικά ανόμοιο με οποιαδήποτε «κριτική πολιτική οικονομία», δηλαδή μια ακόμα σχολή οικονομικής σκέψης. Γενικότερα, σε αντίθεση με τη νεοκλασική οικονομία, για την οποία η υποτιθέμενη τάση προς την ισορροπία αποσκοπεί ακριβώς στην άρνηση οποιασδήποτε ανάγκης για μη ιδιωτική παρέμβαση, η μαρξική θέση χαρακτηρίζεται από την άρνηση οποιασδήποτε αυθόρμητης τάσης για αρμονία που ενυπάρχει στο ΚΤΠ.[8] Η πραγματική τάση, λέει ο Μαρξ, κινείται προς μια ανισορροπία, η οποία πηγάζει σε όλες τις εκφάνσεις της από τον δυϊσμό της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο καπιταλισμός συνιστά ταυτόχρονα ένα σύμπλεγμα παραγωγής και κυκλοφορίας της αξίας (ή, πιο εμπειρικά, ένα «σύστημα τιμών») και μια υλική διαδικασία, η πορεία της οποίας —ακόμα και κάτω από ευνοϊκές συνθήκες ως προς τις αξιακές σχέσεις— είναι πάντα εκτεθειμένη στον κίνδυνο αποδιοργάνωσης. Ακόμη και αν ο ΚΤΠ δεν προκαλεί μόνιμα κρίσεις και υφέσεις, οι σχέσεις μεταξύ καπιταλιστών και εργαζομένων ή οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων και κλάδων, είναι δυνητικά φορείς διαταραχών που συχνά στερούνται κάθε ενδογενούς σταθεροποιητικού αποτελέσματος. Δεδομένης αυτής της κατάστασης εκ γενετής αστάθειας, η διευρυμένη αναπαραγωγή του ΚΤΠ δεν είναι ποτέ δεδομένη και προϋποθέτει κάθε στιγμή την καθοδηγητική λειτουργία του κράτους σε σχέση με το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Η άμεση αυτή ένταξη του κράτους μέσα στην οικονομική σφαίρα αντιτίθεται στις παραδοσιακές αντιλήψεις που, ακολουθώντας την κλασική πολιτική οικονομία, βλέπουν το κράτος ως «εξωτερικό» παράγοντα, η δε «παρέμβασή» του —πρόσφορη ή όχι, επιθυμητή ή όχι— ασκείται σε κάθε περίπτωση από «τα έξω». Κατά τη μαρξική θεώρηση, η ιδιαιτερότητα του κράτους έγκειται στην ικανότητα να ξεφεύγει από τους μηχανισμούς διαμόρφωσης και τροποποίησης του μέσου ποσοστού κέρδους ή, για να το θέσουμε πιο απλά, να δημιουργεί, μέσα στο ίδιο το πεδίο των οικονομικών δυνάμεων, μια σφαίρα δραστηριότητας προστατευμένη από τον ανταγωνισμό και, επομένως, από το κριτήριο της κερδοφορίας με τη στενή έννοια. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος βρίσκεται εκτός του πεδίου των οικονομικών συντελεστών. Οι επιταγές της αναπαραγωγής των δεδομένων οικονομικών σχέσεων μέσα σε έναν τρόπο παραγωγής που δεν έχει φυσική τάση προς την ισορροπία απαιτούν την ύπαρξη μιας τέτοιας σφαίρας, καθώς και την αποτελεσματική επέκτασή της καθώς εξελίσσεται η ιστορία. Ο πολυδιάστατος και δυνητικά καθολικός χαρακτήρας της δραστηριότητας του κράτους στην οικονομική σφαίρα απαιτεί μια σχετική αυτονομία από τα ιδιαίτερα και βραχυπρόθεσμα συμφέροντα που χαρακτηρίζουν τους ιδιωτικούς οικονομικούς φορείς. Ο λόγος γι’ αυτό μπορεί να γίνει ξεκάθαρος μόνο αν τονιστεί ο κρίσιμος χαρακτήρας αυτού που διακυβεύεται: η διαιώνιση της κοινωνίας σε σαφώς καθορισμένες ρυθμίσεις, δηλαδή η αποτελεσματική αντιμετώπιση των αυτοκαταστροφικών τάσεων που είναι ενσωματωμένες στη λειτουργία της με βάση τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Σε ένα επιφανειακό επίπεδο, αυτή η διαπίστωση θα μπορούσε να θεωρηθεί αντιφατική σε σχέση με τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους που χαρακτηρίζει τον μαρξισμό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Το ζήτημα που πρέπει να αναδειχθεί εδώ είναι ο κατακερματισμός της τάξης των καπιταλιστών, η οποία μόνο ως «όλον» μοιράζεται ένα κοινό συμφέρον, πολύ γενικής φύσης, για τη διατήρηση/εμβάθυνση της διαδικασίας άντλησης υπεραξίας. Προκειμένου να υπάρξει με αποτελεσματικό τρόπο ως κυρίαρχος πόλος της κοινωνίας, η ενότητά της πρέπει να υπάρχει ως περιοριστική δύναμη που διαφέρει από τον επιχειρηματικό χώρο με τη στενή έννοια, και να είναι σε θέση, αν χρειαστεί, να επιβληθεί σε όλους τους επιμέρους δρώντες, οι οποίοι έχουν πάντα την τάση να προωθούν τα δικά τους συμφέροντα ακόμη και εις βάρος της βιωσιμότητας των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής. Ας δούμε, επομένως, εν συντομία τις κύριες μορφές και τρόπους με τις οποίες εμφανίζεται η κρατική δραστηριότητα στο Κεφάλαιο του Μαρξ.
Όροι αγοραπωλησίας της εργασιακής δύναμης
Σύμφωνα με τη θεωρία του Κεφαλαίου, οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις περιλαμβάνουν τρεις οικονομικές κατηγορίες: το κεφάλαιο, τη μισθωτή εργασία και τη γαιοκτησία. Η σχέση μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου είναι η πιο θεμελιώδης μέσα στο τρίγωνο, καθώς δημιουργεί την οικονομική ουσία που διαμοιράζεται μεταξύ των τριών κατηγοριών (δηλαδή την αξία). Η πρώτη στιγμή αυτής της σχέσης συνίσταται στην πώληση και την αγορά της εργασιακής δύναμης, όταν οι εργάτες και οι κεφαλαιοκράτες καθορίζουν τους όρους της ανταλλαγής μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου σύμφωνα με την τρέχουσα κατάσταση των συσχετισμών ισχύος. Το κράτος διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην εμπορευματοποίηση της εργασιακής δύναμης, τόσο από τη σκοπιά της εμφάνισης και της πρώιμης ανάπτυξής της, όσο και από τη σκοπιά της συνέχειας της διαδικασίας σε διευρυμένη κλίμακα. Σε διάφορα γραπτά τους, οι Μαρξ και Ένγκελς έχουν επισημάνει ότι στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, από την αρχαιότητα, το κράτος, και ειδικότερα ο στρατός, υπέθαλψαν τις πρώτες μορφές μισθωτής εργασίας.[9] Στην αυγή της νεωτερικότητας, όταν η εμφάνιση της μισθωτής εργασίας αρχίζει να εξαπλώνεται στην ιδιωτική οικονομία των αστικών κέντρων, η κρατική δράση για την εδραίωση και την επέκτασή της στην ύπαιθρο, η οποία εξακολουθεί να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής διαδικασίας, είναι καθοριστική. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο να αναλάβει τον διαχωρισμό των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής, τόσο ως προς την ιδιοκτησία όσο και ως προς την κατοχή. Αυτό πραγματοποιείται μέσω καταναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται από το κράτος: περιφράξεις, απαλλοτριώσεις ανεξάρτητων αγροτών, νέοι νόμοι κατά του εθιμικού δικαίου (για τη συλλογή ξύλων, τη λαθροθηρία κ.λπ.), κατά της αλητείας κ.λπ. Το κεφάλαιο XXIV του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, αφιερωμένο στη «λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση»,[10] παρέχει την ιστορική τεκμηρίωση για την Αγγλία, όπου ο σχηματισμός κεφαλαίου είναι ενδογενής. Το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου με τίτλο: «Η σύγχρονη θεωρία της αποικιοποίησης» περιγράφει την απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών σε περιοχές όπου ο σχηματισμός κεφαλαίου δεν είναι ενδογενής.[11] Ο Μαρξ γράφει ότι «η κεφαλαιοκρατία που γεννιόταν χρειάζεται την κρατική εξουσία»[12] και προσδιορίζει τα μέσα που χρησιμοποιεί ως «άμεσες πράξεις βίας»[13], που είναι σε κάποιο βαθμό «εξωοικονομικές»[14], αν και «η ίδια η βία είναι οικονομική δύναμη»[15] (η έμφαση δική μας). Στον ίδιο βαθμό που το κράτος δημιουργεί τους όρους της σχέσης μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, εγκαθιδρύει και την καπιταλιστική ιδιοκτησία της γης, αφού και αυτή προϋποθέτει τον διαχωρισμό του εργάτη από τα μέσα παραγωγής, σε αντίθεση με τη φεουδαρχική ιδιοκτησία της γης, η οποία παραχωρούσε την κατοχή της γης στους δουλοπάροικους και μάλιστα προσδένοντάς τους σε αυτή.[16]
Όμως, όπως λέει ο Μαρξ, «Δε φτάνει που οι όροι της εργασίας εμφανίζονται στον ένα πόλο σαν κεφάλαιο, ενώ στον αντίθετο πόλο υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν εκτός από την εργασιακή τους δύναμη. Δε φτάνει επίσης που εξαναγκάζονται άνθρωποι να πουλούν θεληματικά τον εαυτό τους».[17] Ακόμα κι αφού παγιωθεί και αποκτήσει μια κρίσιμη μάζα η σχέση εργασίας-κεφαλαίου, η συνέχισή της απαιτεί το κράτος να εξακολουθήσει να διασφαλίζει την καθημερινή συνάντηση αγοραστών και πωλητών εργασιακής δύναμης, ενίοτε υπό συνθήκες επωφελείς για τους πρώτους. Με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, η αναπαραγωγή της σχέσης εργασίας-κεφαλαίου γίνεται όλο και πιο «φυσική» χάρη στις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και την αντικειμενική ισχύ τους. Παρ’ όλα αυτά: «εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εξωοικονομική άμεση βία, μόνο όμως σαν εξαίρεση».[18]
Όροι κατανάλωσης της εργασιακής σύναμης
Στη μαρξική θεώρηση, το βιομηχανικό κέρδος δεν είναι παρά μία από τις «μεταμορφωμένες» μορφές της υπεραξίας. Οι άλλες δύο είναι ο τόκος και η γαιοπρόσοδος. Αλλά για να πραγματοποιηθεί η διανομή της υπεραξίας, ώστε να αμείβονται και κοινωνικοί δρώντες που δεν εμπλέκονται άμεσα στη σφαίρα της παραγωγής, χρειάζεται να έχει παραχθεί υπεραξία. Κι αυτή παράγεται με δύο θεμελιώδεις τρόπους: μέσω της παραγωγής απόλυτης υπεραξίας (που βασίζεται στην επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας) και μέσω της παραγωγής σχετικής υπεραξίας (που βασίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας μέσω επενδύσεων σε μηχανήματα).
Αναπόφευκτα, αυτοί οι δύο διαφορετικοί τρόποι παραγωγής υπεραξίας συνεπάγονται διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τον ορισμό της κοινωνικά αποδεκτής «κανονικής» εργάσιμης ημέρας. Το κράτος παρεμβαίνει σε αυτό τον ορισμό· δηλαδή στη νομική ρύθμιση της εργάσιμης ημέρας, είτε ακολουθώντας τις τάσεις που αναπτύσσονται στις επιχειρήσεις είτε αντιτιθέμενο σε αυτές. Το ζήτημα της ρύθμισης της εργάσιμης ημέρας εξετάζεται στο 8ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου («Η εργάσιμη ημέρα»), κυρίως στις ενότητές του 5 και 6,[19] καθώς και στο 13ο κεφάλαιο («Οι μηχανές και μεγάλη βιομηχανία»), ενότητα 9.[20] Εκεί ο Μαρξ δείχνει πώς το κράτος, σε πρώτη φάση, προωθεί την παραγωγή απόλυτης υπεραξίας μέσα από νομοθεσία που συνδυάζεται με τις διαδικασίες απαλλοτρίωσης που περιγράψαμε πριν, προκειμένου να εδραιώσει στον κοινωνικό ιστό τη διάθεση για μισθωτή εργασία. Αργότερα, όταν εμφανίζεται μια νέα τεχνική βάση στην εργασιακή διαδικασία —εν προκειμένω η μετάβαση από τη μανουφακτούρα στη μεγάλη βιομηχανία— ανοίγει ο δρόμος για πρωτοφανή αύξηση της παραγωγικότητας που δεν εξαρτάται από την παράταση της εργάσιμης ημέρας. Ωστόσο, η μετάβαση από την απόλυτη στη σχετική υπεραξία δεν γίνεται αυτόματα. Για να πραγματοποιηθεί, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις: η αντίσταση των εργαζομένων και η νομοθεσία για τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας. Το κράτος, κατά την εισαγωγή αυτής της νομοθεσίας, ενεργεί ασφαλώς χωρίς τη θέλησή του, υπό την πίεση της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Όμως, ταυτόχρονα, δρα και προς όφελος της μακροπρόθεσμης αναπαραγωγής του καπιταλισμού, εφόσον προωθεί μια λιγότερο εξαντλητική και καταστροφική χρήση της εργασιακής δύναμης.
Κρατικές Βιομηχανίες
Μέχρι στιγμής αναφερθήκαμε σε σχετικά γνωστά χωρία από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Λιγότερο γνωστό είναι ότι στον δεύτερο τόμο εξετάζονται περιπτώσεις στις οποίες το κράτος αναλαμβάνει άμεσα τον ρόλο του καπιταλιστή, δηλαδή του ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής και του διαχειριστή της παραγωγικής διαδικασίας. Ο Μαρξ ξεκαθαρίζει ότι μια τέτοια εμπλοκή στην άμεση παραγωγική διαδικασία δεν καθιστά τις οικονομικές δραστηριότητες που αναλαμβάνει έτσι το κράτος αυτόματα «μη καπιταλιστικές», αφού: «Το κοινωνικό κεφάλαιο = το άθροισμα των ατομικών κεφαλαίων (μαζί και των μετοχικών κεφαλαίων ή του κρατικού κεφαλαίου, εφόσον οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν παραγωγική μισθωτή εργασία σε ορυχεία, σιδηροδρόμους κλπ. και εκπληρώνουν έτσι λειτουργίες βιομηχάνων κεφαλαιοκρατών)» (δική μας η έμφαση).[21] Υπάρχουν, ωστόσο, τομείς της κοινωνικής παραγωγής που είναι απολύτως απαραίτητοι για το ιδιωτικό κεφάλαιο στο σύνολό του, αλλά δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στην επιταγή της κερδοφορίας λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών τους. Πρόκειται κυρίως για την περίπτωση εκείνων των υλικών υποδομών που μερικές φορές περιγράφονται ως «φυσικά μονοπώλια». Οι επενδύσεις για την κατασκευή τους συνεπάγονται γενικά εξαιρετικά μεγάλο χρόνο περιστροφής του κεφαλαίου. Συνοπτικά, ο χρόνος περιστροφής είναι ο χρόνος που χρειάζεται ένα δεδομένο κεφάλαιο για να επανέλθει στην αρχική του μορφή αφού περάσει από όλα τα στάδια της κύκλησής του (Χ-Ε-Χ’). Ως προς αυτό το ζήτημα, ο Μαρξ εξετάζει την περίπτωση κατά τη οποία «οι επιχειρήσεις που απαιτούν μακρόχρονη περίοδο εργασίας και επομένως μεγάλη δαπάνη κεφαλαίου για μεγάλο χρονικό διάστημα —ιδίως όταν δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο σε μεγάλη κλίμακα— είτε δεν διεξάγονται καθόλου κεφαλαιοκρατικά, όπως π.χ. οι δρόμοι, οι διώρυγες κλπ., που γίνονται με έξοδα των δήμων, των κοινοτήτων και του κράτους».[22] Στις δύο περιπτώσεις που μόλις αναφέρθηκαν —κρατικές βιομηχανίες προορισμένες για κερδοφορία από τη μια πλευρά, κρατικές βιομηχανίες που υποχρεώνονται σε μη κερδοφόρα διαχείριση από την άλλη— το πέρασμα των επιχειρήσεων υπό κρατικό έλεγχο τις αποδεσμεύει από τον ανταγωνισμό της αγοράς, άρα και από την εξίσωση του ποσοστού κέρδους. Εάν η επιχείρηση αυτή χαρακτηρίζεται από χαμηλή κερδοφορία, όπως συμβαίνει συχνά στην πράξη, αυτό οδηγεί σε αύξηση του μέσου ποσοστού κέρδους εντός του ιδιωτικού τομέα.
Όροι κυκλοφορίας της αξίας
Αντίθετα με τη διαδεδομένη άποψη, η χρηματική θεωρία που αναπτύσσει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο δεν θεωρεί το χρήμα «ουδέτερο», ως απλό μέσο για ανταλλαγές που αλλιώς θα γίνονταν με αντιπραγματισμό (barter). Η ιδέα του χρήματος ως καθολικού ισοδύναμου συνεπάγεται ότι το χρήμα αποτελεί αυτοσκοπό, λόγω της συγκεκριμένης αξίας χρήσης του — δηλαδή, της ικανότητας να ανταλλάσσεται με κάθε άλλο εμπόρευμα, εδώ και τώρα ή αργότερα στο χρόνο, και όχι μόνο ως απλό μέσο για την απόκτηση ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος. Επιπλέον, ο διαχωρισμός μεταξύ εμπορεύματος και χρήματος, ο οποίος θέτει ένα εμπόρευμα ως το καθολικό ισοδύναμο όλων των άλλων, διαχωρίζει το ίδιο εμπόρευμα από όλα τα άλλα. Επομένως, ενώ κατά την άποψη του Μαρξ η γένεση του χρήματος είναι σαφώς μια ενδογενής διαδικασία των οικονομικών σχέσεων και όχι μια πολιτική πράξη, το μονοπώλιο που ενυπάρχει στη λειτουργία του καθολικού ισοδύναμου απαιτεί σιωπηρά την εξουσία του κράτους ως αρωγού και εγγυητή του.[23] Έτσι, η χρηματική θεωρία του Κεφαλαίου δεν είναι ούτε μια αμιγώς «μεταλιστική» θεωρία του χρήματος-εμπόρευμα, ούτε μια (προ-κεϋνσιανή ή κεϋνσιανού τύπου) θεωρία του παραστατικού χρήματος (fiat money). Ενσωματώνει και ξεπερνά και τις δύο.
Στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ ξεκαθαρίζει ότι: «Παίρνουμε το χρήμα σαν μεταλλικό χρήμα, αφήνοντας κατά μέρος το συμβολικό χρήμα, που είναι απλό σύμβολο αξίας και που χρησιμοποιείται σε ορισμένα μόνο κράτη, καθώς και το πιστωτικό χρήμα, για το οποίο δεν έχουμε ακόμα μιλήσει. Πρώτον, αυτή είναι η ιστορική σειρά· στην πρώτη εποχή της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής το πιστωτικό χρήμα δεν παίζει κανέναν ή παίζει μόνο ασήμαντο ρόλο».[24] Παρότι ο ιστορικός αυτός ισχυρισμός του Μαρξ είναι συζητήσιμος, το μεταλλικό χρήμα έχει για τον Μαρξ το πλεονέκτημα ότι συνοψίζει την έννοια του χρήματος εν γένει, δηλαδή συμπυκνώνει όλες τις λειτουργίες που του αποδίδει. Το μεταλλικό χρήμα μπορεί να χρησιμεύσει ταυτόχρονα ως μέσο κυκλοφορίας (πληρωμής), ως μέτρο αξίας και ως θησαυρός (αποθήκη αξίας), επειδή τα πολύτιμα μέταλλα παράγονται με βάση τον μηχανισμό του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Όμως, η μαρξική έννοια του «εμπορευματικού χρήματος» βασίζεται σε μη μεταλλιστικές προκείμενες, καθώς δεν ταυτίζεται απλώς με το μέταλλο από το οποίο αποτελείται. Ο χρυσός ή το ασήμι δεν είναι «μεταλλικό χρήμα» από μόνα τους: για να γίνουν χρήμα, πρέπει το εθνικό νομισματοκοπείο να τους μετατρέψει σε νομίσματα. Και τον βαθμό που το κράτος υιοθετεί το μεταλλικό χρήμα, προσδιορίζει τη νομική του ισχύ (legal tender) και τους όρους μετατρεψιμότητάς του σε χαρτονομίσματα. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι τυχαίο που σ’ ένα απόσπασμα από το Urtext ο Μαρξ γράφει ότι «η απόλυτη μοναρχία, η ίδια ήδη προϊόν της ανάπτυξης του πλούτου της αστικής τάξης σε ένα επίπεδο ασυμβίβαστο με τις παλιές φεουδαρχικές σχέσεις, έχει —σύμφωνα με την ενιαία γενική εξουσία που πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί σε κάθε σημείο της επικράτειας— ανάγκη από ένα υλικό όργανο αυτής της εξουσίας: το καθολικό ισοδύναμο […]».[25] Γι’ αυτό, η απόλυτη μοναρχία «δραστηριοποιείται ενεργά για τη μετατροπή του χρήματος σε καθολικό μέσο πληρωμής».[26] Αν το απόσπασμα αυτό συμπεριλαμβανόταν στο Κεφάλαιο, θα είχαν αποφευχθεί αρκετές παρερμηνείες.
Από το Κράτος Εν Γένει στο Σύστημα Κρατών
Στο προηγούμενο μέρος, είδαμε τους κύριους τρόπους με τους οποίους το κράτος παρουσιάζεται σε όλη την έκθεση του Κεφαλαίου. Παραλείψαμε μερικούς από αυτούς, αναμφίβολα σημαντικούς, οι οποίοι όμως δεν προσδιορίζουν (ή προσδιορίζουν σε μικρότερο βαθμό) το κράτος ως καπιταλιστικό κράτος: το κράτος ως φοροεισπράκτορας, το κράτος ως γαιοκτήμονας, το κράτος ως οφειλέτης[27] και μερικούς άλλους. Ας υπενθυμίσουμε επίσης ότι η συνόψιση που κάνουμε εδώ δεν είναι μια συγκεκριμένη μαρξιστική θεωρία του κράτους, αλλά μόνο το περίγραμμα μιας τέτοιας θεωρίας. Οποιαδήποτε εκδοχή της μαρξιστικής θεωρίας του κράτους, στο βαθμό που μοιράζεται τα σημεία που θίξαμε –στο σύνολό τους ή εν μέρει– συναντά μια σειρά από προβλήματα όταν πρέπει να ερμηνεύσει την επεκτατική και άμεσα διεθνή διάσταση του ΚΤΠ. Θα κάνουμε μια συνοπτική παρουσίασή τους προτού συζητήσουμε το πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.
Προβλήματα για κάθε μαρξιστική θεωρία του κράτους
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου, το καπιταλιστικό κράτος δεν υπάρχει παρά μόνο ως ένα πλήθος κρατών. Ωστόσο, στην περιγραφή που έγινε μέχρι στιγμής, έγινε η σιωπηρή παραδοχή ότι ο χώρος της αγοράς και η επικράτεια του κράτους, που αμφότερα συλλαμβάνονται ως μοναδικά και αλληλοεπικαλυπτόμενα, ταυτίζονται. Όχι μόνο η πραγματική ιστορία, αλλά και η ίδια η θεωρία του Μαρξ διαψεύδουν αυτή την ταυτότητα, επισημαίνοντας την τάση σχηματισμού της παγκόσμιας αγοράς, της οποίας ο βαθμός ενοποίησης υπερβαίνει μια απλή συνύπαρξη των λεγόμενων εθνικών αγορών: «Η τάση να δημιουργεί την παγκόσμια αγορά βρίσκεται άμεσα στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου».[28] Ως εκ τούτου, η αντίφαση μεταξύ της αγοράς, που εξ ορισμού ωθείται προς την κατεύθυνση της παγκοσμιοποίησης, και του κράτους, που προορίζεται (ακόμη και όταν είναι πολιτικά επεκτατικό) να παραμείνει ένα κομμάτι ενός ευρύτερου μωσαϊκού, είναι πλήρως παρούσα στο Κεφάλαιο,[29] αλλά δεν διερευνάται ως τέτοια από τον Μαρξ.
Στο άρθρο μας, επισημάναμε τη διττή σχέση μεταξύ του ενός και των πολλών: από τη μια πλευρά, μεταξύ των πολλών εμπορευμάτων και του χρήματος (κοινωνικά επικυρωμένου από το κράτος)· από την άλλη, μεταξύ των πολλών κεφαλαίων και του ίδιου του κράτους. Η δεύτερη μπορεί να θεωρηθεί ως πλευρά ή συνέπεια της πρώτης. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, αυτή η σύνδεση επιτρέπει να αντιληφθούμε μια συγκεκριμένη ιεραρχία μεταξύ των οικονομικών δρώντων. Το κράτος δεν είναι καθεαυτό ο κύριος ή κυρίαρχος δρών σε αυτό το πλαίσιο, αλλά είναι ο πιο ισχυρός, δεδομένου ότι είναι πάντα σε θέση να κατευθύνει τους ιδιωτικούς φορείς, ακόμη και μέσω της απόσυρσης ή του laissez-faire. Ωστόσο, μια τέτοια κατανόηση της εσωτερικής διάρθρωσης και ιεραρχίας του οικονομικού πεδίου δεν ξεφεύγει από αυτό που η Claudia Von Braunmühl έχει αποκαλέσει «την παραδοσιακή άποψη που βλέπει το κράτος να καθορίζεται πρωτίστως από εσωτερικές διαδικασίες στις οποίες οι εξωτερικοί προσδιοριστικοί παράγοντες προστίθενται, κατά κάποιον τρόπο, εκ των υστέρων».[30] Πράγματι, η Von Braunmühl και οι συνομιλητές της στη γερμανική Weltmarkt-Debatte της δεκαετίας του 1970 συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας πιο σφαιρικής θεώρησης, αλλά ενίοτε υπέπεσαν σε μια απλή αντιστροφή της άποψης που επέκριναν, υποστασιοποιώντας την παγκόσμια αγορά ως ένα στατικό γεγονός (και όχι ως μια τάση που εξ ορισμού βρίσκεται πάντα σε εξέλιξη, όπως ο Μαρξ) ή ως ένα είδος αξιώματος. Καθώς η Von Braunmühl αντιμετωπίζει το «αστικό έθνος-κράτος» ως «συγκεκριμενοποίηση» της παγκόσμιας αγοράς, που ορίζεται ως σφαίρα κυκλοφορίας του κεφαλαίου,[31] εμμέσως συνάγει το κράτος αποκλειστικά από την ενδοκαπιταλιστική σχέση (δηλαδή τη σχέση μεταξύ των πολλών κεφαλαίων) και αναγκάζεται να επανεισάγει εκ των υστέρων τη σχέση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Ωστόσο, η πραγματική καπιταλιστική κοινωνική σχέση είναι ταυτόχρονα η σχέση μεταξύ κεφαλαίων και η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα από ποιο σημείο πρέπει να ξεκινήσει η εννοιολόγηση του κράτους. Αν ακολουθήσουμε τη μεθοδολογική υπόδειξη του Μαρξ σχετικά με την άνοδο από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, γίνεται φανερό ότι το κράτος πρέπει καταρχάς να συναχθεί από τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, ενώ τα πολλά κράτη και η παγκόσμια αγορά μπορούν να συναχθούν μόνο σε ένα επόμενο στάδιο.[32] Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι τα τελευταία, και η ενδοκαπιταλιστική σχέση της οποίας αποτελούν έκφραση, έχουν μικρότερη κοινωνική σημασία. Όσο ο ΚΤΠ αναπαράγεται κανονικά, ακόμη και παρά τους μεγάλους κλυδωνισμούς, τις υφέσεις κ.λπ., η αμοιβαία σχέση μεταξύ των πολλών κεφαλαίων αναπόφευκτα επικρατεί. Παρ’ όλα αυτά, η καρδιά της ανάλυσης του Μαρξ έγκειται στην αποκάλυψη του όρου εκ των ων ουκ άνευ [condition sine qua non] (της απόσπασης υπεραξίας) και στην ανάδειξη του ιστορικά καθορισμένου και στρατηγικά κρίσιμου χαρακτήρα της. Σε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης, το κράτος μπορεί να εμφανιστεί ως κράτος εν γένει, ως «συνένωση της αστικής κοινωνίας στη μορφή του κράτους»,[33] αφού δεν σχετίζεται με εξωτερικούς παράγοντες. Μόλις όμως η έννοια του κεφαλαίου συγκεκριμενοποιηθεί εισάγοντας σταδιακά όλες τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις του, το κράτος εν γένει γίνεται ενικό κράτος , που αναγκαία εντάσσεται μέσα σε ένα δίκτυο σχέσεων που το ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό. Εμπνεόμενοι από την Von Braunmühl, αναγνωρίζουμε την παγκόσμια αγορά ως αυτό το δίκτυο. Έτσι, θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε την έννοιά της σε όλο το εύρος και το βάθος της, κατανοώντας το κράτος ως μέρος ενός συστήματος κρατών (ή διακρατικού συστήματος) και αναδεικνύοντας το τελευταίο ως μια στιγμή εσωτερικής διαφοροποίησης (ή «αυτοανάπτυξης», αλά Χέγκελ) της ίδιας της παγκόσμιας αγοράς.
Τα Πολλά Κράτη και η Παγκόσμια Αγορά
Η έννοια της παγκόσμιας αγοράς δεν πρέπει να γίνεται κατανοητή ως το άθροισμα στενότερων, εθνικών ή περιφερειακών αγορών. Ταυτόχρονα, η ύπαρξή της ως ολότητας ανώτερης από το άθροισμα των μερών της δεν παράγει μια υπέρτατη υπόσταση που επαναφέρει αυτά τα μέρη σε σχέση αμοιβαίας σύνδεσης με τη μορφή «εξωτερικού» καταναγκασμού. Με άλλα λόγια, η παγκόσμια αγορά είναι μια εμμενής ολότητα και όχι μια υπερβατική. Αυτή την όψη συλλαμβάνουν οι ρεαλιστές μελετητές των Διεθνών Σχέσεων όταν υποστηρίζουν ότι το διακρατικό σύστημα είναι άναρχο, δηλαδή ότι δεν διαθέτει μια προκαθορισμένη ιεραρχία μεταξύ των μερών του (δηλαδή των κρατών). Δυστυχώς, ο μεθοδολογικός διαχωρισμός της κρατικής και της οικονομικής σφαίρας δεν τους επιτρέπει συνήθως να οδηγήσουν αυτή την αξιόλογη διαίσθησή τους στις απώτερες συνέπειές της. Αν τα κράτη και το διακρατικό σύστημα εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς, η αναρχία γίνεται ιδιότητα του όλου, δηλαδή της ίδιας της παγκόσμιας αγοράς. Κατά συνέπεια, καμία προκαθορισμένη ιεραρχία μεταξύ των διαφορετικής φύσης παραγόντων –δημόσιων και ιδιωτικών– που συμμετέχουν σε αυτήν δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Όπως θα δούμε αργότερα, αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε ότι η παγκόσμια αγορά είναι εξαιρετικά δομημένη και εσωτερικά διαφοροποιημένη. Ούτε σημαίνει ότι αμφισβητείται η μεγαλύτερη ισχύς του (δια)κρατικού επιπέδου έναντι άλλων επιπέδων και μορφών· σημαίνει όμως ότι αυτή η πρωτοκαθεδρία των κρατών είναι ένα αποτέλεσμα που πρέπει να αναπαράγεται διαρκώς, και του οποίου ακριβώς η αναπαραγωγή δεν είναι ποτέ εγγυημένη. Πίσω από τη σχετικά σταθερή λειτουργία της ανταγωνιστικής αναρχίας σε παγκόσμια κλίμακα, πρέπει πάντα να αντιλαμβάνεται κανείς, στο παρασκήνιο, τη διαρκή παραγωγή υπεραξίας, η οποία παραμένει ικανή να τροφοδοτεί κάθε είδους εκβολές –συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται πιο μακριά από ό,τι ο Μαρξ αποκαλεί «απόκρυφο τόπο της παραγωγής»[34]– στον βαθμό που η παραγωγή αυτή συνεχίζει να λειτουργεί αποτελεσματικά. Ως εκ τούτου, η πρωτοκαθεδρία των κρατών μεταξύ των παικτών της παγκόσμιας αγοράς δεν είναι ένας θεϊκός νόμος, αλλά το αδιάκοπα ανανεούμενο προϊόν μιας κοινωνικής διαδικασίας.
Γιατί ανταγωνίζονται τα κράτη; Καθένα από αυτά ενσαρκώνει ένα συγκεκριμένο οικονομικό υποσύνολο που αποτελείται από ένα ετερογενές φάσμα ιδιωτικών συμφερόντων τα οποία διασχίζουν τα σύνορα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού. Τα εγχώρια κεφάλαια ρέουν προς τα έξω, ενώ τα ξένα κεφάλαια ρέουν προς τα μέσα. Τα κράτη είναι οι στρόφιγγες που ρυθμίζουν αυτές τις ροές. Από την αυστηρά «εσωτερική» πλευρά, τα κράτη παρέχουν, τουλάχιστον, ένα ρυθμιστικό πλαίσιο στη σύγκρουση των ιδιωτικών συμφερόντων. Ένα τέτοιο πλαίσιο, εφαρμοσμένο στις ανταγωνιστικές οικονομικές σχέσεις, ευνοεί αναγκαστικά κάποιους και ζημιώνει άλλους, ενώ προσπαθεί να διατηρήσει την αναπαραγωγή του όλου. Ο βαθμός διείσδυσης των ξένων κεφαλαίων μπορεί να τροποποιήσει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή του πλαισίου, το οποίο είναι πάντα –στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς– μια διαιτησία μεταξύ εγχώριων και ξένων συμφερόντων. Στο διακρατικό επίπεδο, κάθε κράτος καλείται να αποδεικνύει, καθημερινά, την ικανότητά του να λαμβάνει υπόψη τα ιδιωτικά συμφέροντα που προωθούνται στο εξωτερικό, δίνοντάς τους μια συγκεντρωμένη και οργανωμένη μορφή· πράγμα που σημαίνει επίσης να αποδεικνύει, καθημερινά, ότι μια τέτοια συγκεντρωμένη και οργανωμένη έκφραση είναι προτιμότερη από την άμεση, αμιγώς ιδιωτική έκφραση κάθε μεμονωμένου κεφαλαίου ξεχωριστά. Τα τελευταία διαπιστώνουν τους δικούς τους περιορισμούς κάθε φορά που συγκρούονται με οικονομικά συμφέροντα της αντίθετης πλευράς, και με την ίδια ισχύ, τα οποία όμως υποστηρίζονται από το «δικό τους» κράτος.
Εντός της παγκόσμιας αγοράς, τα οικονομικά υποσύνολα που ενσαρκώνονται από τα κράτη δεν είναι «εθνικές οικονομίες» με την παραδοσιακή έννοια (όπως αυτές που αποτιμώνται από τους εθνικούς λογαριασμούς: ΑΕΠ, εμπορικό ισοζύγιο κ.λπ.), δεδομένου ότι κάθε εθνική περιφέρεια περιλαμβάνει έναν συνδυασμό εθνικών και ξένων οικονομικών δυνάμεων (βλ. παρακάτω, Ελεύθερο εμπόριο και προστατευτισμός). Ως εκ τούτου, αυτά τα υποσύνολα δεν διαμορφώνουν την παγκόσμια αγορά βρισκόμενα σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, αλλά μέσω της άνισης αλληλοδιείσδυσης. Ορισμένα από αυτά υπερβαίνουν σε μεγάλο βαθμό τις υποτιθέμενες «εθνικές οικονομίες» τους, ενώ άλλα είναι πολύ μικρότερα από αυτές. Οι κλασικές αναλύσεις της άνισης ανάπτυξης και της «υπανάπτυξης» θέτουν ποικιλοτρόπως αυτό το γεγονός στο τραπέζι, χωρίς απαραίτητα να το καθιστούν ρητό (βλ. παρακάτω, Αναπτυξιακές ανισότητες και διεθνής καταμερισμός εργασίας). Με τον πιο αντιφατικό τρόπο, τα κυρίαρχα οικονομικά υποσύνολα κινούνται προς την αμφισβήτηση της πολιτικο-διοικητικής γεωγραφίας που χαράσσουν τα κρατικά σύνορα, χωρίς ποτέ να είναι σε θέση να τα ξεπεράσουν πραγματικά. Αυτή η αντιφατική κίνηση συνοψίζει την παγκόσμια αγορά ως τάση, δηλαδή ως ένα νόμο που επιβάλλεται μέσω της ίδιας του της ατέλειας.
Στο διακρατικό σύστημα, δεν υπάρχει ιεραρχία και ρυθμιστικό πλαίσιο ανεξάρτητο από την πρακτική των ίδιων των δρώντων, δηλαδή ανεξάρτητο από το σύνολο των σχέσεων (πολυμερών, διμερών, μονομερών) συνεργασίας και ανταγωνισμού, έλξης και απώθησης που διαμορφώνουν τα κράτη μεταξύ τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ιεραρχία και το ρυθμιστικό πλαίσιο απουσιάζουν απολύτως, αλλά αναδύονται ως προσωρινές διαμορφώσεις, ως στιγμιαίες αποκρυσταλλώσεις των σχέσεων εξουσίας μεταξύ οικονομικών υποσυνόλων, που εκφράζονται σε συμπυκνωμένη μορφή μέσω των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Οι κινήσεις των κεφαλαίων δημιουργούν τριβές, κλυδωνισμούς, επεκτατικές ωθήσεις που δεν είναι πάντα συμβατές μεταξύ τους, οδηγώντας αναπόφευκτα σε επιπτώσεις στο πεδίο των διακρατικών σχέσεων. Το κατά πόσον το σύνολο αυτών των σχέσεων είναι ικανό: α) να διατηρήσει τον εαυτό του με τη μορφή συστήματος, δηλαδή να διατηρήσει την κυριαρχία της ίδιας της κρατικής μορφής σε ολόκληρο τον πλανήτη· β) να παράσχει μια σχετική τάξη – είναι και πάλι ένα αποτέλεσμα και ποτέ ένα δεδομένο συμπέρασμα. Αυτό απαιτεί κυρίως την εκπλήρωση μιας συγκεκριμένης λειτουργίας επιβολής της τάξης, την οποία μπορεί να αναλάβει μόνο ένα μέρος του συστήματος, δηλαδή ένα κράτος. Αλλά ποιο κράτος; Μόνο η «κυρίαρχη δύναμη στην παγκόσμια αγορά»,[35] δηλαδή το κράτος που συνδέεται με το κυρίαρχο οικονομικό υποσύνολο σε παγκόσμια κλίμακα (η Μεγάλη Βρετανία την εποχή του Μαρξ, οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1945 μέχρι σήμερα), λόγω της οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής ισχύος του, μπορεί να επιβάλει ένα (προσωρινό) ρυθμιστικό πλαίσιο στο διακρατικό σύστημα και να εκπληρώσει τη λειτουργία της επιβολής της τάξης για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι περίοδοι του «πολυπολικού» ανταγωνισμού για το ρόλο της κυρίαρχης δύναμης της παγκόσμιας αγοράς ξεκινούν με μεγάλες οικονομικές κρίσεις, που σηματοδοτούν την ανεπάρκεια της υπεραξίας σε σχέση με το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο, και ολοκληρώνονται με τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αναζωογόνηση της παραγωγής υπεραξίας – ενδεχομένως μέσω του πολέμου.
Αναρχία και Οργάνωση
Όπως ήταν αναμενόμενο, η δραστηριότητα της οργάνωσης της παγκόσμιας αγοράς ασκείται πάνω σε μια οντότητα ιδιαίτερα επιρρεπή στην αταξία, και τα κράτη –συμπεριλαμβανομένης της κυρίαρχης δύναμης στην παγκόσμια αγορά– συμμετέχουν σε αυτήν ως επιμέρους δρώντες, χωρίς έλεγχο επί της ολότητας. Τα κράτη σχετίζονται με την ολότητα μόνο έμμεσα, διαμεσολαβημένα, στο βαθμό που καταφέρνουν να δώσουν συμπυκνωμένη και οργανωμένη μορφή στα συμφέροντα των οικονομικών υποσυνόλων που ενσαρκώνουν. Όμως η συνοχή του συνόλου δεν αποκλείει τις συγκρούσεις μεταξύ των μερών του, και τα κράτη καλούνται να τα εκφράσουν. Αυτό γίνεται ως επί το πλείστον ειρηνικά, αλλά η χρήση ένοπλης βίας και κυρίως η απειλή της είναι πάντα προ των πυλών. Εν ολίγοις, η συγκρουσιακότητα είναι μια αναπόφευκτη διάσταση των διακρατικών σχέσεων. Το μαρξικό αναλυτικό πλαίσιο μπορεί να προσφέρει μια καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου και των αιτιών ενός σημαντικού μέρους αυτών των συγκρούσεων.
Τα κυκλώματα του ανταγωνισμού
Η παγκόσμια αγορά δεν είναι ένας «αφηρημένος χώρος»,[36] είναι ένας βαθύς, ακανόνιστος, εξαιρετικά διαστρωματωμένος χώρος. Αποτελείται από ένα συνδυασμό υπερεθνικών, εθνικών και υποεθνικών (περιφερειακών) αγορών. Αυτά τα τρία στρώματα υπήρχαν πάντα, αν και με διαφορετικές μορφές. Στο πρώτο, μεγάλες επιχειρήσεις συγκεκριμένων κλάδων ανταγωνίζονται εντός γεωγραφικών ορίων που υπερβαίνουν, μερικές φορές κατά πολύ, τα σύνορα των κρατών. Στο δεύτερο, μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις ανταγωνίζονται εντός μιας περιφέρειας που ως επί το πλείστον συμπίπτει με την επικράτεια ενός κράτους. Στην τρίτη, γενικά μικρές επιχειρήσεις ανταγωνίζονται σε περιορισμένο χώρο, που συμπίπτει με ένα μέρος της κρατικής επικράτειας. Για να αναδείξουμε τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται αυτά τα κυκλώματα, ας ανακεφαλαιώσουμε εν συντομία τη θεωρία του Μαρξ για τον ανταγωνισμό που περιέχεται στο Κεφάλαιο, Τόμος Τρίτος, Τμήμα Δεύτερο, κεφ. 9 και 10.[37] Σε αντίθεση με τις συνήθεις αναπαραστάσεις του ως ενός γενικού «πολέμου όλων εναντίον όλων», ο Μαρξ δείχνει ακριβώς ότι ο ανταγωνισμός διαρθρώνεται κατά κύριο λόγο σε μικρά κομμάτια της αγοράς. Αυτά τα κομμάτια, τα οποία ο Μαρξ αποκαλεί «κλάδους», είναι πολύ στενότερα από αυτό που οι σχολιαστές των οικονομικών πραγμάτων αποκαλούν «τομείς» (για παράδειγμα: πληροφορική, αυτοκινητοβιομηχανία, φαρμακευτική βιομηχανία): στη βάση ενός κλάδου μπορεί να βρίσκεται ένα μόνο προϊόν ή ακόμη και ένα μικρό εξάρτημα, και η παραγωγή του ίδιου προϊόντος, αλλά διαφορετικής ποιότητας, μπορεί να αντιστοιχεί σε πολλούς κλάδους. Μια εταιρεία μπορεί να δραστηριοποιείται σε μεγάλο αριθμό κλάδων, και ένας «κλάδος» να περιλαμβάνει συνοπτικά έναν τεράστιο αριθμό από αυτές. Το ουσιώδες ζήτημα είναι ότι μόνο οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή του ίδιου προϊόντος συγκρίσιμης ποιότητας στην ίδια αγορά χαρακτηρίζονται ως άμεσοι ανταγωνιστές. Μόνο εξαιτίας αυτής της πολύ συγκεκριμένης και αυστηρής μορφής ανταγωνισμού, προκύπτει μια μέση ρυθμιστική τιμή και συνεπώς ένα μέσο ποσοστό κέρδους σε κάθε κλάδο της κοινωνικής παραγωγής. Η επιτυχία ή η αποτυχία κάθε ανταγωνιστή εξαρτάται από την ικανότητά του να συμμορφώνεται με τη ρυθμιστική τιμή, παράγοντας κέρδος ίσο ή μεγαλύτερο από το μέσο κέρδος του κλάδου του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο γενικευμένος ανταγωνισμός είναι μια απλή τάση που, για να υλοποιηθεί πλήρως, θα απαιτούσε μια συνθήκη που δεν είναι δεδομένη στην καθημερινή πραγματικότητα, δηλαδή την τέλεια κινητικότητα του κεφαλαίου στους αμέτρητους κλάδους παραγωγής, ώστε να μπορεί να κινείται αδιάκοπα προς τους πιο κερδοφόρους κλάδους και να οδηγεί έτσι στην ανάδυση ενός ενιαίου μέσου ποσοστού κέρδους για όλους τους κλάδους.
Ο ανταγωνισμός εμφανίζεται ακόμη πιο κατακερματισμένος όταν εισάγουμε τις γεωγραφικές παραμέτρους (που δεν αναφέρονται ρητά στην ανάλυση του Μαρξ) από τις οποίες ξεκινήσαμε στην παρούσα ενότητα, δηλαδή τον χαρακτήρα της επιφάνειας της αγοράς. Τα τρία προαναφερθέντα στρώματα (υποεθνικό, εθνικό και υπερεθνικό) δεν είναι αεροστεγώς διαχωρισμένα: πρώτον, επειδή οι επιχειρήσεις που κατατάσσονται στα τρία στρώματα είναι, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, η καθεμία αγοραστής για την άλλη· δεύτερον, επειδή η ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου κεφαλαίου μπορεί να το οδηγήσει να επεκτείνει την επιφάνεια της αγοράς του από το υποεθνικό στο εθνικό επίπεδο και από αυτό στο υπερεθνικό. Ένα σημαντικό μέρος της δραστηριότητας των κρατών έγκειται στην εποπτεία και τη στήριξη αυτών των διαδικασιών, ιδίως στο μεταίχμιο μεταξύ του εθνικού και του υπερεθνικού χώρου, είτε ενεργώντας υπέρ του ανοίγματος νέων περιοχών διάθεσης μέσω συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, είτε αντιστρόφως, υψώνοντας φραγμούς για την προστασία των υφιστάμενων περιοχών. Έτσι φτάνουμε στο επόμενο ζήτημα.
Ελεύθερο εμπόριο και Προστατευτισμός
Ορισμένες φορές ο Μαρξ χαίρει εγκωμιασμού από φιλελεύθερους οικονομολόγους ως υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου έναντι του προστατευτισμού, κάτι που φαίνεται να επιβεβαιώνει η Ομιλία του για το Ελεύθερο Εμπόριο.[38] Πράγματι, ο Μαρξ τάχθηκε υπέρ της κατάργησης των Νόμων για τα Σιτηρά (Corn Laws) το 1846· πλην όμως δεν το έκανε για να εγκωμιάσει την «ανεμπόδιστη» κίνηση της αγοράς, αλλά για να επισπεύσει την επανάσταση. Ο ίδιος ο φιλελευθερισμός είναι μια έντονα «παρεμβατική» κρατική πολιτική,[39] η οποία εμφανίζεται σε ένα ώριμο στάδιο της καπιταλιστικής ιστορίας. Ο ΚΤΠ αναδύθηκε ως υπέρμαχος του προστατευτισμού. Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ συνδέει τον προστατευτισμό κυρίως με τη φάση της πρωταρχικής συσσώρευσης, οι μέθοδοι της οποίας
στα τέλη του 17ου αιώνα στην Αγγλία συνοψίζονται συστηματικά στο αποικιακό σύστημα, στο σύστημα δημοσίων χρεών, στο σύγχρονο φορολογικό σύστημα και στο προστατευτικό σύστημα. Οι μέθοδοι αυτές στηρίζονται εν μέρει στην πιο ωμή βία, όπως είναι λ.χ. το αποικιακό σύστημα. Όλες όμως χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωμένη και οργανωμένη βία της κοινωνίας, για να επιταχύνουν σαν σε θερμοκήπιο το προτσές της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό.[40]
Και επίσης:
Το προστατευτικό σύστημα ήταν ένα τεχνητό μέσο για να κατασκευάζονται εργοστασιάρχες, να απαλλοτριώνονται ανεξάρτητοι εργάτες, να κεφαλαιοποιούνται τα εθνικά μέσα παραγωγής και συντήρησης, και για να συντομευτεί με τη βία το πέρασμα από τον αρχαϊκό στο σύγχρονο τρόπο παραγωγής […] Αποικιακό σύστημα, δημόσια χρέη, φορολογικό βάρος, προστατευτισμός,
εμπορικοί πόλεμοι κλπ. — αυτοί οι βλαστοί της καθεαυτό μανουφακτουρικής περιόδου αυξάνουν γιγάντια την περίοδο της παιδικής ηλικίας της μεγάλης βιομηχανίας.[41]
Τελικά: «το προστατευτικό σύστημα στις αρχές του 16ου αιώνα επιδίωκε την τεχνητή δημιουργία κεφαλαιοκρατών στη μητρόπολη».[42] Ο Μαρξ πέθανε το 1883 και, ως εκ τούτου, δεν πρόλαβε να δει το κύμα προστατευτισμού στα τέλη του 19ου αιώνα· επιπλέον, η κατανόησή του για το φαινόμενο, που ουσιαστικά περιοριζόταν στους δασμούς, δεν μπορούσε να συμπεριλάβει τις μεταγενέστερες μορφές που εμφανίστηκαν τον 20ό αιώνα (μη δασμολογικά μέτρα, φορολογικός προστατευτισμός). Παρ’ όλα αυτά, η μαρξική περιγραφή του προστατευτισμού ως μέσου «κατασκευής εργοστασιαρχών» μας επιτρέπει να κατανοήσουμε, σε αντίθεση με αυτούς που ο ίδιος αποκαλεί «αισιόδοξους οπαδούς του ελεύθερου εμπορίου της εποχής μας»,[43] ότι η μετάβαση από τον προστατευτισμό στο ελεύθερο εμπόριο δεν είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή. Η περιοδική επιστροφή του προστατευτισμού, είτε υπό συνθήκες καθυστέρησης είτε υπό συνθήκες ώριμου καπιταλισμού, μπορεί να εξηγηθεί από την ανάγκη ενθάρρυνσης της επιστροφής των βιομηχανιών ή της διευκόλυνσης της ανάδυσης νεοσύστατων βιομηχανιών υπό συνθήκες ανταγωνισμού που διαφορετικά θα ήταν απαγορευτικές. Σε μία από τις μομφές του Μαρξ κατά του Χένρι Κέρυ, μπορούμε επίσης να εντοπίσουμε μια συγκεκριμένη διαλεκτική του προστατευτισμού: ο Κέρυ κατηγορεί τη βιομηχανική Αγγλία ότι προσπαθεί να μετατρέψει κάθε άλλη χώρα σε καθυστερημένη αγροτική, και ενοχοποιεί την Αγγλία και ιδιαίτερα τον κ. Ούρκχαρτ για την καταστροφή της Τουρκίας, αλλά «το πιο ωραίο είναι πως ο Κέρυ […] θέλει με το προστατευτικό σύστημα να εμποδίσει εκείνο το προτσές χωρισμού [της γεωργίας από την οικιακή χειροτεχνία] που επιταχύνεται απ’ αυτό το σύστημα».[44] Εν ολίγοις, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο προστατευτισμός σε συνθήκες καθυστέρησης υιοθετείται γενικά για να προστατεύσει τους μικρούς παραγωγούς από τον διεθνή ανταγωνισμό, αλλά η βιομηχανική ανάπτυξη που ενισχύει θα οδηγήσει, ωστόσο, μακροπρόθεσμα, στην αναπόφευκτη εξαφάνισή τους.
Αναπτυξιακές ανισότητες και διεθνής καταμερισμός εργασίας
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε, σε άμεση σχέση με το προηγούμενο ζήτημα, γιατί, από έναν ορισμένο βαθμό ανάπτυξης και μετά, η είσοδος των νεοεισερχομένων επιχειρήσεων σε έναν συγκεκριμένο κλάδο της κοινωνικής παραγωγής ή η επιστροφή της βιομηχανίας σε μια συγκεκριμένη χώρα είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί, ιδίως σε διεθνείς συνθήκες ελεύθερου εμπορίου. Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στις αντίρροπες τάσεις στην πτώση του ποσοστού κέρδους, ο Μαρξ αναφέρει ότι
Κεφάλαια που είναι τοποθετημένα στο εξωτερικό εμπόριο μπορούν να αποφέρουν υψηλότερο ποσοστό κέρδους. Πρώτον, γιατί εδώ γίνεται συναγωνισμός με εμπορεύματα που παράγονται από χώρες με μικρότερες ευκολίες παραγωγής, έτσι που η πιο προοδευμένη χώρα πουλάει τα εμπορεύματά της πάνω από την αξία τους, μολονότι τα πουλάει φτηνότερα από τις ανταγωνιζόμενες χώρες. […] Το ίδιο πράγμα μπορεί να συμβεί και με τη χώρα στην οποία στέλνονται εμπορεύματα και από την οποία προμηθεύονται εμπορεύματα. Μπορεί δηλαδή η χώρα αυτή να δίνει in natura [σε είδος] περισσότερη υλοποιημένη εργασία απ’ όση παίρνει, παρ’ όλο που παίρνει το εμπόρευμα φτηνότερα απ’ ό,τι θα μπορούσε να το παραγάγει η ίδια.[45]
Εδώ βλέπουμε την τροποποίηση που υφίσταται ο νόμος της αξίας κατά τη διεθνή εφαρμογή του, δηλαδή όταν οι οικονομικές ανταλλαγές, οι οποίες μπορούν να αναλυθούν είτε ως ανταλλαγές μεταξύ ατόμων είτε ως συνολικές ανταλλαγές μεταξύ χωρών, πραγματοποιούνται μεταξύ διαφορετικών επιπέδων μέσης παραγωγικότητας και οικονομικής ανάπτυξης εν γένει. Υπό τέτοιες συνθήκες, επισημαίνει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο, η πιο παραγωγική εργασία εμφανίζεται ως εργασία μεγαλύτερης εντατικότητας. Αυτό σημαίνει ότι τα προϊόντα δύο διαφορετικών εργασιακών διαδικασιών που διαφέρουν toto caelo [πλήρως] ως προς την παραγωγικότητα και την εντατικότητα γίνονται συγκρίσιμα σαν να ήταν προϊόν της ίδιας εργασίας που εκτελείται με διαφορετικό βαθμό εντατικότητας. Έτσι, μια μονάδα πιο εντατικής εργασίας μπορεί να ανταλλαγεί με περισσότερες μονάδες λιγότερο εντατικής εργασίας. Ας υποθέσουμε τώρα ότι οι παραγωγοί τροφίμων των προηγμένων χωρών, ενισχυμένοι από µια μεγαλύτερη παραγωγικότητα, διεισδύουν στις αγορές πώλησης (εθνικές ή υπερεθνικές) των παραγωγών των καθυστερημένων χωρών: θα δούμε αρχικά τους πρώτους να διαπιστώνουν ένα υπερκέρδος όσο η ρυθμιστική τιμή του κλάδου δεν αλλάζει· σε μεταγενέστερο στάδιο, οι δεύτεροι αποκλείονται σταδιακά από τις αγορές αυτές επειδή δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους πρώτους, οδηγώντας τελικά σε µια νέα ρυθμιστική τιμή για τον κλάδο. Αν, ωστόσο, οι παραγωγοί των προηγμένων χωρών ανταγωνίζονταν τους παραγωγούς των καθυστερημένων χωρών στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγής, οι τελευταίοι απλώς θα εξαφανίζονταν, καταργώντας έτσι μια σημαντική πηγή υπερκέρδους. Ως εκ τούτου, ο διεθνής καταμερισμός εργασίας παίρνει γενικά τη μορφή της εξειδίκευσης, μέσω της οποίας οι πιο προηγμένες χώρες ανταλλάσσουν σύνθετα προϊόντα «υψηλής προστιθέμενης αξίας» με πιο βασικά προϊόντα «χαμηλής προστιθέμενης αξίας». Στην εποχή του Μαρξ, η οποία χαρακτηριζόταν ακόμη από την αποικιοκρατική κυριαρχία, αυτό πήρε τη μορφή ενός «καινούργιου διεθνή καταμερισμού εργασίας […] που αντιστοιχεί στις κύριες έδρες της μηχανικής παραγωγής», ο οποίος «μετατρέπει ένα μέρος της υδρογείου σε πεδίο αγροτικής κυρίως παραγωγής, για το άλλο, που είναι πεδίο κυρίως βιομηχανικής παραγωγής».[46] Μολονότι σήμερα ο διαχωρισμός του κόσμου μεταξύ βιομηχανικών και αγροτικών χωρών είναι αναμφισβήτητα πολύ λιγότερο ξεκάθαρος, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ίδια η μορφή του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας έχει γίνει πεδίο ανταγωνισμού εντός του διακρατικού συστήματος και ότι η μορφή που προώθησαν οι παραγωγοί με τις καλύτερες επιδόσεις στις προηγμένες περιοχές τίθεται περιοδικά υπό αμφισβήτηση (αποαποικιοποίηση, κίνημα των αδεσμεύτων κ.λπ.).
Μετανάστευση και η «αγορά εργασίας»
Η «αγορά εργασίας» είναι μια έννοια που ο Μαρξ χρησιμοποίησε για λόγους ευκολίας. Σύμφωνα με την κατανόηση του Μαρξ για τη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αυτό που πωλείται δεν είναι η ίδια η εργασία (η οποία δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα), αλλά η εργασιακή δύναμη, η οποία είναι αδιαχώριστη από τον κάτοχό της. Αυτό τη διακρίνει από όλα τα άλλα εμπορεύματα και αποκλείει ipso facto την ύπαρξη μιας «αγοράς εργασίας» που να είναι πανομοιότυπη με την αγορά των συνηθισμένων εμπορευμάτων: Πρώτον, επειδή η εργασιακή δύναμη παράγεται και αναπαράγεται κάτω από μη εμπορευματικές συνθήκες ( διαφορετικά, θα μετέφερε μόνο την αξία της στο προϊόν χωρίς να παράγει υπεραξία, όπως τα μηχανήματα ή οι πρώτες ύλες)· δεύτερον, επειδή το καλάθι των μέσων διαβίωσης που διαμορφώνουν την αξία της εργασιακής δύναμης δεν είναι προκαθορισμένο, αλλά επαναπροσδιορίζεται αδιάκοπα από τη διαπραγμάτευση, από το πλήθος των αναγκών που έχουν ιστορικά αναγνωριστεί ως αναγκαίες κ.λπ. Ας προσθέσουμε ένα τρίτο σημείο, το οποίο απορρέει από τον διαχωρισμό του εργάτη από τα μέσα παραγωγής. Όπως είδαμε προηγουμένως, το κράτος παίζει μεγάλο ρόλο στη δημιουργία και τη διαφύλαξη των συνθηκών αγοραπωλησίας της εργασιακής δύναμης. Ωστόσο, προκειμένου η «αγορά εργασίας» να λειτουργήσει σωστά από τη σκοπιά των επιχειρηματιών, απαιτείται ένα πλεόνασμα διαθέσιμου εργατικού δυναμικού για να πειθαρχήσει τη συμπεριφορά των εργαζομένων. Ο Μαρξ διερευνά το σχηματισμό ενός τέτοιου πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, μέρος έβδομο, κεφάλαιο 23, υπό τον τίτλο «Προοδευτική παραγωγή ενός σχετικού υπερπληθυσμού ή βιομηχανικού εφεδρικού στρατού».[47] Η παραγωγή αυτή οφείλεται, σύμφωνα με τον Μαρξ, στη σχετική μείωση της αναγκαίας εργασιακής δύναμης ανά μονάδα κεφαλαίου, δηλαδή στη γενική αύξηση της παραγωγικότητας που συνδέεται με την εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγική διαδικασία. Όπως γράφει ο Μαρξ, ο σχηματισμός του σχετικού υπερπληθυσμού είναι ένας νόμος «κίνησης του πληθυσμού, χαρακτηστικό[ς] για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής»[48], ανεξάρτητος από τη «φυσική αύξηση του πληθυσμού»,[49] ο οποίος εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις «γενικές κινήσεις του μισθού της εργασίας [που] ρυθμίζονται αποκλειστικά από τη διαστολή και τη συστολή του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού»,[50] η οποία συνδέεται «με την εναλλαγή των περιόδων του βιομηχανικού κύκλου».[51] Ωστόσο, για διάφορους λόγους που δεν θα εξεταστούν εδώ (ορισμένοι από αυτούς συνδέονται με τη διεθνή εφαρμογή του νόμου της αξίας που ήδη αναφέρθηκε), η παραγωγή του σχετικού υπερπληθυσμού δεν συμβαίνει απαραίτητα εκεί όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι πιο προχωρημένη, αλλά αντίθετα εκεί όπου η ενδογενής ανάπτυξή της είναι πιο δυσχερής. Εξ ου και το πρόβλημα της μετεγκατάστασης υφιστάμενων ή δυνητικών εργαζομένων από τη μια περιοχή στην άλλη, το οποίο τα κράτη αντιμετωπίζουν άμεσα ή έμμεσα. Ωστόσο, στον ίδιο βαθμό που η αύξηση του σχετικού υπερπληθυσμού στις πρώτες έχει επιβαρυντική επίδραση στους τοπικούς μισθούς, η μείωσή του στις δεύτερες ωθεί τους μισθούς προς τα πάνω, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τον σχηματισμό εγχώριου κεφαλαίου ή την εισαγωγή του. Τα πιο ανεπτυγμένα οικονομικά υποσύνολα έχουν συμφέρον να απομυζούν εργασιακή δύναμη από τα λιγότερο ανεπτυγμένα οικονομικά υποσύνολα, ενώ τα τελευταία έχουν συμφέρον να τη διατηρούν στο εσωτερικό τους. Κάθε κράτος πρέπει να φροντίσει για τα συμφέροντα αυτά, σε μια διπλή σχέση με εξωτερικούς παράγοντες (άλλα κράτη, αλλά όχι αποκλειστικά) και με αντίρροπες πιέσεις που προέρχονται από το εγχώριο εργατικό δυναμικό.
Συμπέρασμα: προς μια θεωρία του διακρατικού συστήματος
Σε αυτό το άρθρο προσπαθήσαμε να συνοψίσουμε τη μαρξική προσέγγιση στο κράτος εν γένει και τα ζητήματα που εγείρονται από αυτήν από την σκοπιά μιας μαρξιστικής θεωρίας του διακρατικού συστήματος. Στη μεγαλύτερη έκτασή της, αυτή η θεωρία μένει να διατυπωθεί. Προς το παρόν, διατυπώσαμε ορισμένες υποθέσεις εργασίας αναζητώντας στο μαρξικό corpus λύσεις για τα προβλήματα που βρήκαμε εκεί. Πρόκειται μόνο για μια αρχή, αφού το φάσμα των θεωρητικών ζητημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι τεράστιο. Μεταξύ αυτών, θα θέλαμε να αναφέρουμε το ζήτημα των εθνικοτήτων, το ζήτημα του ιμπεριαλισμού στις σύγχρονες μορφές του και, κυρίως, το ζήτημα της κατάρρευσης της διεθνούς τάξης (στο παρελθόν και στο μέλλον). Τα ζητήματα αυτά έχουν μείνει για αρκετό καιρό στο περιθώριο, αλλά τώρα επανέρχονται στο προσκήνιο ορμητικά, ενίοτε μάλιστα με πρωτοφανείς μορφές. Ως εκ τούτου, το παρόν κείμενο θα πρέπει επίσης να διαβαστεί ως ένα κάλεσμα για συλλογική επεξεργασία. Μόνο μέσα από μια συζήτηση με τη συμμετοχή πολλών φωνών πάνω σε αυτά τα ζητήματα μπορεί να ανανεωθεί η θεωρητική τους επεξεργασία και να εφαρμοστούν στην πραγματικότητα. Ο «γεροτυφλοπόντικας» δεν έχει τελειώσει το σκάψιμο.
Βιβλιογραφία
Brenner, Robert. 2006. What is, and what is not, imperialism. Historical Materialism 14, 4: 79-105.
Gramsci, Antonio. 1971. Selections from the Prison Notebooks, New York: International Publishers.
Grossmann, Henryk. 1977. Marx, Classical Political Economy and the Problem of Dynamics (Part II). Capital and Class 1, 3: 67-99.
Lenin, Vladimir I. 1964. War and Revolution. In Collected Works, Vol. 24 (april-june 1917), Moscow, Progress Publishers: 398-421.
Lefebvre, Henri. 1991. The Production of Space, Oxford: Blackwell.
Lukács, Georg. 1972. History and Class Consciousness, Cambridge MA, The MIT Press.
Marx, Karl. 1998. The German Ideology, Amherst NY, Prometheus Books.
Marx, Karl. 1973. Grundrisse: Foundations of the Critique of Political Economy, New York, Random House.
Marx, Karl. 2000. Selected Writings, Oxford: Oxford University Press.
Marx, Karl. 1968. The Original Text of the Second and the Beginning of the Third Chapter of A Contribution to the Critique of Political Economy (the Urtext). Marx, Karl and Frederick Engels, Collected Works. Vol. 29. New York, International Publishers: 430–507.
Mearsheimer, John J. 2018, The Great Delusion, London, Yale University Press.
Schmidt, Alfred. 1981. History and Structure, Cambridge MA, The MIT Press.
Tran-Hai-Hac. 2015. “ État et capital dans l’exposé du Capital”, Aa. Vv. Nature et forme de l’ État capitaliste, Paris, Syllepse: 47-83.
Tran-Hai-Hac. 2003. Relire le Capital, 2 Vol., Lausanne, Page deux.
Von Braunmühl, Claudia. 1978. On the Analysis of the Bourgeois Nation State within the World Market Context. An Attempt to Develop a Methodological and Theoretical Approach. In John Holloway, Sol Piciotto (dir.), State and Capital. A Marxist Debate, London, Edward Arnold: 160-177.
Λένιν Βλαντιμίρ Ίλιτς. 2013. Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή
Λούκατς Γκεοργκ. 2023. Ιστορία και ταξική συνείδηση, Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Μαρξ Καρλ. 1989. Grundrisse, Τόμος Α’, Στοχαστής.
Μαρξ Καρλ. 1990. Grundrisse, Τόμος Β’, Στοχαστής.
Μαρξ Καρλ. 1992. Grundrisse, Τόμος Γ’, Στοχαστής.
Μαρξ Καρλ. 2002. Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Καρλ. 1979. Το Κεφάλαιο, Τόμος Δεύτερος, Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Καρλ. 1978, Το Κεφάλαιο, Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή.
Σημειώσεις
[*] Το κείμενο μεταφράστηκε για τις ανάγκες της Ομάδας Συζήτησης του Κεφαλαίου στην οποία συμμετέχουμε. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά στην ιστοσελίδα του περιοδικού Endnotes.
[1] Λένιν 2013: 329-363.
[2] Mearsheimer 2018: 20-21
[3] Brenner 2006: 84.
[4] Για μια κριτική του διαχωρισμού/αντίθεσης μεταξύ ιστορικισμού και στρουκτουραλισμού, βλ. Schmidt 1981.
[5] Λούκατς 2023: 273.
[6] Στη συζήτηση του ζητήματος θα περιοριστούμε σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό το υλικό, δηλαδή στο Κεφάλαιο, στα Grundrisse και στη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας.
[7] Tran-Hai-Hac 2015: 48-49.
[8] Grossmann 1977: 85-89.
[9] «Ο πόλεμος διαμορφώθηκε πριν από την ειρήνη: ο τρόπος που ορισμένες οικονομικές σχέσεις, όπως μισθωτή εργασία, μηχανήματα κλπ. αναπτύχθηκαν με τον πόλεμο και μέσα στους στρατούς κλπ. νωρίτερα απ’ όσο στο εσωτερικό της αστικής κοινωνίας. Και η σχέση ανάμεσα στην παραγωγική δύναμη και τις σχέσεις κυκλοφορίας είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτη στο στρατό». (Μαρξ 1989: 72).
[10] Μαρξ 2002: 738.
[11] Μαρξ 2002: 789-898.
[12] Μαρξ 2002: 762.
[13] Μαρξ 2002: 446.
[14] Μαρξ 2002: 762.
[15] Μαρξ 2002: 776.
[16] Στην καπιταλιστική γεωργία, εάν η ιδιοκτησία και η κατοχή της γης δεν ταυτίζονται, η τελευταία περιέρχεται στον καπιταλιστή αγρότη, ο οποίος καταβάλλει στον γαιοκτήμονα ένα μέρος της υπεραξίας με τη μορφή γαιοπροσόδου.
[17] Μαρξ 2002: 762.
[18] Μαρξ 2002: 762.
[19] Μαρξ 2002: 277-310.
[20] Μαρξ 2002: 498-520.
[21] Μαρξ 1979: 95.
[22] Μαρξ 1979: 230.
[23] Tran-Hai-Hac 2003, Τόμος I: 126-132.
[24] Μαρξ 1979: 110.
[25] Karl Marx 1968: 430-431.
[26] Karl Marx 1968: 431.
[27] Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ αποδίδει μεγάλη σημασία στο δημόσιο χρέος, ακριβώς σε σχέση με το θέμα της πρωταρχικής συσσώρευσης: «Μαζί με τα δημόσια χρέη δημιουργήθηκε ένα διεθνές πιστωτικό σύστημα, που συχνά, για τον έναν ή για εκείνον τον λαό, αποτελεί μία από τις κρυφές πηγές της πρωταρχικής συσσώρευσης» (Μαρξ 2002: 780). Το ζήτημα του δημόσιου χρέους είναι ακόμη πιο επίκαιρο σήμερα, ως πηγή πλασματικού κεφαλαίου.
[28] Μαρξ 1990: 307.
[29] Βλ. επίσης τη θεωρία του εξωτερικού εμπορίου στο Κεφάλαιο, Τόμος Τρίτος, Τμήμα Τρίτο, κεφ. 14 (Μαρξ 1978: 299-302). Αυτή η θεωρία δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα, αν οι διαφορετικοί βαθμοί οικονομικής ανάπτυξης, από τους οποίους ο Μαρξ αντλεί σημαντικά συμπεράσματα για τη λειτουργία του νόμου της αξίας σε διεθνή κλίμακα, δεν συμπυκνώνονταν μέσα σε διακριτές πολιτικοδιοικητικές περιφέρειες.
[30] Von Braunmühl 1978: 161.
[31] «Απέναντι σε αυτή την ολότητα, οι ιστορικές κατατμήσεις, οι διαιρέσεις, η πολιτική συνάντηση των κεφαλαίων στο αστικό εθνικό κράτος, οι εθνικοί κρατικοί μηχανισμοί και οι δραστηριότητές τους πρέπει να προσδιοριστούν αναλυτικά ως το επιμέρους. Η παγκόσμια αγορά θα πρέπει έτσι να τεθεί σε σχέση με τις εθνικές σφαίρες κυκλοφορίας του κεφαλαίου, ως η μοναδική κατάλληλη σφαίρα κυκλοφορίας απέναντι στα μέρη της τα οποία καθορίζονται απ’ αυτή τη σχέση». (Von Braunmühl 1978: 164).
[32] «Το σωστό φαίνεται πως είναι ν’ αρχίζει κανείς με το πραγματικό και συγκεκριμένο, με την πραγματική προϋπόθεση· για παράδειγμα λοιπόν, στην οικονομία με τον πληθυσμό, που είναι η βάση και το υποκείμενο ολόκληρης της κοινωνικής παραγωγικής πράξης. Ωστόσο μια πιο προσεκτική εξέταση δείχνει πως αυτό είναι λάθος. Ο πληθυσμός είναι μια αφαίρεση αν παραλείψω, για παράδειγμα, τις τάξεις που τον αποτελούν. Αυτές οι τάξεις είναι πάλι λόγος κενός αν δεν γνωρίζω τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζονται πχ. μισθωτή εργασία, κεφάλαιο κλπ. […] Οι οικονομολόγοι του 17ου αιώνα, για παράδειγμα, αρχίζουν πάντοτε με το ζωντανό όλο – με τον πληθυσμό, το έθνος, το κράτος, τα περισσότερα κράτη κλπ· πάντα όμως καταλήγουν να βρίσκουν με την ανάλυση μερικές καθοριστικές, αφηρημένες, γενικές σχέσεις, όπως καταμερισμός της εργασίας, χρήμα, αξία κλπ. Από τη στιγμή που αυτά τα ξεχωριστά συνθετικά στοιχεία λίγο-πολύ εντοπίστηκαν και απομονώθηκαν με την αφαίρεση, άρχισαν τα οικονομικά συστήματα, που από το απλό –όπως εργασία, καταμερισμός της εργασίας, ανάγκη, ανταλλακτική αξία– υψώνονταν ως το κράτος, τη διεθνή ανταλλαγή, και την παγκόσμια αγορά. Αυτή η δεύτερη είναι ολοφάνερα η επιστημονικά σωστή μέθοδος». (Μαρξ 1989: 66, δική μας η έμφαση)
[33] Μαρξ 1989: 72 (τροποποιημένη μετάφραση).
[34] Μαρξ 2002: 188.
[35] Μαρξ 1992: 761.
[36] Lefebvre 1991: 306-308.
[37] Μαρξ 1978: 195-252.
[38] Marx 2000: 295-296.
[39] Βλ. Gramsci 1971: 159-160.
[40] Μαρξ 2002: 775-776.
[41] Μαρξ 2002: 781-782.
[42] Μαρξ 2002: 790, τροποποιημένη μετάφραση.
[43] Μαρξ 2002: 583.
[44] Μαρξ 2002: 773-774.
[45] Μαρξ 1978: 300.
[46] Μαρξ 2002: 469.
[47] Μαρξ 2002: 651.
[48] Μαρξ 2002: 655.
[49] Μαρξ 2002: 658.
[50] Μαρξ 2002: 660.
[51] Μαρξ 2002: 660.